Η Χριστιανική Εκκλησία εμφανίζεται στον ελληνορωμαϊκό κόσμο με την αξίωση ότι αυτή προσφέρει τη γεύση και την εμπειρία της λύτρωσης του ανθρώπου από τις δυνάμεις της φθοράς και του θανάτου. Ως εδώ θα μπορούσε να πει κανείς ότι η Εκκλησία δεν προσφέρει τίποτα ουσιατικά διαφορετικό από ό,τι προσφέρουν οι διάφορες ελληνιστικές θρησκείες με τους μύθους και τα μυστήριά τους. Απλώς αντικαθιστά ένα μυθικό πρόσωπο με ένα άλλο – ιστορικό αυτή τη φορά στη βάση του, αλλά ντυμένο με την ιδέα της «προϋπάρξεως», της «καταβάσεως» και της «αναβάσεως», μια ιδέα δηλαδή όχι άγνωστη στις ελληνιστικές θρησκείες. Στο παρελθόν διατυπώθηκε και έγινε δεκτή η θεωρία ότι τα ελληνιστικά μυστήρια επέδρασαν στην αρχική Εκκλησία. Η θεωρία αυτή δεν γίνεται δεκτή σήμερα από την έρευνα.
Ο Χριστιανισμός από την πρώτη του εμφάνιση στην Ιστορία χρησιμοποίησε «μυστήρια», δηλαδή πράξεις που συμβολίζουν κάτι διαφορετικό από τα φυσικά και χρονικά στοιχεία που τις συνιστούν και οι οποίες δίνουν σε όσους μετέχουν σε αυτές τη δυνατότητα κάποιας λυτρωτικής εμπειρίας. Ήδη το Βάπτισμα του Ιωάννου του Προδρόμου, που βρίσκεται στις ιστορικές ρίζες του Χρσιτιανισμού είναι ένα τέτοιο «μυστήριο» που υπόσχεται την άφεση αμαρτιών σε όσους βαπτισθούν. Ο Ιησούς όχι μόνο δεν εμφανίζεται αντίθετος στο Βάπτισμα του Ιωάννου αλλά μετέχει και ο ίδιος σε αυτό.
Η πρώτη Εκκλησία εξακολουθεί την ίδια πανηγυρική αποδοχή των «μυστηριακών» πράξεων κυρίως με το Βάπτισμα και την Ευχαριστία που αποτελούν θεμελιώδη στοιχεία του αρχικού Χριστιανισμού. Η ερμηνεία που δίνεται στα «μυστήρια» αυτά από τους συγγραφείς της Καινής Διαθήκης και ιδιαίτερα από τον Απόστολο Παύλο και τον Ευαγγελιστή Ιωάννη, θυμίζει κάπως τα ελληνιστικά μυστήρια, πράγμα που έδωσε λαβή τον περασμένο αιώνα για τη θεωρία περί επιδράσεως των μυστηρίων αυτών στον Χριστανισμό. Υπάρχει μια κοινή βάση στη σχέση χριστιανικών και ελληνιστικών μυστηρίων αλλά και πολλές βασικές διαφορές.
Τόσο τα χριστιανικά όσο και τα ελληνιστικά μυστήρια ξεκινούν από μια αντιδιαστολή ανάμεσα σε ένα κόσμο «ανώτερο» και σε ένα άλλο «κατώτερο». Έτσι προσφέρεται το έδαφος για να χρησιμοποιηθεί π.χ. στην Καινή Διαθήκη στο σχήμα «κατάβαση-ανάβαση». Στα ελληνιστικά μυστήρια η αντίθεση αυτή παίρνει συνήθως τη μορφή του σχήματος πενύμα-ύλη, αιωνιότητα-χρόνος κλπ. Η αντιστοιχία ή κοινωνία των δύο κόσμων προσφέρεται στο μυστήριο είτε με ένα «σύμβολο» ή μια «τελετή» που λυτρώνει από την αντίθεση πνεύμα-ύλη, είτε με ένα «μύθο» που προσφέρει μια ανάλογη λύτρωση από το σχήμα αιωνιότητα-χρόνος. Στα ελληνιστικά μυστήρια, με διάφορες βέβαια αποχρώσεις δανεισμένες από τις ανατολικές θρησκείες, η έννοια αυτή του μυστηρίου οδηγεί στα εξής χαρακτηριστικά που ενδιαφέρουν άμεσα μια σύγκριση με τον Χριστιανισμό της Καινής Διαθήκης.
Κατά κανόνα τα ελληνιστικά μυστήρια είναι μυθικά. Αυτό σημαίνει ότι ανάγουν τους ήρωες ή λυτρωτές στους πιο απομακρυσμένους χρόνους του παρελθόντος ή και έξω από τον χρόνο. Από τα μυστήρια αυτά λείπει εντελώς ο προσανατολισμός προς το μέλλον. Η «αθανασία» που υπόσχονται δεν είναι κάτι το μελλοντικό αλλά μια εμπειρία του παρόντος. Σκοπός τους είναι να ενώνουν το παρελθόν με το παρόν, να λυτρώνουν τον άνθρωπο από το άγχος του χρόνου. Έτσι καταντούν να είναι στην ουσία ή απλώς «τελετουργικά» ή «ψυχολογικά»: σκοπός τους είναι η λυτρωτική εμπειρία του ατόμου.
Στον αρχικό Χρσιτιανισμό, αντίθετα, όπως εκφράζεται κυρίως στον Παύλο και στον Ιωάννη, το μυστήριο τοποθετείται σε πολύ διαφορετικές βάσεις. Το αντιθετικό σχήμα που το στηρίζει δεν είναι η διαστολή, μεταξύ πνεύματος και ύλης ή χρόνου και αιωνιότητας, αλλά μεταξύ του «νυν» και του «μέλλοντος αιώνος». Η αντίθεση αυτή δεν πρέπει να νοηθεί στα πλαίσια του πλατωνικού σχήματος «χρόνου-αιωνιότητας», όπως νοήθηκε αργότερα στον Χριστιανισμό, κυρίως από τον Αυγουστίνο και εξής. Πρόκειται για μια διάκριση που πηγάζει από την ιουδαϊκή εσχατολογία.
Ο «μέλλων αιών» είναι μια «καινή κτίσις», αλλά δεν αντιτίθεται στην ιστορικότητα και στον χρόνο. Αντίθετα για τον Χριστιανισμό, παίρνει το νόημά του από την Ιστορία, από το γεγονός της Ανάστασης του Ιησού, ο οποίος έτσι γίνεται η απαρχή της νέας κτίσεως. Έτσι ενώ ο «μέλλων αιών» πρόκεται τα υποκαταστήσει τον «νυν αιώνα», η «απαρχή» του δηλαδή, οι ρίζες της πραγματώσεως του είναι στην Ιστορία. Ακριβώς αυτή η συνάντηση μέλλοντος και παρόντος στον ιστορικό χώρο της Εκκλησίας προσφέρει τη βάση για τα χριστιανικά μυστήρια. Στην συνάντηση αυτή ο χρόνος δεν καταργείται αλλά εξαγιάζεται. Ο εξαγιασμός αυτός επιτυγχάνεται με μία εισδοχή του μέλλοντος στο παρόν, μια πρόληψη του μέλλοντος, στην οποία όμως δεν καταργείται ούτε απορροφάται το μέλλον. Χαρακτηριστική αντίληψη της συνάντησης παρόντος και μέλλοντος στα χριστιανικά μυστήρια δίνει ο Ιωάννης στο Ευαγγέλιό του όταν κάνει λόγο για την Θεία Ευχαριστία: «ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα έχει ζωήν αιώνιον, καγώ αναστήσω αυτόν εν τη εσχάτη μέρα».
Τα χριστιανικά μυστήρια δεν έχουν σκοπό να προσφέρουν ούτε μια φυγή από την Ιστορία ούτε μια ιστορικοποίηση της «αιωνιότητας» ή του μέλλοντος. Βάση τους είναι το παράδοξο της προληπτικής πραγμάτωσης αυτού που θα πραγματοποιηθεί στο μέλλον, στην ανάσταση των νεκρών, η οποία όμως έχει ήδη τον «αρραβώνα» της, έχει δηλαδή προληπτικά πραγματοποιηθεί στην ιστορική ανάσταση του Ιησού. Αυτός ο διπλός προσανατολισμός προς την ιστορία και προς τα έσχατα γεννά όλους τους συμβολισμούς και το τελετουργικό των μυστηρίων της Εκκλησίας.
Απο τον ιδιάζοντα αυτό χαρακτήρα των χριστιανικών μυστηρίων, πηγάζει και μια ακόμα βασική διαφορά από τα ελληνιστικά μυστήρια. Στα μυστήρια της Εκκλησίας η ψυχολογική εμπειρία του ατόμου έρχεται σε δεύτερη μοίρα. Σκοπός είναι κυρίως να παραστήσουν μια αντικειμενική κατάσταση με ιστορικές και κοσμικές διαστάσεις, μέσα στην οποία και χάρη στην οποία σώζεται αυτός που μετέχει σε αυτά. Αντίθετα προς τα ελληνιστικά μυστήρια, στα μυστήρια της Εκκλησίας ο άνθρωπος ποτέ δεν σώζεται ως άτομο αλλά ως κοινότηττα, ως λαός του Θεού. Γι΄ αυτό ακριβώς η Εκκλησία, που είναι από τη φύση της κοινότητα, είναι ο μόνος χώρος πραγματοποίησης των μυστηρίων.
Έτσι η γεύση της λύτρωσης από τις δυνάμεις της φθοράς και του θανάτου το επίμονο αυτό αίτημα του ελληνιστικού κόσμου, τοποθετείται από την αρχική Εκκλησία σε πλαίσια ιστορικά αντί μυθικά, κοσμικά και κοινοτικά αντί για ατομικά και ψυχολογικά. Η «αθανασία» των χριστιανικών μυστηρίων δεν είναι μια εμπειρία ατομική. Σε πλήρη αντίθεση με τα ελληνιστικά μυστήρια, η χριστιανική έννοια της αθανασίας βασίζεται στην πίστης της ανάστασης των σωμάτων, και μάλιστα μιας ανάστασης που δεν είναι ατομική αλλά «ομαδική».
Έτσι η υπερνίκηση του θανάτου γίνεται δώρο του «μέλλοντος αιώνος» της Βασιλείας του Θεού, και συνυφασμένη με μια εποχή που όχι μόνο οι ατομικές-ψυχολογικές συνθήκες θα αλλάξουν, αλλά και η όλη κοινωνική και φυσική κατάσταση του κόσμου θα μεταβληθεί, ώστε να μην υπάρχει πια θάνατος. Έτσι η σωτηρία ως υπερνίκηση του θανάτου απομυθοποιείται και συνδέεται πια με τις απτές πραγματικότητες της φυσικής και κοινωνικής ζωής των ανθρώπων.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους