Συνδιάσκεψη της Ειρήνης

Η συμπαράταξη με τις νικήτριες Δυνάμεις στη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης επεφύλασσε στην Ελλάδα ευοίωνες προοπτικές. Η αδήριτη φορά προς την κατάλυση των πολυεθνικών αυτοκρατοριών συνυφαινόταν με την αναγωγή της αρχής των εθνοτήτων σε καθοριστικό κριτήριο για τη διαμόρφωση της μεταπολεμικής Ευρώπης. Ήδη, η προβολή των ιστορικών δικαίων συνοδευόταν με τη επίκληση της μαζικής παρουσίας του ελληνικού στοιχείου στα αλυτρωτικά εδάφη της νότιας Βαλκανικής, της Μικράς Ασίας και του Πόντου, των νησιών του Αρχιπελάγους και της Κύπρου.

Συνδιάσκεψη της Ειρήνης

Η συνάρτηση της αντικειμενικής αυτής πραγματικότητας με την διπλωματική ιδιοφυΐα του Βενιζέλου, εμπνευστή και ηγέτη στον αγώνα για την εθνική αποκατάσταση, απέληγε στη δικαίωση των πιο τολμηρών προσδοκιών και στην αναγωγή της Ελλάδας, σε παράγοντα πρωταρχικής σημασίας σε περιφερειακό γεωπολιτικό πλαίσιο.

Η τελική ματαίωση των μεγαλεπήβολων διπλωματικών επιτευγμάτων του 1919-1920 θα απορρεύσει, σε σημαντικό βαθμό, από την ουσιαστική διαφοροποίηση της στάσης των συμμαχικών κυβερνήσεων απέναντι στη ρηξικέλευθη αυτή επιλογή. Η μερική άρση, μετά την πτώση του Βενιζέλου και την επαναφορά του Κωνσταντίνου, των προϋποθέσεων για την επιβολή των όρων της Συνθήκης των Σεβρών συνεπέφερε ως άμεσο επακόλουθο, τη βαθμιαία επάνοδο των Συμμάχων σε προγενέστερες αντιλήψεις τους για την ισορροπία των δυνάμεων στην περιοχή.

Η Τουρκία προοριζόταν να αποτελέσει και πάλι τον κύριο άξονα ισχύος στον νευραλγικό χώρο από τη Μάυρη Θάλασσα και τα Στενά ως τη Μέση Ανατολή και η Ελλάδα έμελλε να υποστεί τις αλυσιδωτές επιπτώσεις από την παλίνδρομη αυτή πορεία. Παράλληλα όμως διανοιγόταν, για πρώτη φορά στη μακραίωνη ιστορία των δύο λαών και την ιστορική διαδρομή των δύο κρατών, η προοπτική για ειρηνική συνύπαρξη και φιλική συνεργασία, με προϋπόθεση γαι την αμοιβαία οριστική παραίτησή τους από εδαφικές βλέψεις του ενός σε βάρος του άλλου.

Η Συνδιάσκεψη της Ειρήνης στο Παρίσι, προορισμένη να ρυθμίσει τις διαφορές ανάμεσα στις αντιμαχόμενες δυνάμεις και να προσδιορίσει το καθεστώς της ειρήνης, άρχισε τις εργασίες της τον Ιανουάριο του 1919. Το κλίμα της ευφορίας, διάχυτο στο στρατόπεδο ων νικητών του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου, απέπνεε την αισιόδοξη ενατένιση ενός κόσμου απαλλαγμένου από το φάσμα της καταπίεσης και της ανασφάλειας. Πιστοί στις διακηρύξεις τους, οι φιλελεύθεροι Ευρωπαίοι ηγέτες, πρώτοι ανάμεσά τους, ο Λόυντ Τζώρτζ και Κλεμανσώ, πρόβαλλαν το όραμα μιας «ειρήνης βασισμένης στο Δίκαιο». Προϋπόθεση για την επίτευξη της, η κατοχύρωση της ασφάλειας και η εφαρμογή της αρχής της αυτοδιάθεσης των λαών.

Περισσότερο ριζοσπάστης ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, Γούντροου Ουίλσον, γινόταν κήρυκας της ανάγκης για ορθολογική οργάνωση της παγκόσμιας κοινωνίας: η ειρήνη δεν θα έπρεπε εφεξής να βασίζεται στην εύθραυστη ισορροπία των δυνάμεων, αλλά στην ικανοποίηση των νόμιμων δικαίων των εθνοτήτων και στη δημιουργία μια «κοινωνίας των εθνών», επιφορτισμένης να αναστέλλει κάθε επιθετική ενεργεια σε βάρος μέλους της με την άμεση επιβολή κυρώσεων, οικονομικών ή και στρατιωτικών.

Έμελλαν όμως, πράγματι, αυτές οι αρχές να καταξιωθούν στο πεδίο τς πρακτικής εφραρμογής; Θα ήταν άδικο αν δεν υπογραμμιζόταν η καθοριστική συμβολή τους στη λήψη καίριων αποφάσεων της Συνδιάσκεψης. Είναι, όμως, παράλληλα, αναμφισβήτητο ότι οι αλληλοσυγκρουόμενες ανταγωνιστικές τάσεις στον ευρωπαϊκό χώρο και οι ωμές ιμπεριαλιστικές βλέψεις των Μεγάλων Δυνάμεων προς την κατεύθυνση της ασιατικής και αφρικανικής ηπείρου, όχι μόνο δεν εξέλιπαν, αλλά και προορίζονταν να επιδράσουν εξακολουθητικά στον ρου των γεγονότων.

Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους

Με πληροφορίες από: Η ελληνική εξωτερική πολιτική, Κωνσταντίνος Σβολόπουλος