Ο πληθυσμός στη Θράκη, στη βάση του αγροτικός, εργαζόταν αποκλειστικά για τους μεγάλους Τούρκους γαιοκτήμονες και τα βακούφια της περιοχής. Ο εύφορος κάμπος ήταν αραιοκατοικημένος και οι περιηγητές ταξιδεύοντας από την Κωνσταντινούπολη προς την Αδριανούπολη -απόσταση 300 χιλιομέτρων- δεν συναντούσαν παρά μόνο δύο μικρές πολιτείες και επτά μόλις χωριά. Αποδημίες και μετακινήσεις πληθυσμών προς αυτήν την περιοχή από τις αρχές του 18ου αιώνα συνετέλεσαν προς αύξηση των καλλιεργειών. Το σιτάρι, το βαμβάκι, ο καπνός και τα αμπέλια μεταφέρονταν σε μεγάλες ποσότητες στη Σμύρνη, στην Κωνσταντινούπολη και στις χώρες της κεντρικής Ευρώπης.

Η αύξηση της παραγωγής και η ανάπτυξη της κτηνοτροφίας στα ορεινά είχαν σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία εμπορικών κέντρων, που το αξιολογότερο ήταν η Αδριανούπολη, δεύτερο σε σημασία μετά την Κωνσταντινούπολη στη Θράκη, και ένα από τα μεγαλύτερα της οθωμανικής αυτοκρατορίας στην Ευρώπη. Η πόλη αυτή, που ο Εβλιά Τσελεπή την χαρακτηρίζει μία από τις ωραιότερες πόλεις που γνώρισε, ήταν η δεύτερη έδρα των σουλτάνων, ιδιαίτερα σε εποχές πολέμων, και αυτός είναι ο λόγος της δημιουργίας λαμπρών δημόσιων κτισμάτων, ανάμεσα στα οποία ξεχώριζε το τζαμί που ίδρυσε ο σουλτάνος Σελίμ Β΄ το 1574. Η ραγδαία όμως ανάπτυξή της οφείλεται στην έξοχη γεωγραφική της θέση πλάι στον Έβρο, που διευκόλυνε την μεταφορά των προϊόντων προς το Αιγαίο και, με τους παραποτάμους του, στο εσωτερικό.
Ο πληθυσμός της έφθανε γύρω στα 1580 τις 30.000, αυξήθηκε σταθερά και στο τέλος του 17ου αιώνα έφθανε τις 100.000. Εκτός από τους εποίκους που εγκαταστάθηκαν σε αυτήν κατά καιρούς, δέχθηκε σε περιόδους πολεμικών γεγονότων πολλούς πρόσφυγες από την Πελοπόννησο, την Ήπειρο, την Μακεδονία και τη Θεσσαλία. Όταν η Πελοπόννησος ανακαταλήφθηκε από τους Τούρκους το 1715, ο σουλτάνος Αχμέτ Α΄ με φιρμάνι διέταξε όσους είχαν εγκαταλείψει τον Μοριά την περίοδο της βενετοκρατίας και είχαν εγκατασταθεί στην Κωνσταντινούπολη και σε άλλες πόλεις να «επανέλθωσι μετά των γυναικών, τέκνων και συγγενών των εις τα εστίας των, εγκαταλείποντες τα μέρη εις α έχουσι εγκατασταθεί».
Μολονότι είναι άγνωστος ο αριθμός όσων συμμορφώθηκαν προς το φιρμάνι αυτό, είναι βέβαιο ότι η εξέλιξη της Αδριανούπολης δεν επηρεάσθηκε και η εμπορική και βιοτεχνική δραστηριότητα ήταν τόση, ώστε το 1816 το μπεζεστένι της απλωνόταν σε μισό μίλι και υπήρχαν σε αυτό 365 εργαστήρια. Σε κοντινή απόσταση από το μπεζεστένι υπήρχαν άλλα 200 εργαστήρια που κατασκεύαζαν και πουλούσαν χρυσοποίκιλτα όπλα και είδη ιππασίας. Στα μέσα του 18ου αιώνα αναφέρονται στην Αδριανούπολη 32 συντεχνίες, οι κυριότερες των οποίων ήταν: των γουναράδων, των ραφτάδων, των ξυλεμπόρων, των μυλωνάδων. Ιδιαίτερη επίδοση παρουσίαζε η βιοτεχνία μάλλινων και βαμβακερών υφασμάτων, αλλά και μεταξωτών ειδών, που εξάγονταν στη Θεσσαλονίκη, τη Χίο, τη Σμύρνη.
Στη βόρεια Θράκη (Ανατολική Ρωμυλία) η Φιλιππούπολη εξελίσσεται σε σπουδαίο κέντρο του Ελληνισμού κατά τον 18ο αιώνα. Το 1786 οι Έλληνες ήταν διπλάσιοι από όλους τους άλλους κατοίκους (Τούρκους, Βούλγαρους και Αρμένιους), οι περισσότερες εκκλησίες ήταν ελληνικές και οι ισχυρότερες συντεχνίες είχαν συσταθεί από Έλληνες. Ήδη από το 1685 βρίσκουμε ακμαία τη βιοτεχνία των αμπάδων (μάλλιων υφασμάτων και ενδυμάτων) και οι αμπατζήδες είχαν επιβληθεί στην οικονομική τους δύναμη στην περιοχή. Η δραστηριότητα των βιοτεχνών και των εμπόρων της Φιλιππούπολης απλώθηκε γρήγορα στις πόλεις της Ιωνίας, στη Βλαχία και τη Μολδαβία, στην Ουγγαρία και τη νότια Ρωσία. Λίγο μετά τα μέσα του 18ου αιώνα οι Φιλιππουπολίτες φθάνουν μέχρι την Καλκούτα των Ινδιών, όπου οργανώνονται σε κοινότητα και χτίζουν τον ναό της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος.
Στη Φιλιππούπολη τα κοινά ρυθμίζει συμβούλιο «εντιμότατων κληρικών και ευγενεστάτων αρχόντων», που ανάμεσα στις επιδιώξεις τους ήταν η ανάπτυξη της παιδείας. Το 1780 ιδρύεται ειδικό κτίριο για τη λειτουργία σχολείου, πριν όμως από αυτό λειτουργούσαν μικρότερες σχολές με αξιόλογους δασκάλους.
Η Ραιδεστός, με την επίκαιρη θέση της στην Προποντίδα, πέρασμα των ταξιδιωτών προς την Κωνσταντινούπολη, υπήρξε επίσης σημαντικό εμπορικό κέντρο. Τέσσερις «επίτροποι και γέροντες» φρόντιζαν για τα ζητήματα της κοινότητας, που είχε ιδρύσει νοσοκομείο και ταμείο για την ενίσχυση των ορφανών και των φτωχών. Με την φροντίδα επίσης της κοινότητα λειτούργησε κατά το τέλος του 18ου αιώνα σχολή, την οποία ενίσχυσαν οικονομικά οι συντεχνίες και ο μητροπολίτης Ηρακλείας Μεθόδιος ο Λέριος με ποσό 7.500 γροσίων.
Η Καλλίπολη και ο Αίνος, παραθαλάσσιες πόλεις στη Θράκη, αναπτύχθηκαν από τη ναυτιλία. Η Καλλίπολη, που την πρώτη περίοδο της ακμής της είχε γνωρίσει πριν από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης με τα ναυπηγεία που υπήρχαν εκεί και την κίνηση του λιμανιού της, κατά τα μέσα του 17ου αιώνα παρουσίαζε κάμψη και το προξενείο της Γαλλίας, που είχε ιδρυθεί παλαιότερα, έκλεισε το 1689. Αντίθετα, ο Αίνος, κατά το τέλος του 18ου αιώνα, παρουσίασε άνθηση ανάλογη με την άνθηση που παρατηρήθηκε στα νησιά του Αιγαίου πελάγους. Εκκλησίες και κοινοφελή ιδρύματα κτίζονταν «διά δαπάνης των ευσεβών καραβοκυρέων του Αίνου» και τα ιστιοφόρα της ναυτικής αυτής πολιτείας του ελληνικού βορρά ταξίδευαν στην ανατολική Μεσόγειο μεταφέροντας εμπορεύματα.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους