Το πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, ο ισχυρότερος μετά την βασιλεία θεσμός της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και το κορυφαίο εκκλησιαστικό και πνευματικό κέντρο της ορθόδοξης Ανατολής, είναι στενά δεμένο με τις τύχες και την ιστορική πορεία όχι μόνο του Βυζαντίου, αλλά και των άλλων χριστιανικών κρατών και λαών της ανατολικής Ευρώπης και της Εγγύς Ανατολής.

Αλλά ακόμη σπουδαιότερος είναι ο ιστορικός ρόλος που διαδραμάτισε το οικουμενικό πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας, μολονότι, μετά τη κατάλυση του Βυζαντίου, όχι μόνο έχασε την ήθικη και υλική συμπαράσταση της πολιτείας, αλλά έπρεπε να επιβιώσει και να επιτελέσει το έργο του μέσα σε εξαιρετικά δυσμενείς πνευματικές και υλικές συνθήκες, πάντοτε κάτω από το φιλύποπτο βλέμμα ενός αλλόθρησκου και πολιτιστικά κατώτερου δυνάστη.
Από την άλλη πλευρά, η πολιτική ενότητα που επέβαλε η τουρκική κατάκτηση στην κατακερματισμένη σε κρατίδια Ανατολή, η ομοιογένεια των συνθηκών και προπαντός η αναγνώριση του οικουμενικού πατριάρχη από την οθωμανική πολιτεία ως μοναδικού ηγέτη και εκπροσώπου των ορθόδοξων χριστιανών ραγιάδων αντιστάθμισε ως ένα σημείο τις ηθικές και υλικές απώλειες και επέτρεψε στο πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως να αναδειχθεί ως το πρώτο και κύριο πνευματικό και διοικητικό κέντρο των υπόδουλων λαών της ορθόδοξης Ανατολής.
Κατά τους δύο πρώτους αιώνες της τουρκοκρατίας το πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και γενικότερα η Εκκλησία ήταν ο κύριος πνευματικός χειραγωγός και το μόνο νομικά συντεταγμένο σώμα του ελληνορθόδοξου κόσμου. Η ηγετική αυτή θέση του πατριαρχείου και το εκκλησιαστικό γενικά καθεστώς που επικράτησε σε όλη τη διάρκεια της τουρκοκρατίας θεμελιώθηκε σχεδόν αμέσως μετά την Άλωση, όταν ο σουλτάνος Μωάμεθ Β΄ ο Πορθητής αποφάσισε να ανασυστήσει το οικουμενικό πατριαρχείο, να αναγνωρίσει σε αυτό τα λεγόμενα προνόμια και να επιλέξει ως πατριάρχη τον Γεννάδιο Σχολάριο.
Με την αναγνώριση των ορθόδοξων ραγιάδων ως ιδιαίτερης ημιαυτοδιοικούμενης κοινότητας με ηγέτη και υπεύθυνο απέναντι στην Πύλη τον οικουμενικό πατριάρχη, η Εκκλησία εντασσόταν μέσα στον διοικητικό μηχανισμό της οθωμανικής αυτοκρατορίας, ενώ ο πατριάρχης αποκτούσε μια νέα ιδιότητα, άγνωστη ως τότε, την ιδιότητα του κοσμικού άρχοντα. Το γεγονός αυτό βέβαια επέτρεπε στην Εκκλησία να επιβιώσει και να επιτελέσει το έργο της, της επέβαλε όμως και βαρύτατες υποχρεώσεις απέναντι στην οθωμανική εξουσία, οικονομικές αλλά και πολιτικές. Και ξέρουμε ότι ο ρόλος αυτός του μεσάζοντα και του εγγυητή, που ανέλαβαν οι πατριάρχες, αποδείχθηκε κατά την μακραίωνη περίοδο της δουλείας επικίνδυνος και όχι σπάνια τραγικός.
Διοίκηση του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως
Τρία ήταν τα κύρια διοικητικά όργανα του πατριαρχείου κατά την διάρκεια της τουρκοκρατίας, όπως άλλωστε και κατά την προηγούμενη περίοδο, ο πατριάρχης, η σύνοδος και οι οφφικιάλιοι ή αξιωματούχοι της πατριαρχικής αυλής. Παρασκηνιακά, ωστόσο, τους επίσημους αυτούς φορείς επηρέαζαν σημαντικά άλλοι παράγοντες κοσμικοί: κατά κύριο λόγο βέβαια οι τουρκικές αρχές, σε μικρότερο βαθμό και για περιορισμένη περίοδο οι πρέσβεις ξένων δυνάμεων στην Κωνσταντινούπολη, διαμαρτυρόμενοι και καθολικοί, επίσης οι ηγεμόνες των παραδουνάβιων ηγεμονιών, κυρίως όμως οι λεγόμενοι «άρχοντες του ημετέρου γένους», δηλαδή οι οικονομικά και κοινωνικά ισχυροί Έλληνες της Κωνσταντινούπολης, που αποτέλεσαν αργότερα την πανίσχυρη τάξη των Φαναριωτών.
Ο κύριος φορέας της εκκλησιαστικής εξουσίας, ο πατριάρχης συγκέντρωσε μεγάλη πνευματική και διοικητική δύναμη στα χέρια του κατά την περίοδο αυτή. Η εξουσία του βέβαια περιοριζόταν από την «Ενδημούσα Σύνοδο», που την συγκροτούσαν οι μητροπολίτες εκείνοι που τυχαία παρεπιδημούσαν στην Κωνσταντινούπολη. Αλλά οι επαρχιακοί αυτοί αρχιερείς σπάνια είχαν το σθένος να συγκαλέσουν την σύνοδο με δική τους πρωτοβουλία. Εξάλλου, η πατριαρχική σφραγίδα, την οποία μόνη αναγνώριζε η Υψυλή Πύλη, βρισκόταν στα χέρια του πατριάρχη. Πραγματική δύναμη είχε η «Ενδημούσα Σύνοδος» μόνο κατά τις πςριόδους χηρείας του πατριαρχικού θρόνου και κυρίως όταν συνερχόταν για να εκλέξει νέο πατριάρχη. Στις εκλογικές αυτές συνόδους λάμβαναν μέρος και οι «εντιμότατοι άρχοντες του ημετέρου γένους», αργότερα και εκπρόσωποι των επαγγελματικών συντεχνιών της Κωνσταντινούπολης. Συμμετείχαν επίσης και οι πατριάρχες των άλλων τριών ορθοδόξων πατριαρχείων, αν τύχαινε να βρίσκονται στην Κωνσταντινούπολη.
Σημαντικό ρόλο στη διοίκηση του πατριαρχείου διαδραμάτισαν και οι οφφικιάλιοι της «Μεγάλης Εκκλησίας», δηλαδή της πατριαρχικής αυλής. Κλιμακωμένοι ιεραρχικά σε εννέα πεντάδες ήδη από την βυζαντινή εποχή, οι πατριαρχικοί αυτοί αξιωματούχοι πλαισίωναν και βοηθούσαν τον πατριάρχη στα πνευματικά, λειτουργικά και διοικητικά του καθήκοντα, και ήταν επίσης μέλη του πατριαρχικού δικαστηρίου. Η αμοιβή τους για τις υπηρεσίες που προσέφεραν ήταν κυρίως τα «τυχερά» και η νομή των εισοδημάτων κάποιας πατριαρχικής εξαρχίας που τους παραχωρούσε ο πατριάρχης.
Η δύναμη των πατριαρχικών αυτών αξιωματούχων, ιδίως της πρώτης ιεραρχικά πεντάδας, που ήταν ένα είδος γραφειοκρατών της εποχής, ήταν πολύ μεγάλη κατά τον πρώτο αιώνα της τουρκοκρατίας. Χωρισμένοι συχνά σε φατρίες ανέβαζαν και κατέβαζαν πατριάρχες, εκβίαζαν και αυθαιρετούσαν. Από τα μέσα του 16ου αιώνα η δύναμή τους περιορίζεται.
Το ηθικό και πνευματικό κύρος του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως ως κορυφαίου ιεράρχη της ορθόδοξης εκκλησίας, όχ μόνο διατηρήθηκε και μετά την Άλωση, αλλά ενισχύθηκε κυρίως έναντι των σλαβικών εκκλησιών και των άλλων τριών πατριαρχείων της Ανατολής. Η καθαυτό όμως διοικητική του δικαιοδοσία περιοριζόταν στη Μικρά Ασία και την χερσόνησο του Αίμου. Στη Μικρά Ασία, ωστόσο, οι πολυάριθμες άλλοτε μητροπόλεις και επισκοπές είχαν μειωθεί πολύ αριθμητικά, εξαιτίας των ομαδικών εξισλαμισμών των κατοίκων, ενώ στη χρεσόνησο του Αίμου διατηρήθηκαν ως αυτοκέφαλες, ως το 1767, οι αρχιεπισκοπές Αχρίδος και Ιπεκίου. Αυτοκέφαλη επίσης ήταν και η Εκκλησία της Κύπρου. Στη δικαιοδοσία του πατριαρχείου υπαγόταν και οι ορθόδοξοι χριστιανοί των βενετοκρατούμενων ελληνικών περιοχών, των ελληνικών παροικιών το εξωτερικού, καθώς επίσης και οι ορθόδοξες κοινότητες της δυτικής Ρωσίας (Ουκρανοί και Ρουθηνοί).
Όπως και κατά την μακραίωνη βυζαντινή περίοδο, έτσι και τώρα η βασική μονάδα της διοικητικής δομής του πατριαρχείου ήταν η μητρόπολη. Πολλές μητροπόλεις είχαν «υποκείμενες» επισκοπές, με ιδιαίτερο βέβαια αρχιερέα, τον επίσκοπο, που εξαρτιόταν από τον οικείο μητροπολίτη. Μερικοί επίσκοποι ωστόσο κατόρθωναν να χειραφετηθούν από την κηδεμονία του μητροπολίτη και να υπαχθούν κατευθείαν στον πατριάρχη. Αυτοί ονομάστηκαν αρχιεπίσκοποι. Υπήρχαν επίσης μέσα σε διάφορες μητροπόλεις μικρές περιφέρειες, νησιά ή ομάδες τριών, πέντε ή οκτώ χωριών που υπάγονταν εκκλησιαστικά κατευθείαν στον πατριάρχη. Αυτά αποτελούσαν τις λεγόμενες πατριαρχικές εξαρχίες.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους