Το παιδομάζωμα στην Οθωμανική αυτοκρατορία προέκυψε από το ενδιαφέρον της οθωμανικής δυναστείας για την εξασφάλιση ισχυρής και πιστής στρατιωτικής δύναμης ικανής να υποστηρίξει την κεντρική εξουσία εναντίον των αποκεντρωτικών και απείθαρχων τάσεων που βαθμιαία άρχισαν να εκδηλώνονται μεταξύ των μωαμεθανών υπηκόων της.

Το παιδομάζωμα, η περιοδική στρατολογία και ο εξισλαμισμός χριστιανόπαιδων, πιθανότατα καθιερώθηκε τον 14ο αιώνα επί Μουράτ Α΄. Από τα χριστιανόπαιδα αυτά επανδρώνονταν συστηματικά και αποκλειστικά πια ο πεζικός στρατός και ειδικότερα το νεοσύστατο σώμα των γενιτσάρων. Γεγονός όμως εξαιρετικά μεγάλης σημασίας είναι ότι από τις ίδιες τις τάξεις των στρατολογουμένων δούλων της Πύλης καλύπτονταν ολοένα και περισσότερες θέσεις της διοικητικής υπαλληλικής ιεραρχίας.
Η οριστική θεσμοποίηση του παιδομαζώματος, από το α΄ μισό του 15ου αιώνα, μολονότι στην ουσία αντέβαινε προς τις αρχές του ιερού νόμου, αφού δεν επρόκειτο για την αξιοποίηση αιχμαλώτων πολέμου, δικαιολογήθηκε, αρχικά με τη θεωρητική διατήρηση της κατάστασης πολέμου και μετά την οριστική κατάκτηση, και κατά συνέπεια και της ισχύος του σουλτανικού δικαιώματος απόκτησης αιχμαλώτων από τους κόλπους των αλλοθρήσκων.
Αντίθετα με τους εξισλαμισμούς, το παιδομάζωμα δεν επέβλεπε σε προσηλιτιστικούς σκοπούς, αλλά εξυπηρετούσε την ανάγκη υποστήριξης της δυναστείας με αξιόμαχες πειθαρχημένες στρατιωτικές δυνάμεις. Το γεγονός αυτό και η παράλληλη εισδοχή και τελικά καθολική επικράτηση των δούλων της Πύλης στη διοικητική ιεραρχία -που υπαγορεύθηκε από λόγους ανάλογης σκοπιμότητας- συνέτειναν ώστε κατά την περίοδο αυτή να παρατηρηθεί το παράδοξο και ιδιότυπο φαινόμενο της αποκλειστικής σχεδόν χρησιμοποίησης εξωμοτών «δούλων» τόσο στον τακτικό στρατό όσο και στη διοίκηση, και του αποκλεισμού των ελεύθερων μωαμεθανών υπηκόων από την ηγεσία του οθωμανικού κράτους.
Τα νεοστρατολογημένα χριστιανόπαιδα στέλνονταν τμηματικά με υπεύθυνους συνοδούς στην Κωνσταντινούπολη, όπου μετά από ανάπαυση ολίγων ημερών υποβάλλονταν σε επιθεώρηση, για να διαπιστωθεί αν το παιδομάζωμα είχε γίνει σύμφωνα με τους υφιστάμενους κανονισμούς. Μετά την διαδικασία αυτή οι νέοι εξαναγκάζονταν να ασπασθούν τον ισλαμισμό και υποβάλλονταν σε περιτομή, οπότε ανήκαν πια στους δούλους της Πύλης.
Τα εξισλαμισμένα χριστιανόπαιδα που στρατολογούνταν στην ηλικία των 15-20 ετών και προορίζονταν για στρατιωτική υπηρεσία ονομάζονταν ατζέμ ογλάν και στέλνονταν αρχικά να εργασθούν σε τιμαριούχους της Μικράς Ασίας. Αυτοί αναλάμβαναν την ευθύνη για τη ζωή τους, κατέβαλαν στους συνοδούς ένα συμβολικό ποσό για κάθε νέο που παρελάμβαναν, και τους χρησιμοποιούσαν σαν δούλους, υποβάλλοντας τους σε κοπιαστικές εργασίες.
Οι ατζέμ ογλάν έμεναν στα τιμάρια όσο καιρό θεωρείτο αναγκαίο από τον Τούρκο αξιωματούχο για την προσαρμογή τους, τη μύηση στη νέα θρησκεία, στα ήθη και τα έθιμα των κυρίων τους και για την εκμάθηση της τουρκικής γλώσσας. Όσοι κρίνονταν άξιοι μεταφέρονταν στην Κωνσταντινούπολη όπου ανάλογα με τις ικανότητες και τις επιδόσεις τους κατατάσσονταν σε διάφορα ειδικά αυτοκρατορικά σώματα «δούλων» που έδρευαν κυρίως στην πρωτεύουσα. Οι περισσότεροι όμως κατέληγαν στο σώμα των γενίτσαρων.
Από το μεγάλο πλήθος των δούλων της Πύλης, τα χριστιανόπαιδα που στρατολογούνταν σε πολύ μικρή ηλικία, 6-10 ετών, και των οποίων η αφοσίωση ήταν πιο εύκολη, προορίζονταν για την «εσωτερική» αποκλειστική υπηρεσία του σουλτανικού ανακτόρου, γίνονταν δηλαδή ιτς ογλάν. Διαλέγονταν υγιή, ρωμαλέα και κυρίως ευφυή παιδιά, τα οποία στέλνονταν για ειδική εκπαίδευση είτε στα μεγάλα σουλτανικά ανάκτορα της Προύσας και της Αδριανούπολης ή σε ειδικές ανακτορικές σχολές της Κωνσταντινούπολης.
Κατά την εκπαίδευσή τους, που διαρκούσε περίπου 14 χρόνια, παρακολουθούσαν ποικίλα μαθήματα σε τρία στάδια. Διδάσκονταν την τουρκική, την αραβική και την περσική γλώσσα και παράλληλα μάθαιναν καλές τέχνες, γράμματα και μουσική, καθώς και τρόπους συμπεριφοράς, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του αυλικού πρωτοκόλλου. Γυμνάζονταν επίσης στο τόξο, στη χρήση των πυροβόλων όπλων, στο ακόντιο και στην ιππασία. Γενικά η διαπαιδαγώγησή τους ήταν ανάλογη με των «ακολούθων» της φεουδαρχικής Δύσης. Η μόρφωσή τους ολοκληρωνόταν με την εντατική μελέτη του Κορανίου και του ιερού νόμου.
Τελικά, ύστερα από πολυετή μαθητεία και σκληρές δοκιμασίες, οι ικανότεροι γίνονταν δεκτοί στο άμεσο περιβάλλον του σουλτάνου, όπου είχαν την ευκαιρία να συναναστρέφονται τους ισχυρούς της αυλής και μυούνται προοδευτικά στα μυστικά της διοικητικής και της στρατιωτικής ηγεσίας, στις βαθμίδες της οποίας έμελλε κάποια μέρα να ανέλθουν.
Η προοπτική μιας τέτοιας λαμπρής καριέρας δεν άργησε να δελεάσει ακόμη και τους ίδιους τους ελεύθερους μωαμεθανούς υπηκόους της αυτοκρατορίας, βλέποντας τα παιδιά τους να αποκλείονται από τις ηγετικές τάξεις έφθαναν πολλές φορές να παρουσιάσουν τα παιδιά τους σαν χριστιανόπουλα για να επιτύχουν τη στρατολόγησή τους. Για τους χριστιανικούς πληθυσμούς, όμως, το παιδομάζωμα αποτελούσε βαρύτατο πλήγμα, πηγή διαρκούς αιμορραγίας και δυστυχίας. Αποτελούν εξαιρέσεις οι ελάχιστες περιπτώσεις γονέων, που εξουθενωμένοι από τις καταπιέσεις και την αθλιότητα παρέδιδαν αγόγγυστα τα παιδιά τους στις στρατολογικές αρχές, ελπίζοντας πως έτσι θα τους εξασφάλιζαν μια καλύτερη ζωή.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους