Ο βοντιανόι

Ο βοντιανόι ήταν πιθανότατα το πιο κακόβουλο από όλα τα πνεύματα της ρωσικής μυθολογίας, καθώς ο κύριος σκοπός του ήταν να πνίγει ανθρώπους και ζώα. Αναμφίβολα τα παραμύθια γι΄αυτόν επιτελούσαν μια χρήσιμη προειδοποιητική λειτουργία. Δεν διέτρεχαν τον κίνδυνο πνιγμού μόνο οι ψαράδες, των οποίων τα μέσα προς το ζην τους ξάνοιγαν στο νερό. Οι κυνηγοί που κυνηγούσαν τα θηράματά τους στο δάσος ίσως κατέληγαν στη αγκαλιά του μπολότνικ, πνεύματος του βάλτου, στενού συγγενούς του βοντιανόι.

Ο βοντιανόι
Νερόμυλος στο Ντόνετς

Την άνοιξη, αφού είχαν λιώσει οι πάγοι και τα χιόνια, άρχιζαν να πέφτουν θυελλώδεις νεροποντές. Το νερό γινόταν μια διαίτερα ιδιότροπη δύναμη με ξαφνικές πλημμύρες και απρόσμενα ψυχρά ρεύματα κατά τις απατηλά ζεστές μέρες. Ήταν η εποχή του χρόνου που ο βοντιανόι, ο οποίος ησύχαζε κάτω από τους πάγους από τα Θεοφάνεια μέχρι το Πάσχα (ή μέχρι την 1η Απριλίου), ξυπνούσε πεινασμένος και θυμωμένος.

Γι΄ αυτό το κολύμπι έπρεπε να αποφεύγεται πριν την εβδομάδα της Αγίας Τριάδας. Επίσης αποφεύγονταν ορισμένα είδη υδάτων, όπως τα ορμητικά νερά που κινούσαν τους μύλους, όπου μικροί υδρόβιοι διαβολάκοι (βοντιάνιε τσέρτι) έπαιζαν μέσα στις στάλες που πετάγονταν από τον τροχό του μύλου. Στις ρουφήχτρες και στα πολύ βαθιά νερά των ποταμών και των λιμνών ελλόχευαν οι ομούτνικι. Κάποιος θα μπορούσε να κινδυνέψει να πνιγεί με το να μπερδευτεί στην ψαρίσια ουρά του βοντιανόι, αν κολυμπούσε τις ακατάλληλες ώρες, δηλαδή το μεσημέρι, μετά το ηλιοβασίλεμα και τα μεσάνυχτα, αν ξεχνούσε να κάνει το σταυρό του και ακόμα χειρότερα, αν έβγαζε το σταυρό από το λαιμό του πριν βουτήξει στο νερό.

Ο βοντιανόι ζούσε με τη γυναίκα του, τη βοντιανίχα, και τα παιδιά του, στο βυθό του ποταμού ή της λίμνης. Εκεί φύλαγε τα κοπάδια του, που τα έβγαζε τη νύχτα για βοσκή στα λιβάδια κοντά στις όχθες του ποταμού. Τέτοιες ώρες ο βοντιανόι έβγαινε στην ξηρά και αποτελούσε κίνδυνο για όποιον περνούσε από τα μονοπάτια δίπλα στο ποτάμι. Έμενε ακόμα και στα σπίτια των χωρικών. Όπου κι αν πήγαινε, άφηνε πίσω του υγρές πατημασιές.

Ως προς την εμφάνιση ο βοντιανόι έμοιαζε με έναν αποκρουσικό γέροντα με τριχωτό σώμα και μακριά αχτένιστα μαλλιά και γένια. Συχνά λεγόταν ότι ήταν μαύρος σαν τους διαβόλους στις ρωσικές αγιογραφίες ή ότι και το τρίχωμα του ήταν μαύρο. Άλλες σωματικές λεπτομέρειες του, επίσης, φανέρωναν την επίδραση του υδάτινου περιβάλλοντος στο οποίο ζούσε. Έτσι τα μαλλιά του ήταν πράσινα, και είχε νηκτικές μεμβράνες στα πόδια, ψαρίσια ουρά και λέπια.

Λεκτικές περιγραφές του βοντιανόι αποκάλυπταν τη σχέση με όσους είχαν πεθάνει από πνιγμό, οι οποίοι γίνονταν η «οικογένεια» ή «υπήκοοι» του. Όπως τα σώματα τους έτσι και το δικό του ήταν πρησμένο, στιγματισμένο και μελανιασμένο, και έσταζε λάσπη και φύκια καθώς αναδυόταν στην επιφάνεια. Μεταμορφωνόταν σε ζώο, πουλί ή ψάρι και σε άψυχα αντικείμενα, τα οποία έβγαιναν από ένα φαινομενικά άκακο κούστουρο που επέπλεε στο νερό, και τρόμαζαν τον ανυποψίαστο λουόμενο. Αν και έμοιαζε με χαρωπό πλάσμα, γελαστό και ικανό να φέρει στους ψαράδες καλή ψαριά, στη πραγματικότητα τα τεχνάσματά του έκρυβαν την ποικιλότροπη φύση του.

Τα μέτρα που έπαιρναν για να τον εξευμενίσουν ήταν ακραία και τρομακτικά. Πέρα από τις προσφορές σε καπνό και βότκα, του έκαναν τακτικά θυσίες ζώων. Οι ψαράδες του πρόσφεραν μέρος της πρώτης ψαριάς της περιόδου. Κότες, κατσίκες και άλογα, τα οποία ο βοντιανόι αγαπούσε ιδιαίτερα, χρησιμοποιούνταν ως προσφορές. Οι ιδιοκτήτες των νερόμυλων, όπωςκ αι οι ψαράδες, έπρεπε να τα έχουν καλά με τους διαβόλους των υδάτων. Εκείνοι, είτε επειδή θίγονταν, είτε επειδή μεθοκοπούσαν στα δαιμονικά γαμήλια γλέντια τους, προκαλούσαν πλημμύρες που έσπαζαν τα φράγματα, διέλυαν τους μύλους, άνοιγαν τους υδατοφράκτες ή κατέστρεφαν τους τροχούς των μύλων.

Τα πράγματα ήταν ακόμα χειρότερα στο χτίσιμο των μύλων που απαιτούσε ιδιαίτερες προφυλάξεις ώστε να αποφευχθεί η απώλεια ανθρώπινης ζωής. Οι μυλωνάδες, λοιπόν, φρόντιζαν να παίρνουν την άδεια του βοντιανόι, είτε άμεσα είτε με τη μεσολάβηση ενός μάγου, όταν επρόκειτο να χτίσουν έναν μύλο. Φρόντιζαν να τον ευχαριστούν πετώντας του στο ποτάμι το κρανίο ενός αλόγου ή θυσιάζοντας του ένα μαύρο γουρούνι.