Το πιο μνημειώδες ίσως και ευρύτερα εκτιμώμενο επίτευγμα της βυζαντινής μεγαλοφυΐας υπήρξε η αναδιοργάνωση και κωδικοποίηση του ρωμαϊκού δικαίου, που παρουσιάζει αναμφισβήτητο και άμεσο ενδιαφέρον ακόμη και σήμερα. Πραγματικά, το ρωμαϊκό δίκαιο, όπως κωδικοποιήθηκε από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό Α΄ στο Corpus Iuris Civilis (πλήρης συλλογή του Αστικού Δικαίου), η ιουστινιάνεια νομοθεσία, παραμένει η βάση των νομικών συστημάτων της Ελλάδας, του μεγαλύτερου μέρους της ηπειρωτικής Ευρώπης, της Σκωτίας, τμημάτων της Αφρικής, της Λατινικής Αμερικής, της καναδικής επαρχίας του Quebec και της κυρίαρχης πολιτείας της Λουιζιάνας των ΗΠΑ.

Ιουστινιάνειος Κώδιξ (codex iustinianus)
Στις 13 Φεβρουαρίου 528, λίγους μόνο μήνες μετά την άνοδό του στο θρόνο ο Ιουστινιανός συγκρότησε μια επιτροπή από δέκα νομομαθείς, στην οποία περιέλαβε τον Τριβωνιανό και τον Θεόφιλο, καθηγητή της νομικής στην Κωνσταντινούπολη, για να προβούν σε μια νέα έκδοση των αυτοκρατορικών «διατάξεων», (δηλαδή των νόμων, διαταγμάτων, αντιγραφών, αποφάσεων κλπ που είχαν εκδώσει οι αυτοκράτορες) από τους τρεις προϋπάρχοντες «κώδικες» και από τους νόμους που είχαν θεσπιστεί μετά το 438, έτος της τελευταίας συλλογής νομοθετικού υλικού. Αποτέλεσμα όλης αυτής της προσπάθειας ήταν ο ιουστινιάνειος «Κώδιξ».
Η τρίτη και σπουδαιότερη συλλογή αυτοκρατορικών νόμων, από την οποία άντλησαν οι νομικοί του Ιουστινιανού, ήταν ο λεγόμενος «Θεοδοσιανός κώδιξ» (codex Theodosianus), τον οποίο είχε αρχίσει μια δεκαεξαμελής επιτροπή τον Δεκέμβριο του 435, και δημοσίευσε ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος Β΄ στις 15 Φεβρουαρίου 438 και έθεσε σε εφαρμογή τον Ιανουάριο του 439. Αντίθετα προς τους άλλους δύο κώδικες, στους οποίους είχε δοθεί ανεπίσημος χαρακτήρας ο Θεοδοσιανός είχε ισχύ νόμου και οι συμπιλητές του είχαν εξουσιοδοτηθεί από τον αυτοκράτορα να συντμήσουν, να συμπληρώσουν ή να αναθεωρήσουν το κείμενο των κειμένων διατάξεων, αν και δεν είναι σαφές αν στην εντολή που έλαβαν «να απομακρύνουν κάθε αμφιβολία και να επανορθώσουν τυχόν ασυνέπειες» συμπεριλαμβανόταν και το δικαίωμα να παραλείψουν τους απαρχαιωμένους νόμους. Ο «Κώδιξ» αυτός, που συντάχθηκε σχεδόν εξ ολοκλήρου στην λατινική, ίσχυσε στην Ανατολή ως το 529, οπότε ο Ιουστινιανός δημοσίευσε το δικό του κώδικα, ενώ στη Δύση μετά την ανάκτηση της Ιταλίας από τους Βυζαντινούς το 554, οπότε και αντικαταστάθηκε από τον ιουστινιάνειο «Κώδικα».
Ο Ιουστινιανός επιθυμώντας να κωδικοποιήσει το υπάρχον τότε δίκαιο, έδωσε εντολή στο επιτελείο να παραλείψει τυχόν επαναλήψεις, αντιφάσεις και απαρχαιωμένες διατάξεις, να αναδιατυπώσει, να συντμήσει ή να αναπτύξει τους νόμους που θα αντέγραφε, ώστε να τους προσαρμόσει στην πράξη της εποχής. Σε χρόνο λίγο μεγαλύτερο του ενός έτους, η εργασία ολοκληρώθηκε. Ο ιουστινιάνειος «κώδιξ» δημοσιεύθηκε στις 7 Απριλίου 529 και από τις 16 Απριλίου απέκτησε νομική ισχύ. Λίγο αργότερα ο Ιουστινανός αντιλήφθηκε την ανάγκη έκδοσης ενός συμπληρώματος με τον τίτλο «Πεντήκοντα Απαντήσεις ή Αποφάσεις», το οποίο δεν επέζησε, αλλά προφανώς περιελάμβανε νομικές διατάξεις που είχαν εκδοθεί μεταξύ 1ης Αυγούστου και 17ης Νοεμβρίου 530. Μια αναθεώρηση του ιουστινιάνειου κώδικα δημοσιεύθηκε στις 16 Νομεβρίου 534 και έλαβε ισχύ νόμου στις 29 Δεκεμβρίου.
Ο ιουστινιάνειος Κώδιξ αποτελείτο από 12 βιβλία διαιρεμένα σε «τίτλους» (κεφάλαια), κάτω από τους οποίους συγκεντρώθηκαν οι διάφορες διατάξεις, υπό τα ονόματα εκείνων στους οποίους απευθύνονταν και του αυτοκράτορα ο οποίος τις εξέδωσε, με χρονολογική σειρά, μαζί με την ημερομηνία της δημοσίευσής τους και με αναφορά των υπάτων και του τόπου εκδόσεώς τους, όταν τα στοιχεία αυτά ήταν γνωστά. Ο παλαιότερος από τους νόμους που συμπεριελήφθηκαν χρονολογείται επί Αδριανού (117-118) και ο νεώτερος είχε δημοσιευθεί στις 4 Νοεμβρίου 534.
Το πρώτο βιβλίο περιλαμβάνει το εκκλησιαστικό δίκαιο, στο οποίο ο Ιουστινανός, με το θερμό ενδιαφέρον του για τα θέματα αυτά, έδωσε την πρώτη θέση στον Κώδικα αντί της τελευταίας, την οποία κατέχει στον Θεοδοσιανό Κώδικα. Στα υπόλοιπα βιβλία, η σειρά των θεμάτων, τα οποία πραγματεύονται τα διάφορα βιβλία, ακολουθεί το πρότυπο του «διηνεκές έδικτον» (edictum perpetuum), όπως είχε αναθεωρηθεί και κωδικοποιηθεί από τον Σάλουιο Ιουλιανό με εντολή του αυτοκράτορα Αδριανού το 132.
«Πανδέκται» (Digesta)
Οι Πανδέκται (η ονομασία τους οφείλεται στον γενικό χαρακτήρα τους) είναι μια συλλογή ανθολογημένων αποσπασμάτων από τα έργα των νομικών και διαφέρουν σε περιεχόμενο από τον Κώδικα. Δημοσιεύθηκαν επίσημα στις 30 Δελεμβρίου 533, συντάχθηκαν από μια ομάδα ειδικών με επικεφαλής τον Τριβωνιανό σε διάστημα τριών ετών.
Είναι ανθολόγηση προσιτών πηγών και με αυτές ως βάση ο Τριβωνιανός με το επιτελείο του συνέταξε έναν τόμο ο οποίος αποτελούνταν από 50 βιβλία, καθένα από αυτά, εκτός από τα βιβλία, 30, 31, 32, διαιρέθηκαν σε τίτλους, οι οποίοι περιέλαβαν ποικίλο αριθμό αποσπασμάτων. Το επιτελείο του Τριβωνιανού δεν έδειξε ιδιαίτερη προτίμηση για ένα συγγραφέα ή ομάδα συγγραφέων, αλλά επέλεξε κανόνες που έκρινε άριστους.
Κατά την ανθολόγηση των κειμένων, η επιτροπή προέβη σε συντμήσεις, διορθώσεις και αναθεωρήσεις, όπου το έκρινε αναγκαίο, ώστε να απαληφθεί ό,τι ήταν απαρχαιωμένο, επαναληπτικό, πλεοναστικό ή αντιφατικό. Όλες αυτές οι τροποποιήσεις είναι σήμερα γνωστές ως «επεμβάσεις» και είχαν ως συνέπεια πολλά κείμενα να αναδιατυπωθούν τόσο ριζικά, ώστε να μην μοιάζουν παρά ελάχιστα ή και καθόλου με τα πρωτότυπα από τα οποία προήλθαν.
«Εισηγήσεις» (instituta)
Συνειδητοποώντας ότι ο Κώδιξ και οι Πανδέκτες δεν ήταν εύκολο να αφομοιωθούν από τους νέους σπουδαστές, ο Ιουστινιανός διέταξε τον Τριβωνιανό και δύο καθηγητές, τον Θεόφιλο της Κωνσταντινούπολης και τον Δωρόθεο της Βηρυτού, να συντάξουν ένα εγχειρίδιο, το οποίο θα συνόψιζε τους κυριότερους νομικούς θεσμούς της αυτοκρατορίας, αλλά συγχρόνως θα είχε και καθαυτό ισχύ νόμου.
Το έργο αυτό ονομάστηκε «Εισηγήσεις» του Ιουστινιανού, ολοκληρώθηκε στις 21 Νοεμβρίου 533 και τέθηκε σε ισχύ μαζί με τους Πανδέκτες στις 30 Δεκεμβρίου. Έλαβε τη μορφή προγενέστερων εγχειριδίων παρόμοιας φύσεως, ιδίως του Γαΐου, από το οποίο υιοθέτησε τη διαίρεση σε τέσσερα βιβλία και τη διάταξη των θεμάτων κατά «πρόσωπα, πράγματα και πράξεις». Μεγάλο μέρος των εισηγήσεων επαναλαμβάνει τον Γάιο, αν και ο τεελυταίος δεν είχε υποδιαιρέσει το βιβλίο του σε τίτλους. Στο σύνολο έχει δοθεί μορφή διαλέξεων του Ιουστινιανού και αποτέλεσε το βασικό εγχειρίδιο των σπουδαστών.
«Νεαραί» (Novellae)
Η νομοθεσία που εκδόθηκε μετά την δημοσίευση του Κώδικα έλαβε τη μορφή «νεαρών (νέων) διατάξεων» εξ ης και το όνομά της. Ο ίδιος ο Ιουστινιανός δεν προέβη ποτέ στην έκδοση επίσημης συλλογής των νέων αυτών νομοθετημέτων, σώζεται όμως μία, η οποία περιλαμβάνει 168 Νεαρές και χρονολογείται πιθανότατα επί Τιβερίου Β΄ (578-582), επειδή περιέχει τρεις δικές του διατάξεις και τέσσερις του Ιουστίνου Β΄(565-578). Οι Νεαρές 1-120 καταγράφονται ως επί το πλείστον με χρονολογική σειρά, αλλά οι επόμενες δεν ακολουθούν κανένα μεθοδικό σχήμα.
Οι Νεαρές παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον επειδή όλες, εκτός από εκείνες τις οποίες απηύθυνε ο Ιουστινιανός στις δυτικές επαρχίες, είχαν γραφτεί στην ελληνική και όχι στην λατινική και έτσι αποκαλύπτουν σε ποιο βαθμό είχε εξελληνιστεί η βυζαντινή αυτοκρατορία κατά τον 6ο αιώνα. Πολλές από τις Νεαρές προδίδουν την επιθυμία του να προσαρμόσει το δίκαιο στις χριστιανικές αρχές, επιθυμία που διαγράφεται σε όλη τη νομοθεσία του, όχι μόνο στα χωρία που αναφέρονται ειδικά στην χριστιανική Εκκλησία.
Με πληροφορίες: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους