Διόνυσος

Ο Διόνυσος ήταν μεγάλος θεός του ελληνικού πάνθεου, που κάτω από το όνομά του στεγάζει τρεις διαφορετικής προέλευσης λατρευτικές οντότητες: μια μορφή του Κάτω Κόσμου, που είναι γνωστή ως Ζαγρεύς, ένα προστάτη της γονιμότητας, ιδιαίτερα της αμπελοκαλλιέργειας και του κρασιού, και ένα εκπρόσωπο της εκστασιακής εκδήλωσης του θρησκευτικού αισθήματος.

Διόνυσος
Βάκχος του Μιχαήλ Άγγελου

Κατά την επικρατέστερη εκδοχή του μύθου, στην οποία αναφέρονται πρώτα οι ομηρικοί ίμνοι Εις Διόνυσον και η ευρυπίδεια τραγωδία Βάκχαι, ο θεός είναι καρπός του έρωτα του Δία με την Σεμέλη, μια χθόνια θεά, που μυθολογήθηκε κόρη του βασιλιά της Θήβας Κάδμου. Έτσι, όπως παραδίδεται, ύστερα από τον ξαφνικό θάνατο της εγκύου Σεμέλης, οφειλόμενο σε φθόνο της ζηλότυπης Ήρας, με πωτοβουλία του Δία, ο κυοφορούμενος Διόνυσος αποσπάσθηκε από τη νεκρή μητέρα του και μεταφυτεύτηκε στον μηρό του πατέρα του, όπου και συμπλήρωσε τον χρόνο κύησης ως την γέννησή του.

Σχετικά με την ανατροφή του, αναφέρεται ότι ο θεός παραδόθηκε από τον πατέρα του στον Ερμή, ο οποίος μετέφερε το βρέφος στη Νύσα, τόπο φανταστικό ή πραγματικό, αλλά γεωγραφικά απροσδιόριστο, και το εμπιστεύτηκε στις επιτόπιες νύμφες. Κατ’ άλλους ο Διόνυσος ανατράφηκε από την αδελφή της μητέρας του και σύζυγο του Ορχομένιου βασιλιά Αθάμαντα, την Ινώ, η οποία έντυσε το μικρό με γυναικεία ρούχα για να χάσει τα ίχνη του η Ήρα, που ήθελε να το εξοντώσει. Γι’ αυτό εκδικήθηκε η Ήρα βάζοντας μανία στο βασιλικό ζεύγος του Ορχομενού και στον ίδιο τον Διόνυσο, που έτσι περιπλανήθηκε από τόπο σε τόπο και, κατά την ευρυπίδεια εκδοχή, γνώρισε τις χώρες των Λυδών, των Φρυγών, των Περσών, των Μήδων, την Βακτριανή, την Αραβία και ολόκληρη την Ασία.

Στη Φρυγία, ο Διόνυσος περιπλανόμενος και μαινόμενος, θεραπεύτηκε από τη θεά Κυβέλη και μυήθηκε στις τελετές της, από τις οποίες αρκετές εισήγαγε στη δική του θρησκεία, και από εκεί πέρασε στη Θράκη, όπου ο πληθυσμός τον δέχτηκε πρόθυμα, αλλά ο βασιλιάς Λυκούργος τον πολέμησε, και όταν δεν μπόρεσε να τον συλλάβει, στράφηκε με μεγαλύτερη αγριότητα εναντίον των μαινάδων της ακολουθίας του, που και αυτές τελικά δεν μπόρεσε να τις εξοντώσει. Σχετικά αναφέρεται ότι εξαιτίας αυτών των πράξεων του Λουκούργου η χώρα του δοκιμάστηκε από μεγάλη ξηρασία και η βλάστηση εξαφανίστηκε από τη γη, ώσπου οι Θράκες ακολουθώντας κάποιον χρησμό, θανάτωσαν τον βασιλιά τους και έτσι πέτυχαν να κατευνάσουν τον οργισμένο Διόνυσο.

Αλλά και στην ίδια την γενέτειρά του τη Θήβα, ο Διόνυσος αντιμετώπισε μεγάλες δυσκολίες ώσπου να αναγνωριστεί από τη γενιά του η θεότητά του. Έτσι, επειδή οι αδελφές της μητέρας του δυσπιστούσαν στη θεία καταγωγή του και κακολογούσαν την αδικοχαμένη Σεμέλη, ο Διόνσυος τις έκανε όργανα της λατρείας του, προκαλώντας σε αυτές εκστασιακή μανία, που τις ώθησε να εξορμήσουν στην περιοχή του Κιθαιρώνα κα να προσηλυτίσουν τις γυναίκες της Βοιωτίας στα βακχικά όργια.

Όταν ο ξάδελφός του, βασιλιάς της Θήβας Πενθέας, τον έπιασε και τον φυλάκισε, ο Διόνυσος, προκαλώντας σεισμό, γκρέμισε τη φυλακή και ολόκληρο το ανάκτορο, παρέσυρε τον ίδιο τον Πενθέα ανάμεσα στον όμιλο των μαινόμενων γυναικών, οι οποίες τον κατασπάραξαν, νομίζοντας ότι σκοτώνουν κάποιο άγριο ζώο, και έβαλε την ίδια τη μητέρα του θύματος Πενθέα, την Αγαύη, να μπει ως κορυφαία των Μαινάδων θριαμβευτικά στη Θήβα κρατώντας στα χέρια της το κεφάλι του σφαγμένου γιου της σαν να επρόκειτο για τρόπαιο από κυνήγι. Παρόμοιες τοπικές παραδόσεις του Ορχομενού, του Άργους και άλλων περιοχών αναφέρονταν στο πως ο Διόνυσος εκδικήθηκε τις Μινυάδες, τις Προιτίδες και άλλα πρόσωπα που αντιστάθηκαν στη λατρεία του ή περιφρόνησαν τις ιεροτελεστίες του.

Στον έβδομο από τους ομηρικούς ύμνους, περιγράφεται λεπτομερειακά η περιπέτεια του Διονύσου κατά τη μεταφρορά του με πλοίο, οπότε εκδηλώθηκε πειρατεία από τους Τυρρηνούς ναυτικούς που τον έδεσαν, σκοπεύοντας να τον πουλήσουν ως δούλο. Τότε ο θεός, φανερώνοντας τη θεϊκή του φύση, έλυσε τα δεσμά του μεταμορφώθηκε σε λιοντάρι, έκανε το πλοίο να στεφανωθεί ολόκληρο με κισσό και κλήματα με σταφύλια, το πέλαγος να ευωδιάζει από μοσχάτο κρασί και τους πειρατές να πηδήσουν έντρομοι στην θάλασσα και να μεταμορφωθούν σε δελφίνια.

Στη Νάξο, όπου κατά μία εκδοχή, αποβιβάστηκε, βρήκε την εγκαταλελειμένη από τον Θησέα Αριάδνη, την νυμφεύτηκε και έτσι έκανε γιους τον Στάφυλο, τον Οινοπίωνα, που έγινε βασιλιάς της Χίου, τον Θόαντα που έγινε βασιλιάς της Λήμνου κ.α. Σύμφωνα με την μικρασιατική παράδοση ο Διόνυσος ενώθηκε με την Αφροδίτη, που έτσι γέννησε τον γονιμικό θεό Πρίαπο. Ακόμα αναφέρεται ότι Διόνυσος φιλοξενούμενος στην αιτωλική Καλυδώνα από τον βασιλιά της Οινέα, ενώθηκε με την γυναίκα του Αλθαία, και έτσι έγινε πατέρας της Δηιάνειρας, που παντρεύτηκε τον Ηρακλή.

Σύμφωνα με άλλες παραδόσεις, ο Διόνυσος κατέβηκε στον Άδη και έφερε από εκεί την μητέρα του, την οποία αποθέωσε και όρισε να λατρεύεται με το όνομα Θυώνη. Η κάθοδος στον Άδη έγινε από τη λίμνη της Λέρνας στην Αργολίδα, για την οποία οι περίοικοι πίστευαν ότι ήταν χωρίς πυθμένα και επομένως αποτελούσε τη γρηγορότερη κάθοδο τον Κάτω Κόσμο. Κατά τα Διονυσιακά του Νόννου, που είναι το εκτενέστερο έπος της ύστερης αρχαιότητας, στο ίδιο σημείο σκοτώθηκε σε μονομαχία με τον Περσέα. Οι Ορφικοί ελεγαν ότι ο Διόνυσος εχιε κατασπαραχθεί από τους Τιτάνες και ότι είχε ξαναγίνει νέος.

Ερμηνεία

Το όνομα του Διόνυσου σημαίνει το γιο του Δία. Η αμπελοκαλλιέργεια είναι παλαιότερη από τη λατρεία του Διονύσου, πράγμα που σημαίνει ότι υστερογενώς αποδόθηκε σε αυτόν τον θεό η αρμοδιότητα για τα όσα αναφέρονται στο κρασί, και ότι ο Διόνυσος ταυτίστηκε με ομοειδείς θεούς όπως ο λυδικός Βάκχος και ο φρυγικός Σαβάζιος, συγγένεψε με γονιμικούς δαίμονες, όπως ο Πρίαπος, οι Σάτυροι και οι Σιληνοί, και συνδέθηκε με ανάλογες μεγάλες λατρείες, όπως της Δήμητρας και της Κυβέλης, σχέση που υποδηλώθηκε στο μύθο με την θεραπεία της μανίας του Διόνυσου από τη φρυγική θεά.

Οι ποικίλες μυθοπλασίες γύρω από το πρόσωπο του Διόνυσου είναι κυρίως αιτιολογικές και ερμηνευτικές της λατρείας του. Έτσι, η μανία του θεού και των μαινάδων (Αγαύη, Ινώ, Μινυάδες, Προιτίδες), η μεταμφίεση και οι μεταμορφώσεις του ίδιου και των εχθρών του (Διόνυσος-λιοντάρι, πειρατές-δελφίνια), που βέβαια αντιστοιχούν στις μεταμφιέσεις των δρώμενων, ο διασπαραγμός (του Διόνυσου από τους Τιτάνες, του Πενθέα από τις Θηβαίες, του Λυκούργου από τους Θράκες) αιτιολογούν μυθικά την οργιαστική διονυσιακή λατρεία, ενώ η εις Άδου κατάβασις του θεού και η γενεαλόγησή του ως γιου της Περσεφόνης (Ζαγρεύς) απηχούν την χθόνια φύση του. Τέλος, με την κοριτσίστικη μεταμφίεση του παιδιού Διόνυσου σχετίζεται πιθανόν με τη διαρκή συναναστροφή του θεού με αποκλειστικά γυναικείους θιάσους βάκχων ή μαινάδων.

Η μυθολογούμενη εχθρότητα που συνάντησε η εξάπλωση της διονυσιακής λατρείας, ιδίως από τοπικούς ηγεμόνες, όπως ο Πενθέας και ο Λυκούργος, σημαίνει ότι πολλοί ανησυχούσαν για την τύχη της πατροπαράδοτης λατρείας αν επικρατούσε η εκστασιακή λατρεία του Διόνυσου. Αυτή η λατρεία βασιζόταν στον πηγαίο θρησκευτικό ενθουσιαμό και φαινόταν ασυμβίβαστη με την επίσημη λατρεία των Ολύμπιων θεών.

Το ιερατείο όμως του δελφικού μαντείου κατάλαβε ότι ήταν μια αυθόρμτη λατρεία, που άφηνε τον θρηκευτικό ενθουσιασμό να αναδυθεί και να κυριεύσει το άτομο. Το άτομο αυτό αισθανόταν γοητευμένο από το θρησκευτικό βίωμα, ενώ ο συνηθισμένος πιστός άνθρωπος συχνά αισθανόταν τον εαυτό του προσκολλημένο σε ένα αποστεωμένο κώδικα ηθικής, ο οποίος έπαυε να αποτελεί ζωντανή θρησκεία. Το δελφικό ιερατείο φαίνεται ότι προτίμησε έναν συγκερασμό του λεγόμενου «απολλώνιου» στοιχείου και του «διονυσιακού» ώστε να μην ατονίσει ούτε ο θρησκευτικός ενθουσιασμός ούτε η καθιερωμένη αφοσίωση στις πράξεις της ηθικής και της ευλάβειας που έκαναν τον άνθρωπο θεάρεστο.

Με πληροφορίες από: Παγκόσμια μυθολογία