Γαίες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας

Παρ΄ όλο που θεωρητικά όλη η γη ανήκε στο κράτος κατά την πρώτη περίοδο της τουρκοκρατίας οι γαίες διαιρούνταν ουσιαστικά σε τρεις κατηγορίες: α) στις δημόσιες γαίες, β) στις βακουφικές, που ανήκαν σε διάφορα θρησκευτικά ιδρύματα, γ) και στις ιδιωτικές γαίες.

Γαίες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας

Τις πρώτες που προέρχονταν από την κατάκτηση ή τη δήμευση περιουσιών, ο σουλτάνος είτε τις κρατούσε για τον εαυτό του, είτε τις διένειμε σε αξιωματούχους του κράτους και κυρίως, στους σπαχήδες (οθωμανικό ιππικό), ως αντάλλαγμα για τις στρατιωτικές τους υπηρεσίες. Τα βακουφικά κτήματα, που έφθασαν να καταλαμβάνουν το 1/3 της καλλιεργήσιμης γης προοριζόταν για τη συντήρηση τεμενών και φιλανθρωπικών ιδρυμάτων και οι υποχρεώσεις των καλλιεργητών τους ήταν ανάλογες με εκείνες των καλλιεργητών των τιμαρίων. Οι ιδιωτικές γαίες διακρίνονται σε άφθαρτες, δηλαδή περιορισμένης ιδιοκτησίας (και σε αυτήν την κατηγορία προστέθηκαν σταδιακά τα τσιφλίκια) και σε φθαρτές ή μούλκια, δηλαδή πλήρεις ιδιοκτησίες που μπορούσαν να ανήκουν είτε σε μουσουλμάνους είτε σε χριστιανούς.

Χριστιανοί μικροϊδιοκτήτες εξακολουθούσαν να υπάρχουν σε άγονες περιοχές, ορεινές ή νησιωτικές οι κάτοικοι των οποίων είχαν υποταχθεί με τη θέλησή τους. Αλλά κατά τους δύο πρώτους αιώνες της τουρκοκρατίας το μεγαλύτερο μέρος των χριστιανών αγροτών δεν ήταν ιδιοκτήτες αλλά ένοικοι, δουλοπάροικοι ή δούλοι που καλλιεργούσαν δημόσιες ή βακουφικές γαίες ή ακόμη ιδιωτικές γαίες μουσουλμάνων.

Οι «ελεύθεροι γεωργοί»

Ο «ελεύθερος γεωργός» ουσιαστικά δεν ήταν ελεύθερος, γιατί η γη που καλλιεργούσε ενέπιπτε είτε στην περιοχή των δημοσίων γαιών, είτε των βακουφικών, είτε ακόμη και των ιδιοτικών. Επομένως ο ελεύθερος γεωργός ήταν ραγιάς του δημοσίου ή των θρησκευτικών ιδρυμάτων ή του τιμαριούχου και τυπικά δεν ειχε δικαίωμα ιδιοκτησίας, αλλά μόνο γαιοχρησίας, η οποία μεταβιβαζόταν στους απογόνους του.

Ο «ελεύθερος γεωργός» είχε καθήκον να καλλλιεργεί κανονικά -για δύο χρόνια- τις γαίες για τις οποίες είχε δικαίωμα γαιοχρησίας και να πληρώνει τους καθορισμένους φόρους. Αν παραμελούσε να τις καλλιεργήσει μέσα στα προσδιοριμένα όρια έχανε το δικαίωμα του πάνω σε αυτές και ο τιμαριούχος ή το κράτος μπορούσε να τις διαθέσει σε άλλο γεωργό με tapu, με έγγραφο δηλαδή που θα δήλωνε την πράξη υποτέλειας και τον τίτλο γαιοκτησίας. Αυτό -ως ένα σημείο- ωφελούσε τον τιμαριούχο, γιατί ο νέος γεωργός έπρεπε να δώσει ένα ποσό σε αυτόν.

Ωστόσο, όταν δεν βρισκόταν γρήγορα αντικαταστάτης του γεωργού, τότε η γη έμενε ακαλλιέργητη και αυτό έβλαπτε και τον τιμαριούχο και το κράτος. Γι΄αυτό δεν ενθαρρύνονταν η αποχώρηση του γεωργού. Στην περίπτωση όμως που ένας γεωργός εγκατέλειπε το κτήμα του και κατέφευγε στην πόλη για να ακολουθήσει άλλο επάγγελμα ήταν υποχρεωμένος να πληρώσει στον τιμαριούχο βαρύ πρόστιμο, που ισοδυναμούσε με ένα χρυσό δουκάτο το χρόνο.

Ουσιαστικά ο «ελεύθερος γεωργός» ήταν δεμένος με το χωράφι του, με το κτήμα του, και δεν ήταν εύκολο να φύγει από τον τόπο του, γιατί οι μετακινήσεις των γεωργών από τόπο σε τόπο απαγορεύονταν. Η κεντρική εξουσία προσπαθούσε να περιορίσει όσο τον δυνατόν παρόμοιες μετακινήσεις, γιατί μείωναν τους πόρους ζωής των σπαχήδων και επομένως κατέτριβαν τις βάσεις του τιμαριωτικού συστήματος της αυτοκρατορίας.

Οι σπαχήδες είχαν το δικαίωμα μέσα σε 15 χρόνια να υποχρεώσουν τον χωρικό να γυρίσει πίσω στα κτήματά του, ύστερα από σχετική άδεια του καδή. Πάντως επιθυμία της κεντρικής εξουσίας ήταν να διατηρήσει ακμαίο και παραγωγικό το τιμαριωτικό σύστημα, θεμέλιο ουσιαστικά του οθωμανικού κράτους, και να δημιουργήσει σχετικά ανεκτές συνθήκες διαβίωσης και ασφάλεια καλλιέργειας και γαιοχρησίας στον γεωργό. Εππλέον για να αποφευχθεί η κατάτμηση των γαιών και να διατηρηθούν βιώσιμες οικογενειακές γαίες, απαγορευόταν η κληρονομική μεταβίβαση τμημάτων αυτών των γαιών και επέτρεπε μόνο την κληρονομική μεταβίβαση της συνολικής γαιοχρησίας.

Οι δουλοπάροικοι και οι δούλοι

Οι δουλοπάροικοι αποτελούσαν χωριστή ομάδα χωρικών, οι οποίοι αντίθετα με τους ελεύθερους γεωργούς δεν είχαν γαίες, δηλαδή δικαιώματα γαιοχρησίας. Ένα μεγάλο μέρος της τάξης των δουλοπαροίκων απαρτιζόταν από: γεωργούς, οι οποίοι κατά την εποχή της οθωμανικής κατάκτησης δεν ήταν εγγεγραμμένοι στα κτηματολόγια των Βυζαντινών, από νέους που είχαν εγκαταλείψει τα κτήματα των γαιοκτημόνων στα οποία εργαάζονταν, καθώς και πολλούς νομάδες που επίσης δεν ήταν εγγεγραμμένοι στα κτηματολόγια των Βυζαντινών. Άλλοι πάλι προέρχονταν από χριστιανικούς πληθυσμούς βίαια εκτοπισμένους από διάφορα μέρη που κυριεύθηκαν από τους Τούρκους. Η τάξη αυτή ήταν πολυπληθής.

Οι συνθήκες ζωής των δουλοπαροίκων διέπονταν από γραπτούς κανονισμούς, οι οποίοι καθόριζαν τη νομική τους υπόσταση. Οι δουλοπάροικοι ήταν δεμένοι με τη γη, ήταν δηλαδή στη διάθεση του γαιοκτήμονα κυρίου τους και οι απόγονοί τους διατηρούσαν την ιδιότητα αυτή. Οι ακτήμονες αυτοί εργάζονταν ως εργάτες στα κτήματα των τιμαριούχων κυρίως ή ως γεωργοί, δηλαδή καλλιεργούσαν ορισμένες γαίες, κατά κανόνα σχεδόν μικρής έκτασης, για δικό τους λογαριασμό.

Ο τιμαριούχος τους παραχωρούσε κυρίως το σπόρο, τα ζώα για την άροση και τα απαραίτητα εργαλεία. Απαγορευόταν η ενοικίαση των ζώων σε άλλους γεωργούς και η απώλειά τους λόγω παραμέλησης ή ανεπαρκούς τροφής και κακής συντήρησης συνεπαγόταν την αναπλήρωσή τους με έξοδα του δουλοπάροικου. Ο ίδιος επίσης όφειλε να αναπληρώνει τα εργαλεία που χάνονταν ή καταστρέφονταν.

Σχετικά με την καλλιέργεια του κτήματος ο δουλοπάροικος ήταν υποχρεωμένος να σπείρει ποσότητα σπόρου όχι μικρότερη από εκείνη που όριζε ο τιμαριούχος ή ο διαχειριστής του και να καλλιεργεί τους αγρούς με ενδεδειγμένη ευσυνειδησία. Την εποχή της συγκομιδής ο δουλοπάροικος αφαιρούσε ποσότητα σπόρου ίση με εκείνη που είχε σπαρεί και το υπόλοιπο της συγκομιδής χωριζόταν συνήθως σε δύο ίσα μέρη, ένα για τον τιμαριούχο και ένα για τον δουλοπάροικο. Ο τελευταίος έπρεπε φυσικά να αφαιρέσει από την ποσότητα που του ανήκε και τον έγγειο φόρο, ο οποίος όμως ήταν μικρότερος από εκείνον που κατέβαλλε ο ελεύθερος γεωργός.

Οι δουλοπάροικοι, με την προϋπόθεση ότι είχαν εργασθεί επί ορισμένα χρόνια στα κτήματα ενός τιμαριούχου και ύστερα από γραπτή συμφωνία με αυτόν, ήταν δυνατόν να ανέλθουν στην τάξη των ελεύθερων γεωργών. Επιδίωξη και πολιτική του οθωμανικού κράτους ήταν η δημιουργία όσο τον δυνατόν μεγαλύτερης τάξης ελεύθερων γεωργών, γιατί μια τέτοια κατάσταση πραγμάτων αποτελούσε εγγύηση ασφαλείας στην ύπαιθρο και ομαλής και προσοδοφόρας καλλιέργειας της γης. Έτσι το κράτος αποκαθιστούσε ακτήμονες δουλοπάροικους σε γαίες, για να αυξήσει ακριβώς την τάξη των ελεύθερων γεωργών.

Μια άλλη τάξη αποτελούσαν οι αιχμάλωτοι πολέμου ή δούλοι, που εργάζονταν κυρίως σε σουλτανικές και βακουφικές γαίες ή στα κτήματα ισχυρών αρχόντων της αυτοκρατορίας. Το κράτος τέλος χρησιμοποιούσε επίσης δούλους σε φυτείες ρυζιού και άλλα κτήματα που τα προϊόντα τους προορίζονταν για τις ανάγκες του στρατού και της Αυλής. Οι δούλοι ήταν πάντοτε στη διάθεση των κυρίων τους, οι οποίοι μπορούσαν να τους μεταφέρουν οπουδήποτε επιθυμούσαν, και φυσικά να τους πουλήσουν. Μολονότι οι δούλοι πουλούνταν και αγοράζονταν ως άτομα στα διάφορα σκλαβοπάζαρα της αυτοκρατορίας, οι ενδιαφερόμενοι προτιμούσαν συνήθως να αγοράζουν μια οικογένεια δούλων, γιατί αποτελούσε μια υπεύθυνη μονάδα μέσα στο αγρόκτημα και εγγύηση για την τάξη και την απρόσκοπτη καλλιέργεια της γης.

Τα παιδιά των δύλων είχαν ως άτομα επίσης την ίδια ιδιότητα και δεν ακολουθούσαν την τύχη των γονιών τους σε περίπτωση που εκείνοι αποκτούσαν την ελευθερία τους με την καταβολή λύτρων, εκτός αν και για τα παιδιά τους καταβάλλονταν χωριστά λύτρα. Όταν γίνονταν ελεύθεροι μπορούσαν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους. Οι δούλοι ήταν δυνατόν επίσης να ελευθερωθούν, εφόσον ο κύριός τους ήθελε μετά από πιστή υπηρεσία και αποδοτική εργασία ορισμένων χρόνων να τους αποδώσει την ελευθερία τους.

Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους