Αυτοκράτορας, Σύγκλητος, Δήμοι, Στρατός

Αυτοκράτορας, Σύγκλητος, Δήμοι, Στρατός

Ακρογωνιαίος λίθος του βυζαντινού πολιτειακού οικοδομήματος είναι ο αυτοκράτορας, ταγμένος από τον θεό άρχων της οικουμένης, φορέας κάθε εξουσίας, διατηρεί υπό τον έλεγχό του το σύνολο του κρατικού μηχανισμού. Ο επίσημος τίτλος του βυζαντινού ηγεμόνα κατά την πρώτη περίοδο, imperator caesar augustus, συνδυάζει τη στρατιωτική ιδιότητα του αρχηγού του κράτους (imperator) και τους τίτλους που χρησιμοπoιήθηκαν από το διοκλητιάνειο πολίτευμα προς διάκριση του ανώτατου άρχοντα (augustus) και του επίδοξου διαδόχου (caesar). Στην ελληνική αποδίδεται ως «αυτοκράτωρ καίσαρ αύγουστος». Ο ίδιος ο ηγεμών αποκαλεί τον εαυτό του «δεσπότη», την αρχή του «βασιλεία» και τους προκατόχους του στο θρόνο «βασιλείς».

Αυτοκράτορας, Σύγκλητος, Δήμοι, Στρατός
Έφιππος αυτοκράτορας

Η ανάδειξη νέου αυτοκράτορα υπόκεινταν σε κανόνες και ακολουθούσε ορισμένο τυπικό. Αρμόδιοι για την εκλογή αυτοκράτορα ήταν πολιτειακοί παράγοντες. Μέχρι το 450 ήταν αρμόδιος ο στρατός, ενώ από το 450 ως το 610 αρμόδια ήταν η σύγκλητος. Μετά την εκλογή ακολουθούσε η αναγόρευση, πράξη επίσημη και πανηγυρική, απαραίτητη για την απόκτηση της ιδιότητας του αυγούστου. Κατά την αναγόρευση τόσο από άποψη συμβολισμού όσο και τελετουργικού τυπικού, κυριαρχεί το στρατιωτικό στοιχείο. Χρυσό «μανιάκιον», περιδέραιο που φέρουν οι στρατιωτικοί προσφέρεται από τον αξιωματικό του σώματος των λαγκιαρίων στον αναγορευόμενο. Ο αναγορευόμενος υψώνεται απάνω σε ασπίδα και ανακηρύσσεται από τον στρατό αύγουστος. Στη συνέχεια ο αναγορευόμενος περιβαλλόταν το διάσημα και την πορφύρα και επευφημούνταν και πάλι αύγουστος.

Στα μέσα του 5ου αιώνα κατά την τελετή της αναγόρευσης, μαρτυρείται η παρουσία της συγκλήτου, των δήμων και του πατριάρχη, καθώς επίσης και η εισαγωγή ορισμένων καινοτομιών στο τυπικό, από τις οποίες η πιο σημαντική ήταν η ενεργός σύμπραξη του πατριάρχη κατά τη στιγμή της επιθέσεως του διαδήματος στην κεφαλή του αναγορευόμενου. Η όλη τελετή, ενιαία ως το 602, γινόταν σε ανοιχτό χώρο, όπως ο Ιππόδρομος για να είναι δυνατή η παράταξη στρατιωτικών μονάδων.

Η θρησκευτικότητα του μεσαιωνικού ανθρώπου υπεισέρχεται και στον πολιτικό βίο, προσδίδοντας βαθμιαία σε τελετές κοσμικού ακόμη και στρατιωτικού χαρακτήρα νέα όψη. Έτσι από το 602 αποσπάσθηκε το τμήμα της αναγόρευσης που αφορούσε την περιβολή του διαδήματος και διαμορφώθηκε σε νέα αυθύπαρκτη τελετή θρησκευτικού χαρακτήρα, τη στέψη, κατά την οποία καίρια ήταν η συμβολή του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Η «στέψις», και όταν κατέστη αυθύπαρκτη, δεν παρήγε νομικές συνέπειες, αντίθετα προς την αναγόρευση που ήταν απαραίτητος νομικός τύπος για την απόκτηση της αυτοκρατορικής ιδιότητας.

Από τον θάνατο του Θεοδοσίου Α΄ (395), όταν το κράτος μοιράστηκε στους δύο γιους του και καθένα από τα δύο τμήματα της άλλοτε ενιαίας ρωμαϊκής αυτοκρατορίας ακολούθησε οριστικά χωριστό βίο, πολιτικό και πολιτιστικό, το τυπικό της ανάδειξης νέου ηγεμόνα, σύμφωνο με όσα προαναφέρθηκαν, αφορά τα ισχύοντα στο ανατολικό της τμήμα, τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία.

Σύγκλητος

Η σύγκλητος υπήρχε σαν κυβερνητικός θεσμός στην αρχαία ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Μεταφέρθηκε στην νέα πρωτεύουσα από τον Κωνσταντίνο, χωρίς όμως να έχει πια το κύρος και την αίγλη της ρωμαϊκής, ωχρού και αυτής απεικάσματος της παντοδύναμης εκείνης ρωμαϊκής συγκλήτου των δημοκρατικών χρόνων. Ωστόσο, η ανάγκη να ανέλθει το γόητρο της νέας πρωτεύουσας συνέβαλε στη ενίσχυση του νέου σώματος από τους εκάστοτε αυτοκράτορες της Ανατολής, ώστε, κατά τα μέσα του 5ου αιώνα, η σύγκλητος είχε καταστεί σημαντικός παράγοντας και είχε επωμισθεί σοβαρά καθήκοντα.

Αυτοκράτορας, Σύγκλητος, Δήμοι, Στρατός
Στέψη αυτοκράτορα

Από το 450 περιήλθε στη σύγκλητο η αρμοδιότητα εκλογής νέου αυτοκράτορα, ενώ αυξήθηκε και η πολιτική επιρροή της κατά τις διαμάχες αντίπαλων ομάδων για την κατάληψη του θρόνου. Η άσκηση δικαστικών καθηκόντων από τη σύγκλητο πάντοτε για σοβαρά αδικήματα, ιδίως πολιτικού χαρακτήρα, και συχνή συμμετοχή συγκλητικών σε διπλωματικές αποστολές προσέδωσαν στο σώμα ιδιαίτερο κύρος.

Την ολοένα αυξανόμενη δυναμική παρουσία της συγκλήτου στο πολιτικό προσκήνιο ανέκοψε ο Ιουστινιανός, του οποίου την πολιτική γραμμή χαρακτήριζαν άκρως συγκεντρωτικές και απολυταρχικές ροπές. Επί των διαδόχων του Ιουστινιανού η σύγκλητος ανέκτησε έδαφος και αποτόλμησε να αναλάβει πρωτοβουλία εναντίον του τυραννικού καθεστώτος του Φωκά. Έτσι η σύγκητος της Κωνσταντινούπολης, χάρη στην προσωπικότητα πολλών μελών της, πεπειραμένων κρατικών λειτουργών και αφοσιωμένων αυλικών, πέτυχε από το καθεστώς απόλυτης μοναρχίας να μεταβληθεί σε πολιτειακό όργανο ανώτερης στάθμης, το οποίο συνέβαλε στην άμβλυνση των πολιτικών ακροτήτων και στη δημιουργία ηπιότερου πολιτικού κλίματος για την αρμονικότερη λειτουργία του κρατικού μηχανισμού.

Δήμοι

Σημαντική πολιτική δύναμη στην Κωνσταντινούπολη και στις μεγάλες πόλεις της Ανατολής, την Αντιόχεια και τη Αλεξάνδρεια, απέβησαν κατά τη διάρκεια της πρώιμης περιόδου, και ιδιαίτερα από την εποχή του Θεοδοσίου Α΄ ως την άνοδο στο θρόνο του Ηρακλείου, οι δήμοι των Πράσινων και Βένετων, οργανωμένες λαϊκές ομάδες αθλητικού χαρακτήρα αρχικά.

Αυτοκράτορας, Σύγκλητος, Δήμοι, Στρατός
Αρματοδρομία στον Ιππόδρομο

Οι δήμοι δεν αποτελούσαν πολιτειακό όργανο, αν και από τον 5ο αιώνα πιθανότατα, οι «δήμαρχοι», οι επικεφαλής των δήμων Βένετων και Πράσινων στη Κωνσταντινούπολη, διορίζονταν από τον αυτοκράτορα. Σε κάθε δήμο υπήρχαν τα ηγετικά στελέχη, οι «κορυφαιότεροι» ή οι «επισημότεροι του δήμου». Αυτοί ενεργούσαν και αποφάσιζαν κατά την κρίση τους και σύμφωνα με τη γενικότερη πολιτική, κοινωνική και θρησκευτική τοποθέτηση του δήμου, τον οποίο εκπροσωπούσαν.

Οι δήμοι ήταν αρχικά σωματεία αθλητικά, που είχαν τη φροντίδα της οργάνωσης ιππικών και άλλων ανάλογων αγώνων στον ιππόδρομο. Με τον καιρό απέκτησαν πολιτική ισχύ, χάρη στα οργανικά ενταγμένα μέλη τους, αλλά και χάρη στον φανατισμό των οπαδών τους και στην απήχηση που είχαν στα ευρύτερα κοινωνικά στρώματα του πληθυσμού.

Οι αθλητικές οργανώσεις στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία διακρίνονταν ανάλογα με το χρώμα που χρησιμοποιούσαν στα εμβλήματά τους, σε τέσσερις ομάδες οι οποίες διατηρήθηκαν και στη βυζαντινή περίοδο: Βένετοι (κυανοί), Πράσινοι, Λευκοί και Ρουσσίοι (κόκκινοι). Συνήθως συνέπρατταν ανά δύο, αλλά η συζυγία δεν διατηρήθηκε σε όλες τις εποχές και σε όλες τις περιοχές. Από τα μέσα του 5ου αιώνα και ως τις αρχές του 7ου, περίοδο κατά την οποία συμπίπτει η ακμή της πλιτικής δραστηριότητας των δήμων, αντίπαλοι είναι οι Βένετοι και οι Πράσινοι. Με τους πρώτους συνέπραταν στην Κωνσταντινούπολη οι Λευκοί και με τους δεύτερους οι Ρούσσιοι, σύμφωνα με τη ρωμαϊκή παράδοση, ενώ παλαιότερα παρατηρούνταν σε πόλεις και σύμπραξη Ρουσσίων-Βένετων ή Πράσινων-Λευκών.

Παλαιότερα επικρατούσε η άποψη ότι οι Βένετοι συνδέονταν με την αριστοκρατία και οι Πράσινοι ήταν ο δήμος των λαϊκότερων τάξεων. Σήμερα έχει διαπιστωθεί ότι οι δήμοι δεν είχαν μονομερή χαρακτήρα, αλλά συνυπήρχαν σε καθένα από αυτούς διάφορες ροπές, πολιτικές, κοινωνικές, θρησκευτικές.

Κατά την πρώμη βυζαντινή περίοδο υπήρχαν στις πόλεις της Ανατολής οργανώσεις με αθλητικό χαρακτήρα, οι οποίες, κατά περιστάσεις, είτε με δική τους πρωτοβουλία είτε κατά κρατική επιταγή, αναλάμβαναν και άλλα καθήκοντα, ακριβώς επειδή ήταν οι μόνες κοσμικής προέλευσης οργανωμένες ομάδες. Έτσι παρατηρείται σε ώρες έκτακτου κινδύνου οι δήμοι με τα μέλη τους να συμβάλουν στην οργάνωση της άμυνας της πόλης.

Είναι γνωστό ότι 8.000 χιλιάδες μέλη από κάθε δήμο εργάστηκαν για την ταχεία ανοικοδόμηση του τείχους της Κωνσταντινούπολης το 447, όταν αυτό υπέστη μεγάλες καταστροφές από σεισμό. Ο αυτοκράτορας Μαυρίκιος ανέθεσε στους δήμους την φρούρηση των Μακρών Τειχών, εν όψει του αβαροσλαβικού κινδύνου και το 602 την άμυνα της Κωνσταντινούπολης, όταν έγινε γνωστή η εξέγερση του στρατού υπέρ του εκατόνταρχου Φωκά στο στρατόπεδο του Δούναβη.

Ο αυτοκράτορας ο οποίος επεδίωξε να χρησιμοποιήσει τους δήμους ως κομματικό όργανο είναι ο Ιουστινιανός. Αυτό οφείλεται στην απόφασή του να μετατοπισθεί το βάρος της αυτοκρατορίας από τη Ανατολή προς οικουμενικότερους ορίζοντες. Και επειδή οι οικονομικοί και πολιτικοί προσανατολισμοί των Πράσινων στρέφονταν προς την ελληνική Ανατολή, ο αντίπαλοί τους Βένετοι απέβαιναν ο κατάλληλος φορέας της ιουστινιάνειας πολιτικής γραμμής.

Κατά τον 5ο αιώνα και μέχρι το 532 οπότε και εκδηλώνεται η μεγάλη εξέγερση των δήμων, γνωστή ως Στάση του Νίκα, αναπτύσσεται στον Ιππόδρομο μεταξύ αυτοκράτορα και δήμων, ως φορέων κοινής γνώμης, διάλογος, που τείννι να μεταβληθεί σε χαρακτηριστικό στοιχείο της βυζαντινής πολιτικής ζωής. Η ανάμιξη των δήμων στην πολιτική ζωή της αυτοκρατορίας ήταν έκδηλη τους πρώτους αιώνες. Οι δήμοι απέβησαν σημαντικός πολιτικός παράγοντας που ήταν αδύνατο να παραβλέψει ο ηγεμών, και αναπτύχθηκαν, κατά το χρονικό διάστημα από τα μέσα του 5ου αιώνα ως τον 610, σε νέο ανασχετικό φραγμό της αυτοκρατορικής απολυταρχίας.

Στρατός

Ο στρατός διαθέτοντας, ως τα μέσα του 5ου αιώνα, τόσο το δικαίωμα εκλογής αυτοκράτορα όσο και την αρμοδιότητα απονομής της ιδιότητας του αυγούστου κατά την τελετή της αναγόρευσής του, εμφανίζεται ως ουσιαστικός παράγοντας, πολιτειακός αλλά και πολιτικός. Αφότου όμως το δικαίωμα εκλογής του αυτοκράτορα μεταβιβάστηκε στη σύγκλητο και οι δήμοι κατέστησαν υπολογίσιμη δύναμη, ο στρατός περιέρχεται σε δεύτερη μοίρα. Στο προσκήνιο θα επανέλθει κατά τη μέση βυζαντινή περίοδο οπότε και θα καταστεί ρυθμιστής των πολιτικών πραγμάτων.

Οι εξελίξεις αυτές δεν είναι άσχετες προς τον τρόπο συγκρότησης του βυζαντινού στρατού. Σε μια εποχή που το βυζαντινό στράτευμα αποτελούσαν σε σημαντικό βαθμό μισθοφορικά σώματα και ο κίνδυνος να περιέλθει η αυτοκρατορία υπό τον έλεγχο ξένων στρατιωτικών στελεχών ήταν σοβαρός, οι αντίρροπες δυνάμεις συσπειρώθηκαν γύρω από την σύγκλητο. Κατά την πρώτη περίοδο, οι ανταπαιτητές του θρόνου, που εμφανίστηκαν στην Ανατολή δεν κατείχαν ηγετική θέση στο στρατό. Αυτοί κατά μικρό μέρος μόνο στηρίχθηκαν στα όπλα και κατά μεγαλύτερο αναζήτησαν πολιτική υποστήριξη δυναμικών παραγόντων της εποχής, όπως ήταν οι δήμοι.

Εκείνος ο οποίος στηρίχθηκε στον στρατό για να δικεδικήσει τον θρόνο με τη συγκατάθεση και της συγκλήτου ήταν ο Ηράκλειος, ο οποίος εγκαινιάζει νέα εποχή. Κατά τη μέση βυζαντινή περίοδο οι ανταπαιτητές προέρχονται κατά κανόνα από τον στρατό στον οποίο κατείχαν καιριότατη θέση. Ο στρατός όμως του οποίου ηγούνται δεν είναι μισθοφορικός, αλλά συγκροτείται από τον επιχώριο πληθυσμό.

Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους