Το κοινό των Κυπρίων

Το κοινό των Κυπρίων, δηλαδή η πολιτική, θρησκευτική, πολιτιστική και οικονομική ένωση των κυπριακών πόλεων, εμφανίζει κατά την ρωμαϊκή περίοδο αξιόλογη δραστηριότητα. Αποτελεί εξέλιξη του θεσμού, ο οποίος αναπτύχθηκε στα χρόνια των Πτολεμαίων και μαρτυρείται ήδη στα τέλη του 2ου π.Χ. αιώνα από επιγραφές στο ιερό της Πάφου, που ως θρησκευτικό κέντρο της Κύπρου αποτέλεσε την έδρα του.

Το κοινό των Κυπρίων
Η ανατολική κιονοστοιχία της Παλαίστρας της Σαλαμίνας Κύπρου

Η πρώτη μαρτυρία για την ύπαρξη και λειτουργία του κοινού στην ρωμαϊκή περίοδο ανάγεται στο έτος του 18π.Χ. επί Αυγούστου, λίγα μόλις χρόνια μετά την οριστική ένταξη της Κύπρου στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Έδρα του κοινού εξακολουθούσε να είναι η Πάφος, διοικητικό και θρησκευτικό κέντρο της Κύπρου, «η ιερά μητρόπολις των κατά Κύπρον πόλεων».

Δεν έχουμε πληροφορίες για τον τόπο σύγκλησης των συνεδρίων του κοινού, πρέπει όμως εκτός από την Πάφο, να γίνονται και σε άλλες μεγάλες πόλεις, όπως πιθανότατα στην Σαλαμίνα. Ανύπαρκτα σχεδόν είναι τα στοιχεία για τις πόλεις που συμμετείχαν, για την αντιπροσώπευσή τους και για την οργάνωση των συνεδρίων. Ακόμη και ο χαρακτηριστικός τίτλος του προϊσταμένου των κοινών της ρωμαϊκής εποχής (Κυπριάρχης) δεν μαρτυρείται. Και οι γνώσεις μας για τις συζητήσεις και τις αποφάσεις του κοινού είναι περιορισμένες.

Γνωστότερες είναι οι αποφάσεις που αφορούν την απόδοση τιμών προς ευεργέτες, αυτοκράτορες, διοικητές, αρχιερείς, γυμνασιάρχους, αγωνοθέτες, εξέχοντες πολίτες και άλλους. Οι ευεργέτες αυτοί άλλοτε είχαν προσφέρει στο σύνολο και άλλοτε σε μεμονομένες πόλεις. Και στις δύο περιπτώσεις η ευεργεσία θεωρούνταν ότι αντανακλούσε στο σύνολο του νησιού. Έτσι οι επιμέρους πόλεις τιμούσαν όχι μόνο τους δικούς τους ευεργέτες, αλλά τους ευεργέτες του κοινού ως ευεργέτες του συνόλου.

Οι κυριότερες άλλες δραστηριότητες του κοινού ήτναν η λατρεία των θεών και του αυτοκράτορα, η οργάνωση εορταστικών εκδηλώσεων και η κοπή νομισμάτων. Για τη λατρεία των αυτοκρατόρων κα μελών των οικογενειών τους σώζονται λιγοστές μαρτυρίες. Η λατρεία αυτή εκδηλωνόταν και με την απόδοση τιμών προς τους αρχιερείς του.ς Το έτος 4μ.Χ. ο Ύλλος, ο γιος του Ύλλου, στη Σαλαμίνα όχι μόνο ως γυμνασίαρχος αλλά και ως αρχιερεύς της αυτοκρατορικής λατρείας.

Αρχιερεύς της λατρείας του αυτοκράτορα για όλη την Κύπρο ήταν ο Ροδοκλής Ροδοκλέους, που υπήρξε εθελοντής αγωνοθέτης των «ιερών νησιωτικών πεντετηρικών Καισαρογερμανικείων», τους οποίος οργάνωσε στην Πάφο το κοινό των κυπριακών πόλεων το έτος 18 ή 19 μ.Χ. Σε αναγνώριση της προσφοράς του Ροδοκλέους το κοινό αφιέρωσε τιμητική επιγραφή στο ιερό της Παφίας Αφροδίτης. Οι αγώνες αυτοί τελούνταν συνήθως κατά τη διάρκεια των συνεδρίων των αντιπροσώπων των πόλεων-μελών του κοινού.

Τα νομίσματα του Κοινού αποκλειστικά χάλκινα, εμφανίζονται για πρώτη φορά στα χρόνια της βασιλείας του Κλαυδίου (41-54μ.Χ.). Επισημαίνεται ότι το ενδιαφέρον του Κλαυδίου για την οικονομική ανάπτυξη του νησιού και η γενικότερη υποστήριξή τους προς τ ο κοινότο ισχυροποίησαν και του προσέδωσαν μεγαλύτερο κύρος. Τα πρώτα αυτά νομίσματα έχουν στη μία όψη τη μορφή του αυτοκράτορα και στην άλλη την επιγραφή «Κοινόν Κυπρίων» και κλαδί δάφνης, ενδιεκτικό στοιχείο του συσχετισμού της κοπής των νομισμάτων με την τέλεση των αγώνων του κοινού.

Σχέση των νομισμάτων με τις περιοδικές συνελεύσεις του κοινού διαφαίνεται και στο γεγονός ότι η χρονολόγησή τους γινόταν με βάση το τοπικό πολιτικό έτος και όχι τα έτη βασιλείας των αυτοκρατόρων. Οι εορτές δηλαδή του κοινού, με την αφορμή που έδιναν για την κοπή νομισμάτων, επέβαλαν και την τοπική χρονολογία.

Η πολιτική δραστηριότητα και η σημασία του κοινού υπό την ρωμαϊκή κυριαρχία ήταν φυσικό να ήταν περιορισμένες. Το κοινό των πόλεων συνερχόταν μόνο στις περιοδικές του συνελεύσεις, οι οποίες όμως συνέβαλαν στην ενίσχυση του αισθήματος θρησκευτικής, οικονομικής και πολιτιστικής ενότητας των Ελλήνων της Κύπρου.

Δεν είναι βέβαιο ως πότε διατηρήθηκε το κοινό. Οπωσδήποτε τα τελευταία νομίσματα με την επιγραφή του ανήκουν στα χρόνια του αυτοκράτορα Ελαγάβαλου (3ος μ.Χ. αιώνας). Αργότερα η σημασία του κοινού, αν και αυτό συνέχισε να υπάρχει, πρέπει να ήταν ασήμαντη.

Με πληροφορίες: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους