Τα πορτραίτα έχουν τη δική τους ξεχωριστή θέση στην ελληνική τέχνη. Κατά την ελληνιστική εποχή η αντίληψη που επικρατεί για το πορτραίτο και για την λειτουργία του εκφράζεται με τον τονισμό των ατομικών χαρακτηριστικών. Ο καλλιτέχνης δεν ενδιαφέρεται πια να δώσει μια εικόνα του αιώνιου και αμετάλλακτου ανθρώπου, αλλά ένα συγκεκριμένο άτομο σε μια στιγμιαία έκφρασή του.

Τα γνωστότερα πορτραίτα των αρχών του 3ου π.Χ. αιώνα, τα πορτραίτα του Μενάνδρου και Επίκουρου, ακολουθούν την κλασική παράδοση. Το πρώτο ήταν έργο των γιων του Πραξιτέλη και συνδυάζει την εξιδανίκευση των χαρακτηριστικών με την προσπάθεια να δηλωθεί ο εσωτερικός κόσμος του ποιητή, η «βαριά» ψυχική του κατάσταση. Της ίδιας τεχνοτροπίας, και πιθανόν των ίδιων καλλιτεχνών έργο, είναι και το πορτραίτο του Επίκουρου. Το λεπτό και κουρασμένο πρόσωπο του δασκάλου περιβάλλεται από την καλοδουλεμένη κόμη και τα γένια του. Η ένταση του βλέμματος υποδηλώνει τη συγκέντρωση του σε μια σκέψη. Η γενική του έκφραση αποπνέει πνευματικότητα, σωφροσύνη και δυνατό και ευκίνητο πνεύμα.

Στα νέα μεγάλα κέντρα της Ανατολής εμφανίζεται και καλλιεργείται ένα νέο είδος προσωπογραφίας: τα εξιδανικευμένα πορτραίτα των νέων ηγεμόνων, των βασιλέων-θεών, που ακολουθούν και μιμούνται τις ανάλογες προσωπογραφίες του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Διάφορα πορτραίτα ηγεμόνων του Σέλευκου Α΄, του Πτολεμαίου Α΄, του Λυσίμαχου, δίνουν μια ιδέα για το είδος αυτό, που προσπαθεί να συνδυάσει τη ρεαλιστική απόδοση του εικονιζόμενου με την εξιδανίκευσή του και την προβολή της βασιλικής του ιδιότητας.
Οι προσωπογραφίες του 2ου π.Χ. αιώνα χαρακτηρίζονται από ένα συνεχώς αυξανόμενο ρεαλισμό, ακόμη και όταν διατηρούν κάτι από την παραδοσιακή κλασική ηρεμία. Ωστόσο βασικός στόχος των καλλιτεχνών είναι η απόδοση των χαρακτηριστικών ενός συγκεκριμένου ατόμου. Το λεγόμενο πορτραίτο του ψευδο-Σενέκα -πρόκειται μάλλον για ελληνιστική απόδοση του Αριστοφάνη– είναι ένα από τα χαρακτηριστικά πορτραίτα του 2ου π.Χ. αιώνα. Ο καλλιτέχνης προσπάθησε να αποδώσει τη ζωηρή και σπινθηροβόλα έκφραση του ποιητή πάνω σε ένα κουρασμένο από τα γηρατειά πρόσωπο.

Αντίθετα άλλα πορτραίτα, όπως του Αντίοχου Γ΄ διατηρούν κάτι από την κλασική ηρεμία, αν και το κύριο μέλημα του καλλιτέχνη είναι να αποδώσει τα ατομικά χαρακτηριστικά του εικονιζόμενου, καθώς και την εσωτερική του ένταση.
Το χαρακτηριστικό πορτραίτο της εποχής είναι το πορτραίτο του τυφλού Όμηρου που χρονολογείται τον 2ο π.Χ. αιώνα. Η αναπηρία του δεν δηλώνεται πια με τα κλειστά μάτια, αλλά με την ακινησία της κόγχης του ματιού και το απλανές, χωρίς συγκεκριμένη κατεύθυνση βλέμμα.
Στις αρχές του 1ου π.Χ. αιώνα άρχισε η διαδικασία της συγχώνευσης της ελληνιστικής παράδοσης στην προσωπογραφία με τη ρωμαϊκή παράδοση εικόνων και προγόνων, των «maiores». Τα πορτραίτα τόσο των Ελλήνων όσο και των Ρωμαίων προσωπικοτήτων του β΄ μισού του 2ου π.Χ. αιώνα και μετά δεν παρουσιάζουν κατά την εκτέλεσή τους καμιά τεχνοτροπική διαφορά. Οι διαφορές τους περιορίζονται στα διαφορετικά φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά των εικονιζομένων. Γι΄αυτό τα ρωμαϊκά πορτραίτα των χρόνων της δημοκρατίας και μετά μπορούν να θεωρηθούν έργα ελληνικής τέχνη και αυτό όχι μόνο γιατί κατάγονται από την ελληνιστική προσωπογραφία, αλλά και γιατί έγιναν από Έλληνες τεχίτες, που κατά παάσα πιθανότητα δούλεψαν στην Ιταία και σε ολόκληρη τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία.
Έτσι η ιδιοφυΐα των ελληνιστικών τεχνιτών φάνηκε και στην ικανότητα τους να προσαρμόσουν την τέχνη τους στις απαιτήσεις των νέων πελατών. Η αγάπη των Ρωμαίων για τη ρεαλιστική απεικόνιση των εικονιζομένων προσώπων και τα ελληνικά διακοσμητικά θέματα ως κοσμήματα των θωράκων των Ρωμαίων, πράγμα που ήταν σύμφωνο με τις κλασικιστικές αντιλήψεις της εποχής.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους