Η εξελληνισμένη Κύπρος και οι Ανατολικοί λαοί

Στην αρχή των ιστορικών χρόνων η Κύπρος ήταν εντελώς εξελληνισμένη. Η τελευταία εγκατάσταση Ελλήνων στη μεγαλόνησο χρονολογείται αμέσως μετά το 1100π.Χ. Έλληνες μετανάστες από την Αργολίδα και την Κρήτη εγκαθίστανται στις υπάρχουσες ελληνικές πόλεις της Κύπρου, φέρνοντας και την αιολοαρκαδική διάλεκτο, που θα αποτελέσει τη βάση της ελληνικής κυπριακής διαλέκτου.

Η εξελληνσιμένη Κυπρος και οι Ανατολικοί λαοί
Ελεφάντινη πλάκα με παράσταση σφίγγας, πιθανόν απόσπαμα θρόνου (τέλη 8ου π.Χ. αιώνα)

Ειρηνική υπήρξε στην Κύπρο η μετάβαση στη νέα εποχή, σε αντίθεση με την αιγαιακή Ελλάδα, όπου οι μετακινήσεις, των φύλων είχαν προκαλέσει εκτεταμένη αναταραχή. Ωστόσο, παρατηρείται σε αυτήν την περίοδο σοβαρή δημογραφική αλλαγή στη νήσο, πιθανότατα εξαιτίας φυσικών φαινομένων, σεισμών ή πλημμυρών.

Η Έγκωμη, στην ανατολική ακτή, εγκαταλείπεται ύστερα από ανθηρή ζωή επτά αιώνων και στο προσκήνιο προβάλει η παραλιακή πόλη Σαλαμίς. Σε ολόκληρη σχεδόν την πρώτη χιλιετία π.Χ. η Σαλαμίς, με την προνομιακή της θέση, το φυσικό λιμάνι της και την πλούσια ενδοχώρα, θα παίξει ηγετικό ρόλο στην ιστορία της μεγαλονήσου. Γύρω στο 1000π.Χ., εγκαταλείπεται και το μυκηναϊκό Κίτιο. Μια νέα πόλη χτίζεται σε μικρή απόσταση, δίπλα στη θάλασσα: είναι το Κίτιο των ιστορικών χρόνων. Την ίδια εποχή ανθίζουν στην Κύπρο άλλες πόλεις, που αποτελούν αυτόνομα βασίλεια.

Τι απέγιναν όμως οι αυτόχθονες, οι Ετεοκύπριοι; Δεν υπάρχει καμία ένδειξη για διαμάχη μεταξύ μεταναστών Ελλήνων και Ετεοκυπρίων. Αντίθετα, παρατηρείται μια αρμονική συνύπαρξη και βαθμιαία συγχώνευση των δύο στοιχείων σε όλες τις εκδηλώσεις του Κυπριακού πολιτισμού. Από αυτό το αμάλγαμα δημιουργήθηκε ο κυπριακός κόσμος της γεωμετρικής εποχής, με βάση τον πολιτιστικά ανώτερο και δυναμικότερο ελληνικό πολιτισμό. Στο εσωτερικό της Κύπρου παρέμειναν ίσως για αρκετό καιρό, αναλλοίωτα τα ετεοκυπριακά στοιχεία, καθώς και στην Αμαθούντα, στη νότια ακτή, όπου μέχρι και τον 4ο π.Χ. αιώνα επικρατούσε η άγνωστη ως σήμερα ετεοκυπριακή γλώσσα.

Φοίνικες

Κατά τον 9ο π.Χ. αιώνα εγκαθίστανται στην Κύπρο Φοίνικες άποικοι. Η έκταση και η χρονολογία της διείσδυσης έχουν διαπιστωθεί από τις πρόσφατες αρχαιολογικές ανασκαφές και από τα επιγραφικά δεδομένα. Ήδη κατά τον δεύτερο ήμισυ του 9ο π.Χ. αιώνα οι Φοίνικες κτίζουν στην πόλη Κάρτι-Χατάστ (Νεάπολη), που ταυτίζεται με το Κίτιο, μεγαλοπρεπή ναό αφιερωμένο στην Αστάρτη, πάνω ακριβώς στα ερείπια μυκηναϊκού ναού. Ασφαλώς οι νέοι δυνάστες ήθελαν να επιδείξουν την ισχύ τους και να επιβεβαιώσουν την εδραίωση της πολιτικής ηγεμονίας τους. Ο ναός της Αστάρτης πυρπολήθηκε το 312π.Χ. όταν ο Πτολεμαίος Α΄ θανάτωσε τον τελευταίο Φοίνικα βασιλιά Πουμιάθονα, καταλύοντας τη φοινικική δυναστεία του Κιτίου.

Οι Φοίνικες δεν επιδιώκουν τον αποικισμό της νήσου, ούτε αντιμετωπίζουν εχθρικά τους Έλληνες. Παίρνουν μέρος στη λατρεία της Αφροδίτης, αλλά, όταν θα υποκύψει η Κύπρος στους Ασσσυρίους τους Αιγυπτίους και τους Πέρσες θα ταχθούν στο πλευρό των κατακτητών, για να εδραιώσουν τη θέση τους και να εισχωρήσουν στο εσωτερικό της νήσου, ως την Ταμασσό.

Το Κίτιο, παρά το γεγονός ότι βρισκόταν υπό την πλήρη κυριαρχία των Φοινίκων, διατηρούσε εμπορικές επαφές με τον ελληνικό κόσμο. Στο ναό της Αστάρτης βρέθηκαν πολλά ελληνικά, κυρίως κυκλαδικά αγγεία. Ο 8ος π.Χ. αιώνας συμπίπτει με την επέκταση των Ελλήνων, κυρίως των Ερετριέων, προς ανατολάς, και την ίδρυση αποικιών στο Ποσείδιον και στην Ταρσό. Ασφαλώς η Κύπρος αποτελούσε τότε χρήσιμο σταθμό στην αποικιστική εξόρμηση προς την ανατολική Μεσόγειο, όπως ακριβώς και πεντακόσια χρόνια νωρίτερα κατά την περίοδο της επέκτασης των Μυκηναίων εμπόρων προς τις συροπαλαιστινιακές ακτές.

Δεν είναι απίθανο να συναντήθηκαν πρώτη φορά πάνω στο κυπριακό έδαφος οι Έλληνες του Αιγαίου με τους Φοίνικες, και εκεί να δανείστηκαν το φοινικικό αλφάβητο. Στην Κύπρο επίσης, που θα ήταν ένα κέντρο κοσμοπολίτικο, πρέπει να ήλθαν σε επαφή με τα φανταχτερά προϊόντα της φοινικικής και συριακής τέχνης, τα ελεφάντινα έπιπλα και τα ασημένια κύπελλα, που τόσο θαύμαζε ο Όμηρος. Έτσι για μία ακόμη φορά η Κύπρος γίνεται ο τόπος συνάντησης των δύο μεγάλων πολιτισμών, του Αιγαίου και της Ανατολής. Σε αυτή την δεύτερη συνάντηση οφείλεται η δημιουργία του ανατολίζοντος ρυθμού στην ελληνική τέχνη.

Παρ΄ όλο που η κυριαρχία των Φοινίκων περιορίζεται αρχικά μόνο στο Κίτιο, η επίδρασή τους στην υπόλοιπη νήσο δεν θα ήταν ασήμαντη. Τα πυκνόφυτα δάση της νήσου έδιναν την ξυλεία για τη ναυπήγηση των πλοίων και το εμπόριο πρέπει να είχε σημειώσει μεγάλη ανάπτυξη. Δεν είναι λοιπόν παράδοξο που ο Ευσέβιος αναφέρει την Κύπρο ανάμεσα στις θαλασσοκράτειρες δυνάμεις της Μεσογείου του 8ου π.Χ. αιώνα, ιδίως του το 740π.Χ., όταν οι Φοίνικες νικήθηκαν από τον Ασσύριο Τιγμα-πελεσέρ και για λίγο καιρό άφησαν το θαλάσσιο εμπόριο στα χέρια των Κυπρίων.

Ασσύριοι

Στις αρχές του 7ου π.Χ. αιώναη η Κύπρος υποτάσσεται στον βασιλέα των Ασσυρίων Σαργώνα Β΄. Σε μια επιγραφή που βρέθηκε στο Κίτιο ο Ασσύριος ηγεμών επαίρεται ότι τον πρσκύνησαν επτά βασιλείς της Κύπρου. Σε μια άλλη επιγραφή αναφέρονται δέκα βασίλεια, που μπορούν να ταυτιστούν με το Ιδάλιο, το Χύτρους, την Πάφο, το Κούριο, την Ταμασσό, την Λήδρα, το Κίτιο (Νεάπολη), τη Σαλαμίνα και τους Σόλους -παραλείπει όμως την Αμαθούντα.

Δεν φαίνεται να υπήρξε πιεστική η πολιτική των Ασσυρίων κατακτητών. Οι κάτοικοι πληρώνουν φόρο, αλλά διατηρούν ανεξαρτησία στη διοίκηση. Ωστόσο σε αυτήν την περίοδο παρατηρείται μια αναδίπλωση των Κυπρίων. Δεν παρακολουθούν την ραγδαία ανάπτυξη της ηπειρωτικής Ελλάδας.

Ανεξάρτητη Κύπρος

Η κυριαρχία των Ασσυρίων κράτησε σαράντα περίπου χρόνια ως το 650π.Χ. Ύστερα από ένα ολόκληρο αιώνα, οι Κύπριοι βασιλείς εξασφαλίζουν ανεξαρτησία και αυτονομία, καταβάλλοντας μόνο φόρο στους Ασσυρίους. Είναι ακριβώς η περίοδος κατά την οποία η Κύπρος γνώρισε ένα πραγματικά «χρυσούν αιώνα» ευημερίας και πολιτιστικής ανάπτυξης. Τα κυπριακά βασίλεια αναπρτύσσουν τον δικό τους πολιτισμό.

Το σημαντικότερο πολιτικό και πολιτισμικό κεντρο της Κύπρου ήταν σε αυτή την φάση η Σαλαμίνα, που δίκαια χαρακτηρίζεται θεματοφύλακας των ελληνικών παραδόσεων. Είναι η πόλη που από το 11ο π.Χ. αιώνα γνώρισε τον ελληνικό πολιτισμό με τον βασιλιά Τεύκρο και τη λατρεία του Σαλαμίνιου Διός. Το πλούτο και την ισχύ της αποκαλύπτουν οι μνημειώδεις κτιστοί θαλαμοειδείς τάφοι. Ανάμεσα στα κτερίσματα ένας αμφορέας φέρει την επιγραφή «ελαίου» και θυμίζει το ομηρικό έθιμο ταφής, τους αμφορείς «αλείφατος και μέλιτος» που πρόσφερε ο Αχιλλέας προς τιμήν του Πάτροκλου.

Οι Σαλαμίνιοι φιλοδοξούσαν να συναγωνισθούν τους Ασσύριους σε μεγαλοπρέπεια και πλούτο, όπως φαίνεται από τα ευρήματα τάφων: το πολεμικό άρμα του βασιλιά με το αργυρόηλο ξίφος του και όλη την πανοπλία (ασπίδα, δόρυ, τόξο, φαρέτρα) και τα πολυτελή έπιπλα (κλίνες και θρόνοι στολισμένοι με χρυσό και ελεφαντόδοντο). Τα ταφικά έθιμα της Σαλαμίνας πρέπει να είχαν επιβιώσει στην Κύπρο από τη Μυκηναϊκή εποχή, όταν πια είχαν εκλείψει στον υπόλοιπο Ελληνισμό, δείγμα της συντηρητικότητας των Κυπρίων στην παράδοση, σε μια εποχή, που στην ελεύθερη Ελλάδα σημειώνεται ραγδαία ανάπτυξη.

Οι Έλληνες, κατά την αποικιστική τους εξόρμησ προς ανατολάς στα αρχαϊκά χρόνια, θα χρησιμοποιήσουν ασφαλώς την Κύπρο ως ορμητήριο και κυρίως την ελληνική Σαλαμίνα. Νέα έθιμα ταφής εμφανίζονται στην Κύπρο, όπως π.χ. η ταφή των νηπίων σε πίθους, η προσφορά καρπών και άλλων πήλινων αντικειμένων σε ειδικές πυρές έξω από τον ταφικό θάλαμο κ.α. Δεν είναι απίθανο να ακολούθησαν τους Έλληνες αποίκους και Κύπριοι, κυρίως Σαλαμίνιοι, στις νέες τους αποικίες, αν κρίνουμε από τα πολλά κυπριακά αντικείμενα που βρέθηκαν στην Ταρσό και το Ποσείδιο. Μερικοί από τους Έλληνες μετανάστες θα εγκαταστάθηκαν στη Σαλαμίνα, ανανεώνοντας έτσι τους δεσμούς της πόλης με την ηπειρωτική Ελλάδα.

Οι σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και Κύπρου γίνονται τώρα πιο στενές. Πλήθος κυπριακών α τικειμννων εξάγονται στην Ελλάδα, κυρίως στα Δωδεκάνησα και στις Κυκλάδες, και ελληνικά είδη τοποθετούνται στην κυπριακή αγορά. Πλάι στην υλική παρουσία της Ελλάδας θα υπήρχε βέβαια και ο πνευματικός δεσμός. Σε αυτά τα χρόνια ο Στασίνος δημιουργεί τα «Κυπριακά Έπη», και γίνεται γνωστός ο χρησμολόγος Εύκλος. Η μουσική θα συνόδευε τους βάρδους των παλατιών, που με τη δεκάχορδη λύρα τους έψαλλαν «τα κλέα ανδρών» και τιμούσαν την Αφροδίτη με ύμνους. Μέσα σε μια τέτοια ελληνική ατμόσφαιρα πέρασε η Σαλαμιία τον αιώνα της ανεξαρτησίαςκαι προετοιμάσθηκε να αντιμετωπίσει αργότερα με ελληνική συνείδηση αντίξοες πολιτικές καταστάσεις.

Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους