Στις 9 Σεπτεμβρίου 1941, από τον «βενιζελογενή» συνταγματάρχη Ναπολέοντα Ζέρβας και άλλους ομοϊδεάτες του ιδρύθηκε ο Εθνικός Δημοκρατικός Ελληνικός Σύνδεσμος (ΕΔΕΣ). Σύμφωνα με το καταστατικό του οι στόχοι του ήταν: 1) «Να εγκαθιδρυθεί στην Ελλάδα το Δημοκρατικόν πολίτευμα, σοσιαλιστικής μορφής οιαδήποτε και αν θα είναι έκβαση του πολέμου, 2) Να αποκαλύψει διά παντός μέσου και κατά σαφήν και αναμφισβήτητον τρόπον την προδοσίαν του τέως βασιλέως Γεωργίου Β’ και της σπείρας της αυτοκλειθήσας Δικτατορίας της 4ης Αυγούστου, επιβάλη εις πάντας τους στυγνούς εγκληματίας βαρυτάτας κυρώσεις…».

Συνακόλουθη θα ήταν και η κάθαρση ευρύτερου του κρατικού μηχανισμού από όσους δεν είχαν «αποδεδειγμένως Εθνικήν Δημοκρατικήν σοσιαλιστικήν συνείδησιν». Εν γνώσει της περιορισμένης απήχησης του ονόματός του ο Ζέρβας ανακήρυξε τον στρατηγό Νικόλαο Πλαστήρα αρχηγό της οργάνωσης.
Το αξιοσημείωτο είναι η αντιμοναρχική και σοσιαλίζουσα έξαψη του κειμένου που συνέταξε ο Ζέρβας, ενώ δεν κάνει μνεία στην Αντίσταση κατά του κατακτητή. Και τα δύο έρχονται σε αντίθεση με το ιδρυτικό του ΕΑΜ. Για τον Ζέρβα η χρησιμοποίηση του ονόματος του «Μαύρου Καβαλάρη», αποτελούσε ιδανική βιτρίνα, για να κινήσει ανενόχλητος τα νήματα ως «τοποτηρητής», εφόσον ο Πλαστήρας δύσκολα θα εγκατέλειπε το γαλλικό άσυλο στη διάρκεια του πολέμου. Ωστόσο την ημέρα που πρωτοκυκλοφόρησε στην Αθήνα το ιδρυτικό του ΕΔΕΣ έφυγε από τη Νίκαια της Γαλλίας ο Κομνηνός Πυρομάγλου με παρότρυνση του ανίδεου για τα τεκταινόμενα «αρχηγού» Πλαστήρα.
Από το 1937, η περί Πλαστήρα εξόριστη ομάδα είχε σχεδιάσει την ανατροπή του καθεστώτος Μεταξά. Μετά την ιταλική επίθεση, ο στρατηγός ανταποκρινόμενος σε βολιδοσκοπήσεις πρακτόρων της «ουδέτερης» ακόμα Γερμανίας συνηγορούσε υπέρ μιας «ειρηνοποιού» παρέμβασης του Ράιχ στο αλβανικό μέτωπο, υποσχόμενος μια γερμανόφιλη στροφή της Ελλάδας, μόλις ο ίδιος θα επανερχόταν στην εξουσία. Ταυτόχρονα ενημέρωνεκ αι την Αθηήνα για τη δυνατότητα διευθέτησης της ιταλοελληνικής σύρραξης με μεσολάβηση της Γερμανίας.
Σε μια επιστολή του στον Έλληνα πρεσβευτή του Βισύ -την οποία μοναρχικοί κύκλοι άφησαν να διαρρεύσει τον Απρίλιο του 1945, προκαλώντας την παραίτησή του από το αξίωμα του πρωθυπουργού- χρέωνε το ναυάγιο του σχεδίου αυτού στην «ανήκουστον κουφότητα της Βασιλικής Κυβερνήσεως». Ταυτόχρονα θεωρούσε επιβεβλημένο πλέον τον σχηματισμό μιας φιλογερμανικής κυβερνησης για να περιορίσει ό,τι ήταν δυνατόν από τις καταστροφές του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου.
Στη διάρκεια του πρώτου κατοχικού καλοκαιριού οι απόψεις αυτές προφανώς αμβλύνθηκαν. Οι οδηγίες του στρατηγού στον Πυρομάγλου στόχευαν στην «ανάπτυξιν μιας οργανώσεως δημοκρατικής με σοσιαλιστικόν περιεχόμενον», ικανής να καλύψει το κενό μεταξύ των αστικών κομμάτων και του ΚΚΕ. Η νέα αυτή δύναμη θα τηρούσε αποστάσεις «απέναντι και των δύο Ελληνικών Κυβερνήσεων» (Αθήνας και Καΐρου), για να είναι έτοιμη σε δεδομένη στιγμή να στραφεί κατά του κατακτητή και μετά την απελευθέρωση να επιβάλει την τάξη, παρεμποδίζοντας την πραξικοπηματική επάνοδο της Μοναρχίας.
Από τους συνομιλητές του Πυρομάγλου στην Αθήνα μόνο ο Ζέρβας έδειχνε σχετική προθυμία: «Προκειμένου κάποτε να αποδυθούμε σε αγώνας Αντιστάσεως αυτός θα είναι προ παντός ένοπλος αγών στα βουνά». Τους επόμενους μήνες θα ακολουθήσουν σχετικές διαπραγματεύσεις με συναδέλφους του απότακτους αξιωματικούς του ΄35, όπως τον Δημήτριο Ψαρρό και τον Ευριπίδη Μπακιρτζή, με στελέχη του ΕΑΜ, καθώς και με συνεργάτες μυστικών βρεταννικών υπηρεσιών, όπως τον Χαράλαμπο Κουτσογιαννόπουλο, αρχηγό της παράνομης ομάδας «Προμηθεύς Β΄». Ο τελευταίος υποστήριζε χρηματικά τον Ζέρβα για να βγει στο βουνό ως τα τέλη του Μαΐου κάτι που εκείνος τελικά κάνει, μετά από πιέσεις του Κουτσογιαννόπουλου και του Καΐρου, στις 23 Ιουλίου 1942.
Ξεκινώντας από τον ορεινό Βάλτο, η τετραμελής συνοδεία του, παρά τις δυσκολίες των πρώτων μηνών εξελίχθηκε σε αξιόλογο ανταρτικό σώμα. Όταν 9 Νοεμβρίου 1942 ο Άγγλος αξιωματικός έφθασε εκεί για να ζητήσει τη συμμετοχή του ΕΔΕΣ σε «διασυμμαχική» επιχείρηση δολιοφθοράς, βρήκε τους αντάρτες του ΕΔΕΣ σε μάχη με ιταλική στρατιωτική φάλαγγα.
Στην Αθήνα όμως μια ομάδα επιφανών στελεχών του ΕΔΕΣ απέρριπτε ως «χίμαιρα» κάθε πρωτοβουλία για αντάρτικο ενάντια στις πανίσχυρες κατοχικές δυνάμεις ανακηρύττοντας σε επιταγή των καιρών τον διμέτωπο αγώνα κατά της μοναρχίας και του κομμουνισμού. Για να παρεμποδίσει πραξικόπημα και των μεν και των δε κατά την αποχώρηση των κατακτητών, τα στελέχη αυτά -σε σύμπνοια με τους συμπολιτευόμενους στρατηγούς Θ. Πάγκαλο και Στυλιανό Γονατά- ήταν έτοιμα να συμπράξουν στην ανάγκη και με τον -συγκριτικά «πρόσκαιρο»- εξωτερικό εχθρό, δρομολογώντας έτσι τη βαθμιαία διάσπαση του ΕΔΕΣ.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους