Η Κύπρος μετά τη διοικητική αναδιοργάνωση του ρωμαϊκού κράτους από τον Διοκλιτιανό είχε υπαχθεί στη διοίκηση της Ανατολής, η οποία διοικούνταν από τον «κόμητα της Ανατολής» με έδρα την Αντιόχεια. Κυβερήτης της νήσου, που αποτελούσε αυτόνομη επαρχία, διοριζόταν έπειτα από εισήγηση του επάρχου πραιτωρίου της Ανατολής, στην οποία υπαγόταν η ομώνυμη διοίκηση, υπατικός με έδρα αρχικά την Πάφο και έπειτα την Σαλαμίνα-Κωνσταντία.

(θυμίζει ψηφιδωτά του Αγίου Βιταλίου στη Ραβέννα)
Ο Χριστιανισμός ήταν ήδη ευρέως διαδεδομένος στην νήσο και η κυπριακή Εκκλησία έβαινε σταθερά προς την πλήρη οργάνωσή της, με τον διορισμό πολυάριθμων επισκόπων, στην εκλογή των οποίων συμμετείχε και ο λαός. Έτσι οι δραστηριότητες του «Κοινού των Κυπρίων» της προηγούμενης περιόδου, διευρυνόμενες προς τις μάζες του αγροτικού κόσμου, περιέρχονταν τώρα στα χέρια της Εκκλησίας υπό νέα μορφή. Ο ελληνικός χαρακτήρας της νήσου και η ελληνική γλώσσα του πληθυσμού της συνέβαλαν στην ταχεία εξάπλωση της νέας θρησκείας στις αστικές και στις αγροτικές τάξεις.
Η Κύπρος, κατ΄εξοχήν νήσος γεωργική, μαστιζόταν τότε (324) από φοβερό λιμό, λόγω μακροχρόνιας ανομβρίας, η οποία επηρέαζε ολόκληρη την περιοχή. Υποστηρίζεται μάλιστα ότι ο πληθυσμός της ελαττώθηκε σημαντικά, λόγω των θανάτων και της μετανάστευσης.
Η εύρεση του Τιμίου Σταυρού από την Αγία Ελένη το 326 υπήρξε για το λαό η πραγματοποίηση του οράματος του Μεγάλου Κωνσταντίνου του «Εν τούτω νίκα». Η Αγία Ελένη, κατά την επιστροφή της από τα Ιεροσόλυμα, στάθμευσε στην Κύπρου όπου ίδρυσε τη Μονή του Σταυροβουνίου και άλλους χριστιανικούς ναούς αφήνοντας σε αυτούς τεμάχια του Τιμίου Ξύλου. Αυτό ασφαλώς συνέβαλε και στην τόνωση του ηθικού των κατοίκων και στην περαιτέρω εξάπλωση του Χριστιανισμού στη νήσο. Επιπλέον, η Αγία Ελένη κάλεσε και εποίκους από τις Σποράδες και τηνΤήλο, καθώς και από γειτονικές χώρες για τη δημιουργική ενίσχυση της νήσου, της οποίας ο πληθυσμός είχε αποδεκατισθεί από τον λιμό.
Η Σαλαμίνα-Κωνσταντία αντικατέστησε σύντομα την Πάφο ως πρωτεύουσα της νήσου και έγινε στη συνέχεια η έδρα του αρχιεπισκόπου, αφού η Πάφος φαίνεται να άργησε να ανοικοδομηθεί μετά από τον σεισμό του 342. Στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας (325), η Κύπρος συμμετείχε με τρεις επισκόπους, της Πάφου Κύριλλο, της Σαλαμίνας Γελάσιο και της Τριμυθούντος Σπυρίδωνα. Εφόσον ο Κύριλλος υπογράφει πριν από τον Γελάσιο, θα πρέπει να υποτεθεί ότι της άφου ήταν ακόμη ο πρώτος τη τάξει. Ο Σπυρίδων διέπρεψε τότε με τα επιχειρήματά του, που ανέπτυξε κατά της αίρεσης του Αρείου.
Το σοβαρότερο πρόβλημα που ανέκυψε μετά την εδραίωση του Χριστιανισμού, ήταν η αξίωση της Εκκλησίας της Αντιόχειας να υποτάξει την Εκκλησία της Κύπρου, σε όλον τον 5ο αιώνα. Παρά την απόρριψη του αιτήματος των Αντιοχέων από την Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο της Εφέσου (431), το ζήτημα αποκορυφώθηκε επί αυτοκράτορα Ζήνωνος, όταν ο μονοφυσίτης πατριάρχης Αντιοχείας Πέτρος ο Γναφεύς αξίωσε εκ νέου τον τίτλο κυριαρχίας επί της Εκκλησίας της Κύπρου, προφασιζόμενος τον ευαγγελισμό της Κύπρου από την αποστολική Εκκλησία της Αντιοχείας.
Αλλά ο τότε Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντίας Ανθέμιος παρουσιάσθηκε αυτοπροσώπως στον αυτοκράτορα και αντέταξε ίσο επιχείρημα, τεκμηριώνοντας την προσφυγή του με ένα χειρόγραφο του κατά Ματθαίον Ευαγγελίου, που βρήκε πάνω στο στήθος του λειψάνου του συνιδρυτή της Εκκλησίας της Κύπρου Αποστόλου Βαρνάβα κοντά στη Σαλαμίνα. Τοπική σύνοδος επιβεβαίωσε το αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της Κύπρου. Αυτό επικυρώθηκε και από τον αυτοκράτορα Ζήνωνα, ο οποίος απένειμε στον αρχιεπίσκοπο Κύπρου τα αυτοκρατορικά προνόμια: να φέρει ερυθρό μανδύα κατά τις επίσημες τελετές, να κρατά σκήπτρο και να υπογράφει με κιννάβαρι. Τα μοναδικά αυτά για τον αρχιερέα προνόμια διατηρούνται από την Εκκλησία της Κύπρου ως σήμερα.
Κατά την αναδιοργάνωση των επαρχιών από τον Ιουστινιανό το 535, η Κύπρος αποσπάσθηκε από την δικαιοδοσία του «κόμητος της Ανατολής» και περιήλθε με τις επαρχίες Νήσων, Καρίας, Μυσίας Β΄ και Σκυθίας για πολιτικούς, οικονομικούς και στρατιωτικούς λόγους υπό τη διοικητική αρμοδιότητα του quaestoris iustuniani exercises, ο οποίος είχε έδρα την Οδησσό. Αργότερα όμως η Κύπρος και τα άλλα νησιά έπεισαν τον αυτοκράτορα να να μεταβιβάσει τη δικαστική εξάρτηση τους στην Κωνσταντινούπολη. Η Κύπρος ήταν ήδη εκκλησιαστικά αυτοκέφαλη και δικαστικά απευθείας υπόλογη στην πρωτεύουσα. Ο τοπικός κυβερνήτης ήτανμισθωτός και απευθείας υπόλογος στον αυτοκράτορα, έχοντας μόνο διοικητικές και οικονομικές εξουσίες. Η Κύπρος υποχρεώθηκε τότε να πληρώνει στρατιωτικούς φόρους ίσους προς των άλλων μεγάλων επαρχιών της περιοχής, τεκμήριο ότι τα οικονομκά της νήσου ήταν ανθηρά.
Για πρώτη φορά γίνεται λόγος κατά την εποχή αυτή και για νοσοκομεία εξαρτημένα από την Εκκλησία, τον κεντρικό αυτό φορέα του κοινωνικού και πνευματικού βίου του λαού. Ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός αναφέρεται ότι μερίμνησε για την ίδρυση πτωχοκομείου, καθώς και για την επισκευή υδραγωγείου.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους