Αρχιτεκτονικές δημιουργίες

Τα βασικά χαρακτηριστικά της ελληνιστικής αρχιτεκτονικής συναντώνται ήδη στις τελευταίες μνημειώδεις αρχιτεκτονικές δημιουργίες του 4ου π.Χ. αιώνα και είναι: η αγάπη για τις μνημειακές διαστάσεις που διασπούν την παλαιά εξισορρόπηση των αρχιτεκτονικών μελών και δημιουργούν νέα αντίληψη των αρχιτεκτονικών αναλογιών. Η προοδευτική εξασθένηση της λειτουργικότητας των αρχιτεκτονικών μελών χάρη της διακοσμητικής τους υπόστασης.

Aρχιτεκτονικές δημιουργίες
Ναός του Απόλλωνα στα Δίδυμα της Μιλήτου, 3ος π.Χ. αιώνας

Η νέα αντίληψη για τη σχέση των κτιρίων με το περιβάλλον τους που επιφέρει μια νέα «χωροταξική» διευθέτηση σε κλιμακωτά επίπεδα συνήθως των παλαιών ιερών ή του χώρου όπου ιδρύονται οι νέες πόλεις και, κυρίως, μια νέα ζωγραφική αντίληψη για τις αρχιτεκτονικές δημιουργίες σε βάρος της αντίστοιχης «πλαστικής» των κλασικών χρόνων. Ακριβώς αυτή η νέα αντίληψη οδηγεί στην κατάχρηση των διακοσμητικών λεπτομερειών, στο στέγνωμα του λειτουργικού χυμού των επιμέρους μελών και στην ανάπτυξη της επιφάνειας αντί των όγκων.

Η αρχιτεκτονική που διαμορφώνεται γύρω από τα πρόσωπα και τις δυναστείες που μοιράστηκαν το κράτος του Μεγάλου Αλεξάνδρου χαρακτηρίζεται από το σπάσιμο των παραδοσιακών κλασικών αναλογιών και την απότομη μεγέθυνση των διαστάσεων και αντανακλά πιστά την πολιτική, οικονομική και κοινωνική έκρηξη που επέφεραν οι κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην κλασική δομή του ελληνικού κόσμου.

Συνέπεια της μετατόπισης του κέντρου βάρους του ελληνικού κόσμου, και ιδίως της πολιτικής του εξουσίας, προς τη Μικρά Ασία και την Ανατολή είναι και η εξαιρετική ανάπτυξη της αρχιτεκτονικής στην περιοχή αυτή. Πραγματικά, η οικοδομική δραστηριότητα που παρατηρείται στις ελληνικές πόλεις της μικρασιατικής ακτής του Αιγαίου ξεπερνά κατά πολύ την ανάλογη της κυρίως Ελλάδας ή της Κάτω Ιταλίας και Σικελίας. Στη Μικρά Ασία ανακαινίζονται οι ναοί των παλαιότατων ιερών, που μένουν όμως εξαιτίας του μεγέθους τους ημιτελείς και αποπερατώνονται πολύ αργότερα. Άλλα πάλι σημαντικά ιερά αναδιαρθρώνονται και αναμορφώνονται ριζικά, όπως το ιερό του Διός Λαβρανδέως, ενώ νέες πόλεις ιδρύονται σύμφωνα με την πολιτική του Αλέξανδρου των Διαδόχων του.

Αξιοσημείωτο φαινόμενο της εποχής είναι το προβάδισμα που παίρνει ο ιωνικός ρυθμός σε βάρος του δωρικού. Οι πρωτότυπες δημιουργίες της εποχής εκτελούνται στους τόπους όπου άνθησε η παλαιά ιωνική παράδοση και οι κυριότεροι αρχιτέκτονες και θεωρητικοι είναι Ίωνες. Ο ιωνικός ρυθμός, με τις λεπτές και ψηλές αναλογίες του κίονά του και τις καλοδουλεμένες του λεπτομέρειες, προσαρμόζει καλύτερα στις απαιτήσεις των καιρών και τη σπουδαιότητα που αποδίδουν οι αρχιτέκτονες των ελληνιστικών χρόνων στο μέγεθος και την διακόσμηση. Χαρακτηριστικός για το πνεύμα της εποχής είναι ο λόγος που, κατά τον Βιτρούβιο, οδήγησε τους αρχιτέκτονες να προτιμήσουν τον ιωνικό από τον δωρικό ρυθμό: οι ανωμαλίες που δημιούργησε στις γωνίες του πτερού η εναλλαγή των τριγλύφων και μετοπών στον θριγκό.

Πραγματικά, ο κλασικός δωρικός ρυθμός απαιτούσε ένα τρίγλυφο πάνω από κάθε μεταξόνιο και δύο συνεχή τρίγλυφα ή καλύτερα ένα γωνιακό πάνω από τη γωνιακή άρθρωση του πτερού, πράγμα που δημιουργούσε ανωμαλίες. Οι διάφορες λύσεις που έδωσαν στο πρόβλημα οι παλαιοότεροι αρχιτέκτονες διασπούν την απόλυτη γεωμετρική αρμονία του δωρικού ναού. Τώρα καταστρατηγείται απαράβατος κανόνας, ένα τρίγλυφο, δύο μισά και δυο μετόπες πάνω από κάθε μεταξόνιο και γίνονται δύο πλήρη τρίγλυφα, δύο μισά και τρεις μετόπες.

Ο δωρικός ρυθμός, εκτός από τους ναούς, εξακολουθεί να χρησιμοποιείται κυρίως στις κιονοστοιχίες των στοών. Οι νέες όμως αναλογίες κάνουν πιο ανάλαφρη την εμφάνιση κιόνων που πολλές φορές μένουν αρράβδωτοι και παίρνουν ακόμη και ιωνική βάση. Οι μεγάλοι όμως αρχιτέκτονες και θεωρητικοί της εποχής, ο Πυθεός και αργότερα ο Ερμογένης, εκδήλωσαν έντονη προτίμηση προς τον ιωνικό ρυθμό, και την προτίμηση τους αυτή δικαιολόγησαν στα θεωρητικά τους έργα.

Συγχρόνως ο κορινθιακός ρυθμός -ουσιαστικά το κορινθιακό κιονόκρανο- χρησιμοποιείται ολοένα και συχνότερα από τους αρχιτέκτονες της εποχής. Το κιονόκρανο αυτό, που από τον 4οπ.Χ. αιώνα χρησιμοποιήθηκε στις εσωτερικές κιονοστοιχίες λαμπρών οικοδομημάτων στην Πελοπόννησο κυρίως, όπως στο ναό της Αλέας Αθηνάς στην Τεγέα, στη θόλο της Επιδαύρου και στο Φιλίππειο της Ολυμπίας, κάνει τώρα σιγά σιγά την εμφάνισή του και στις εξωτερικές κιονοστοιχίες. Τον 3ο π.Χ. αιώνα η χρήση του κερδίζει συνεχώς έδαφος, γιατί ο έντονα διακοσμητικός του χαρακτήρας ανταποκρίνεται στις καλλιτεχνικές αναζητήσεις της εποχής. Επί πλέον παρουσιάζει το πλεονέκτημα απέναντι του ιωνικού, μες τις ανόμοιες πλευρές, ότι έχει και τις τέσσερις πλευρές του όμοιες και έτσι εξουδετερώνεται η δυσκολία του γωνιακού κινόκρανου.

Η πιιο εξελιγμένη μορφή του κορινθιακού κιονόκρανου, η «κλασική» θα μπορούσε να πει κανείς μορφή του, είναι τα κιονόκρανα του ναού του Ολυμπίου Διός στην Αθήνα όπως σχεδιάστηκαν αρχικά τον 2ο π.Χ. αιώνα. Σε αυτά ο κάλαθος περιβάλλεται από δύο σειρές φύλλων ακάνθου και οι πλάγιες έλικες που υποβαστάζουν τον άβακα βγαίνουν μέσα από φύλλα ακάνθου που προβάλλουν από την επάνω σειρά. Οι άλλες δύο εσωτερικές έλικες ξεκινούν από το ίδιο σημείο και συνατώνται στη μέση της καθεμιάς από τις τέσσερις όψεις του κιονόκρανου. Στο σημείο που ενώνονται υπάρχει ένα άνθος. Τόσο οι κίονες όσο και ο θριγκός του ναού του Ολυμπίου Διός είναι ιωνικοί.

Το χαρακτηριστικό γνώρισμα της εποχής είναι η ανάμειξη στοιχείων από διάφορους ρυθμούς στο ίδιο κτίριο, είτε πρόκειται για ναό, είτε όχι. Έτσι συναντάμε δωρικούς κίονες με ιωνικές ραβδώσεις ή και το αντίθετο, δωρικό διάζωμα τοποθετημένο ως απλό κόσμημα πάνω από ιωνικούς κίονες, καθώς και ιωνικούς γεισήποδες πάνω από δωρικό διάζωμα. Η καταστρατήγηση των παλαιών αυστηρών κανόνων είναι συχνότατη και τα παλαιικά πια αρχιτεκτονικά μέλη χρησιμοποιούνται με βάση τη διακοσμητική τους αξία.

Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους