Χρώματα και ψηφίδες

Σε καμία άλλη περίοδο της ελληνικής τέχνης η σχέση μεταξύ της ζωγραφικής και των άλλων τεχνών δεν είναι τόσο στενή όσο κατά την ελληνιστική. Από την αρχαϊκή βέβαια εποχή χρησιμοποιούσαν οι τεχνίτες χρώματα για να ζωντανέψουν τα αγάλματα και να τονίσουν ορισμένα αρχιτεκτονικά μέλη των ναών, τώρα όμως η σχέση γίνεται ουσιαστικότερη: από τη μία τα πλαστικά και αρχιτεκτονικά έργα ακολουθούν και μια ζωγραφική αντίληψη στη συγκρότησή τους και από την άλλη τα ζωγραφικά έργα τείνουν να ξεπεράσουν τις δύο διαστάσεις της επιφάνειας και να δώσουν την αίσθηση του χώρου.

Χρώματα και ψηφίδες

Οι τρόποι που χρησιμοποιούν οι ζωγράφοι για να επιτύχουν την απόδοση της τρίτης διάστασης αποτελούν και τα κύρια χαρακτηριστικά της ελληνιστικής ζωγραφικής, το βασικότερο από τα οποία είναι η χρήση της προοπτικής. Ωστόσο η ελληνιστική ζωγραφική ποτέ δεν έφθασε στην κεντρική προοπτική, που είναι κατάκτηση μεταγενέστερων εποχών. Οι καλλιτέχνες προσπάθησαν να αποδώσουν το βάθος με συνιζήσεις των μελών και με την τοποθέτηση των μορφών κλιμακωτά, σε διάφορα επίπεδα.

Εξ΄ άλλου η εναλλαγή φωτός και σκιάς τον ίδιο σκοπό εξυπηρετούσε. Φωτεινότερα χρώματα χρησίμευαν για να προβάλλονται τα προεξέχοντα τμήματα των μορφών και το αποτέλεσμα ήταν ο όγκος των σωμάτων να προβάλλεται ανάγλυφος. Ο πρώτος που χρησιμοποίησε αυτή την τεχνική ήταν ο Αθηναίος ζωγράφος Νικίας.

Ένα άλλο χαρακτηριστικό είναι ότι το κύριο θέμα των ζωγραφικών έργων παύει σιγά σιγά να προβάλλεται πάνω σε ουδέτερο έδαφος. Ολοένα και περισσότερο αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες ή στοιχεία από το φυσικό περιβάλλον χρησιμοποιούνται για να πλαισιώνουν τις μορφές και όχι απλώς να δηλώνουν τον χώρο της παράστασης, όπως παλαιότερα. Ωστόσο η παρουσία στοιχείων του περιβάλλοντος στην ελληνιστική ζωγραφική δεν φθάνει ποτέ στην ανεξάρτητη τοπιογραφία. Το φυσικό περιβάλλον, καθώς και η απόδοση των εσωτερικών χώρων αποτελούν μόνο το πλαίσιο για να προβληθούν οι ανθρώπινες μορφές που είναι το κυρίως θέμα.

Ως προς την γενική διάρθρωση των ζωγραφικών συνθέσεων η ελληνιστική ζωγραφική ακολουθεί τα γενικά καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής: οι μορφές έχουν «μέγεθος», τόσο ως προς τη σωματική τους διάπλαση όσο και προς το ηθικό τους περιεχόμενο. Στον χώρο του πίνακα ο αριθμός των προσώπων που παριστάνονται γίνεται συνεχώς μεγαλύτερος με τη διαφορά πως οι δευτερεύουσες μορφές χρησιμεύουν για πλαίσιο στις κύριες. Όπως και στην πλαστική και ιδιαίτερα στην προσωπογραφία, έτσι και στη ζωγραφική καταβάλλεται προσπάθεια να αποδωθεί ο εσωτερικός κόσμος και τα συναισθήματα των κύριων προσώπων.

Η θεματική της ελληνιστικής ζωγραφικής είναι σχεδόν όμοια με της πλαστικής: μυθολογικά θέματα, ιστορικές σκηνές, που σκοπό έχουν να εξάρουν την προσωπικότητα των ηγεμόνων, συμβαδίζουν με θέματα της καθημερινής ζωής, βουκολικά τοπία και νεκρές φύσεις. Συναντάμε και εδώ την αγάπη των ελληνιστικών καλλιτεχνών για το παράδοξο, το εξωτικό, τη διάθεση να εντυπωσιάσουν, να καταπλήξουν, καθώς επίσης μία ροπή προς τη γελοιογραφία και την προσπάθεια να αποδοθούν με ακρίβεια οι ανατομικές λεπτομέρειες.

Οι δυσκολίες για τη μελέτη της ελληνιστικής ζωγραφικής οφείλονται κυρίως στο ότι σχεδόν κανένα πρωτότυπο έργο υψηλής ποιότητας δεν σώθηκε. Σώθηκαν μόνο λίγα έργα δεύτερης ποιότητας, όπως αγγεία, γραπτές επιτύμβιες στήλες, τοιχογραφίες, ψηφιδωτά, τα οποία είναι απλές αντανακλάσεις της μεγάλης ζωγραφικής. Ωστόσο συνδυάζοντας κανείς τις γραπτές πληροφορίες αρχαίων συγγραφέων με μεταγενέστερες ρωμαϊκές τοιχογραφίες που αντιγράφουν παλαιότερα έργα, μπορεί να διαμορφώσει μια ιδέα για την εξέλιξη και τις κατακτήσεις της ελληνιστικής ζωγραφικής.

Χρώματα και ψηφίδες

Στα ελληνιστικά χρόνια πολλαπλασιάζονται οι φορητοί ζωγραφικοί πίνακες. Οι καλλιτέχνες παλαιότερα ζωγράφιζαν κυρίως τοιχογραφίες, εκτός από ορισμένες εξαιρέσεις, όπως τα ναθηματικά πήλινα πινακίδια κ.α. Τώρα βασικά ζωγραφίζουν πάνω σε ξύλο, σε τεντωμένο λινό ύφασμα ή και σε μάρμαρο. Το βασικό πλεονέκτημα των γραπτών πάνω σε φθαρτό υλικό πινάκων, που τώρα προτιμώνται, ήταν ότι μπορούσαν να μεταφερθούν παντού. Οι πίνακες ζωγραφίζονται συνήθως με την τεχνική της εγκαυστικής: πάνω δηλαδή στο ξύλο ή στο ύφασμα τοποθετούσε ο τεχνίτης χωριστά τα διάφορα χρώματα που ήταν ανακατεμένα με κερί, έπειτα τα έτριβε με ένα πυρωμένο σίδερο, το κερί έλιωνε και το χρώμα σταθεροποιόταν πάνω στην επιφάνεια του πίνακα.

Μια σημαντική καινοτομία της ελληνιστικής ζωγραφικής είναι ο πολλαπλασιασμός των χρωμάτων και των χρωματικών συδυασμών. Στα τέσσερα βασικά χρώματα της κλασικής ελληνικής ζωγραφικής -άσπρο, κίτρινο, κόκκινο, μπλε, μαύρο- προστίθενται τώρα το πράσινο, το καφέ, το μωβ, το τριανταφυλλί, το γκρίζο. Χάρη στην πλουσιότερη χρωματική κλίμακα και τη φωτοσκίαση γίνεται ευκολότερη η απόδοση υπόστασης των μορφών ή των αντικειμένων.

Ορισμένοι μελετητές τόνισαν επίσης την σημασία που είχε για τους ελληνιστικούς πίνακες το πλαίσιο -ξύλινο συνήθως- που του περιέβαλλε και το οποίο άλλαζε σχήμα ανάλογα με το είδος του έργου (π.χ. στρογγυλό, ωοειδές για τα πορτραίτα, αετωματικό για τους αναθηματικούς πίνακες κ.λ.π). Το γεγονός ότι οι τοιχογραφίες που αντέγραψαν ελληνιστικά έργα χρησιμοποίησαν οπωσδήποτε κάποιο πλαίσιο, είτε ζωγραφιστό είτε ανάγλυφο από γύψο, δείχνει πόσο οργανικά δεμένα θεωρούσαν τα έργα με το πλαίσιο τους τόσο οι ζωγράφοι όσο και οι κάτοχοι ή συλλέκτες έργων.

Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους