Η καθιέρωση του θεσμού της βασιλείας και η εξάπλωση του ελληνισμού ως τα πέρατα της Ανατολής και στην Αίγυπτο καθορίζουν και υπαγορεύουν εν μέρει τη μορφή όχι μόνο της μεγάλης, της μνημειακής τέχνης, αλλά και της μκροτεχνίας. Αντικείμενα μικρού μεγέθους από πολύτιμα υλικά εξυπηρετούν τις πολυποίκιλες ανάγκες της αυλικής χλιδής και αντικατοπτρίζουν τις καλλιτεχνικές τάσεις της εποχής και τις προτιμήσεις των κατόχων τους. Χρηστικά αντικείμενα, είδη οικοσκευής, στολισμού και επίδειξης, κοσμήματα, είδη καλλωπισμού, μικροαντικείμενα για θρησκευτικούς και λατρευτικούς σκοπούς από πολύτιμα, ημιπολύτιμα και κοινά υλικά που δημιουργήθηκαν κατά τους ελληνιστικούς χρόνο και ανήκουν στην ελληνιστική μικροτεχνία.

Την ελληνιστική μικροτεχνία μπορούμε να την χωρίσουμε συμβατικά, χωρίς την έννοια της αξίας ή απαξίας, με βάση το υλικό, σε τρεις κατηγορίες: στην πρώτη ανήκουν αντικείμενα από πολύτιμο υλικό (χρυσό, ασήμι, πολύτιμοι λίθοι, ελεφαντόδοντο) που αντιπροσωπεύουν την επίσημη τέχνη, την τέχνη της Αυλής. Στην δεύτερη κατηγορία εντάσσονται μικροτεχνήματα από ημιπολύτιμα υλικά (όπως φαγεντιανή γη, το υποκατάστατο του ελεφαντόδοντου, ο χαλκός και πολλές φορές ο πολύ καλής ποιότητας πηλός). Χρησιμοποιούνται κυρίως για τις ανάγκες της αστικής τάξης, η οποία δημιουργείται αυτόματα γύρω απο τις Αυλές. Τα ευρύτερα λαϊκά στρώματα μεταχειρίζονται συνήθως τα πολύ κοινά υλικά, όπως ο πηλός. Γι΄ αυτό και τα πήλινα αντικείμενα, χωρίς υψηλές καλλιτεχνικές απαιτήσεις, μπορούν να υπαχθούν σε μια τρίτη κατηγορία.

Τα εικονογραφικά θέματα της τορευτικής (η τέχνη με την οποία κατασκευάζονται ανάγλυφες ή εντυπωμένες παραστάσεις πάνω σε μέταλλο), όπως άλλωστε και των άλλων κλάδων της μικροτεχνίας είναι παρμένα από το πλούσιο θεματολόγιο της μεγάλης, της μνημειακής τέχνης. Οι τορευτές δείχνουν ιδαίτερη προτίμηση στους κύκλους της Αφροδίτης και του Διονύσου, των κατ΄ εξοχήν αγαπητών θεών του ελληνιστικού κόσμου. Δεν λείπουν και τα περίπλοκα φυτικά κοσμήματα, τα πολύφυλλα θαλερά ανθέμια, ο μαγικός κόμβος του Ηρακλή και οι προσωπογραφίες των βασιλέων, αφού η λατρεία του βασιλιά και της βασίλισσας αποτελούν σημαντική πηγή έμπνευσης για τους καλλιτέχνες της Αυλής και τους τεχνίτες που τους μιμούνται.
Αλλά και η τεχνοτροπία των τορευτικών έργων είναι στενά δεμένη με την «κοινή» ελληνιστική καλλιτεχνική γλώσσα, όπως διαμορφώθηκε από τους μεγάλους ζωγράφους και γλύπτες. Όχι μόνο ο εκλεκτικός δανεισμός των θεμάτων από γνωστά έργα της μεγάλης πλαστικής, αλλά και η απόδοση των λεπτομερειών, το πλάσιμο ή ο αισθησιακός τονισμός της σάρκας απηχούν αλλού πραξιτελικές και αλλού λυσίππειες επιδράσεις.
Σε αντίθεση με την τορευτική που έχει βαθιές ρίζες στον ελληνιστικό κόσμο, η λιθογλυπτική, η κατασκευή κειμηλίων λίθων (cameo), αποτελεί νέο κλάδο στην ιστορία της ελληνικής μικροτεχνίας. Δεν είναι άγνωστη στους Έλληνες η λιθογλυπτική τέχνη. Στους πολύτιμους όμως λίθους σκάλιζαν τις παραστάσεις και σε βάθος και τους χρησιμοποιούσαν ως σφραγίδες. Στα ελληνιστικά χρόνια παριστάνουν πολυποίκιλα θέματα ανάγλυφα πάνω σε πολύχρωμες πολύτιμες πέτρες.
Οι κειμήλιοι λίθοι είχαν καθαρά διακοσμητική λειτουργία και απηχούν το πνεύμα επίδειξης που σημαδεύει τις ελληνιστικές Αυλές. Οι κειμήλιοι λίθοι στόλιζαν χρυσά δαχτυλίδια, πολύτιμα ενδύματα ή σκεύη -τα λεγόμενα διάλιθα- και ακόμη πιστεύεται πως οι Πτολεμαίοι βασιλείς της Αιγύπτου τους έστελναν ως δώρα σε άλλους ηγεμόνες, δείγματα προπαγανδιστικά, δηλωτικά της δύναμης τους.

Τα εικονογραφικά θέματα των κειμήλιων λίθων είναι πολυποίκιλα: αντίγραφα ή μεταπλάσεις πλαστικών και ζωγραφικών έργων, σκηνές εμπνευσμένες από τη μυθολογία, από την Οδύσσεια, την τραγωδία, προσωπογραφίες ηγεμόνων, φιλοσόφων, ρητόρων ειδυλλιακά και βουκολικά τοπία, φυτικά κοσμήματα, ζώα και έντομα, ψάρια, δελφίνια κ.α.
Η τεχνοτροπία των έργων της λιθογλυπτικής, αν και γενικά ακολουθεί τις μορφικές αρχές και τις τάσεις της ελληνιστικής κοινής, καθορίζεται από τη φύση του υλικού και εξαρτάται κυρίως από τη δεξιότητα του τεχνίτη αλλά και από την καλλιτεχνική παράδοση του τόπου όπου εργάζεται. Οι κειμήλιοι λίθοι αποτελούν το τελειότερο καλλιτεχνικό δείγμα της ελληνιστικής μικροτεχνικής παραγωγής.
Την αυλική τέχνη των ελληνιστικών χρόνων αντιπροσωπεύουν και τα ελεφαντουργήματα, από τα οποία μόνο ελάχιστα σπαράγματα σώθηκαν. Οι γραπτές πηγές αναφέρουν τη χρήση του πολύτιμου υλικού για τη διακόσμηση των παλατιών, για πολυτελή οικιακά σκεύη και για αντικείμενα στολισμού. Ελεφάντινα δαχτυλίδια με εικόνες των πτολεμαίων βασιλισσών από την Αλεξάνδρεια και την Κύπρο, πυξίδες, κιβωτίδια για τοποθέτη σκοσμημάτων και μερικά αγαλματάκια αποτελούν τους μοναδικούς μάρτυρες της χαμένης ελληνιστικής «ελεφαντοτομίας».
Στην Αλεξάνδρεια η φαγεντιανή αποτελεί σημαντικό και πολύ διαδεδομένο εντόπιο υλικό για την κατασκευή αγαλματίων, αγγείων, λύχνων και άλλων μικροτεχνημάτων. Εκεί δημιουργείται ένα νέο είδος ανάγλυφων αγγείων, οι λεγόμενες «βασιλικές οινοχόες» από το εντόπιιο υλικό, πιθανόν υποκατάταστατα αγγείων από ασήμι και χρυσό. Τα φαγεντιανά αγγεία ονομάστηκαν βασιλικά, γιατί εικονίζουν ανάγλυφα πτολεμαίες βασίλισσες (Αρσινόη, Βερενίκη κ.α.). Οι βασιλικές οινοχόες χρονολογούνται ανάμεσα στις αρχές του 3ου και στις αρχές του 2ου π.Χ. αιώνα και χρησίμευαν για τη λατρεία τω νεκρών -πιθανόν για χοές.
Άλλη κατηγορία γραπτών αγγείων από πηλό καλής ποιότητας, οι λεγόμενες «υδρίες Handra» (συμβατική ονομασία από το όνομα της πτολεμαϊκής νεκρόπολης στην Αλεξάνδρεια), είναι χαρακτηριστικά δείγματα της αλεξανδρινής μικροτεχνίας. Οι «υδρίες Handra» χρησίμευαν για τη φύλαξη των οστών ή της τέφρας υψηλών ξένων, πρεσβευτών, θεωρών, αρχιθεωρών ή μισθοφόρων που πέθαναν στην αυλή των Πτολεμαίων. Γραπτές μελανόμορφες παραστάσεις πάνω στο χρώμα του πηλού ή πολύχρωμες ζωγραφιές πάνω σε άσπορο επίχριμα αποτελούν την διακόσμησή τους.

Ο κλάδος της κοροπλαστικής, των πήλινων ειδωλίων, έχει ιδιαίτερη άνθηση στην ελληνιστική περίοδο. Τα εργαστήρια της Βοιωτίας, ιδίως της Τανάγρας, επηρεασμένα από τη μακρόχρονη κληρονομημένη παράδοση της αττικής πηλοπλαστικής, έπαιξαν πρωταρχικό ρόλο στη διαμόρφωση της κοροπλαστικής των ελληνιστικών χρόνων. Οι κομψές πολύχρωμες Ταναγραίες, οι πασίγνωστες όρθιες γυναικείες μορφές με τα πολύπτυχα ενδύματα, έγιναν πρότυπα για τους κοροπλάτες όλου του ελληνιστικού κόσμου. Φαίνεται πως από το τέλος του 4ου π.Χ. αιώνα δεν ταξιδεύουν μόνο οι Ταναγραίες και οι μήτρες (καλούπια), αλλά και οι Βοιωτοί τεχνίτες στα νέα πολιτικά και οικονομικά κέντρα: στη Μικρά Ασία και ιδιαίτερα στη Μύρινα -μια μικρή πολίχνη ανάμεσα στο Πέργαμο και τη Σμύρνη- και στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου.

Μεγάλη σημασία αναγνωρίζεται και στα μκρά ανάγλυφα πήλινα σφαιρικά, άωτα αγγεία που μιμούνται μεταλλικά πρότυπα, τους λεγόμενους «μεγαρικούς» και «ομηρικούς» σκύφους. Οι «μεγαρικοί» σκύφοι κοσμημένοι με φυτικά θέματα, φύλλα άκανθας, λωτού και ρόδακες, βρίσκονται σε όλο τον ελληνστιικό κόσμο: Βοιωτία, Αθήνα, Μίλητο, Πέργαμο, Αντιόχεια, Αλεξάνδρεια κ.α. Τα θέματα των «ομηρικών» σκύφων είναι παρμένα από το μύθο, από τον Όμηρο και την τραγωδία. Οι «ομηρικοί» σκύφοι είχαν μεγάλη διάδοση τον 3ο και τον 2ο π.Χ. αιώνα σε όλο τον ελληνιστικό κόσμο και μαρτυρούν την προσήλωση των μεγάλων λαϊκών στρωμάτων στην ελληνική «κλασική» παράδοση.
Η πολυχρωμία που χαρακτηρίζει την ελληνιστική μικροτεχνία δεν διαφέρει ουσιαστικά από εκείνον της μνημειακής τέχνης. Κοινοί είναι πολλές φορές οι σκοποί που εξυπηρετούν, κοινά τα θέματα και σε πολλά μικροτεχνήματα κοινή και η καλλιτεχνική γλώσσα. Η ελληνιστική μικροτεχνία όμως, και με τα απλά βιοτεχνικά έργα, τα «ταπεινά έργα, χωρίς ύφος» κράτησε ζωντανή την ελληνική κλασική παράδοση ως τους ύστερους ρωμαϊκούς χρόνους και την μετέδωσε σε όλο τον αρχαίο κόσμο.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους