Η γενιά που δημιούργησε την κλασική τέχνη της Αθήνας έδωσε και μεγάλους ζωγράφους, αλλά προπάντων μερικούς μεγάλους πρωτοπόρους και ανανεωτές της ζωγραφικής. Ο Παρράσιος και ο Ζεύξις στάθηκαν σε όλη την αρχαιότητα οι πιο φημισμένοι ζωγράφοι της εποχής αυτής. Δίπλα σε αυτούς εργάστηκαν ο Τιμάνθης από την Κύνθο, ο Εύπομος από τη Σικυώνα, αλλά προπάντων δύο μεγάλοι νεωτεριστές: ο Απολλόδωρος ο Αθηναίος και ο Αγάθαρχος ο Σάμιος.

Ο Παρράσιος ήταν Εφέσιος και είχε δάσκαλο του τον πατέρα του Ευήνορα. Από τον Ξενοφώντα μαθαίνουμε ότι εργαζόταν στα χρόνια του Πελοποννησιακού πολέμου. Ο ίδιος είχε μεγάλη ιδέα για τις ικανότητές του και πίστευε πως είχε φθάσει στα ανώτατα όρια της ζωγραφικής. Και οι σύγχρονοί του όμως τον εκτιμούσαν εξαιρετικά όπως αποδεικνύει η χαρακτηριστική και χρήσιμη πληροφορία του Πλίνιου ότι «υπάρχουν πολλά άλλα σχέδια σε πίνακες και σε μεμβράνες του Παρρασίου, από τα οποία λένε πως οι τεχνίτες επωφελούνται, τα χρησιμοποιούν δηλαδή πως υποδείγματα». Δυστυχώς δεν έχει σωθεί κάτι από το έργο του.
Πολύ σημαντική για την ιστορία της ζωγραφικής είναι η πληροφορία που μας δίνει ο Ρωμαίος αρχιτέκτονας και ιστορικός της αρχιτεκτονικης Βιτρούβιος: «Γιατί πρώτα στην Αθήνα, όταν ο Αισχύλος παρουσίασε μια τραγωδάι του (εννοεί πιθανόν διδασκαλία μιας αισχύλειας τραγωδιας μετά τον θάνατο του Αισχύλου), ο Αγάθαρχος έκανε τη σκηνή (τα σκηνικά) και άφησε γι΄αυτήν ένα υπόμνημα. Παρακινημένος από αυτό ο Δημόκριτος και ο Αναξαγόρας έγραψαν για το ίδιο θέμα για να δείξουν ότι, όταν ορισθεί ένα ορισμένο κέντρο, οι γραμμές και η επέκταση των ακτίνωνανταποκρίνονται κατά φυσικό νόμο στην όραση του ματιού με τέτοιο τρόπο, ώστε από ένα αβέβαιο αντικείμενο μπορούν ορισμένες εικόνες να δημιουργούν τση ζωγραφική των σκηνικών την εντύπωση των κτιρίων, και πως τα αντικείμενα που είναι σχεδιασμένα πάνω σε κάθετες και επίπεδες επιφάνειες μπορούν αλλού να εισέχουν και αλλού να εξέχουν».
Στον Αγάθαρχο αποδίδεται κάποια προοπτική απεικόνιση των αντικειμένων και η θεωρητική θεμελίωση αυτής της ανακάλυψης. Και τούτο αποτελεί μια ουσιαστική κατάκτηση της ελληνικής ζωγραφικής. Και παλαιότερα είχαν αρχίσει να γίνονται προσπάθειες να αποδοθούν προοπτικά ορισμένα αντικείμενα (καθίσματα, κιβώτια, τραπέζια), όπως μαρτυρούν οι αττικές αγγειογραφίες, ο Αγάθαρχος όμως φαίνεται να ερεύνησε και θεωρητικά το πρόβλημα της προοπτικής, και στην πράξη προώθησε τη λύση του πέρα από τις διστακτικές και αποσπασματικές απόπειρες που είχαν προηγηθεί.
Ο Απολλόδωρος πήρε την επωνυμία «σκιαγράφος», γιατί θεωρείται ο «ευρετής» της ζωγραφικής με σκιά, δηλαδή την χρησιμοποίηση φωτοσκιάσεων για την απόδση του όγκου των μορφών. Αυτόν τον τρόπο συναντάμε σε μερικές λευκές ληκύθους των χρόνων του ζωγράφου, καθώς και σε ένα ρωμαϊκό ζωγράφημα πάνω σε μάρμαρο με παράσταση γυναικών που παίζουν αστραγάλους, το οποίο πιθανότατα αντιγράφει ελληνικό πρότυπο του τέλους του 5ου π.Χ. αιώνα. Και στις ληκύθους και στο ρωμαϊκό έργο γίνεται χρήση φωτοσκιάσεων στα ενδύματα των μορφών.
Ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος γράφει: «δεν υπάρχει κανένας πίνακας πριν από αυτόν (τον Απόλλόδωρο) που κρατά την προσοχή των ματιών». Μια τέτοια κρίση όσο και αν φαίνεται -και είναι- υπερβολική είναι ωστόσο αποκαλυπτική για την σημασία της μεταβολής που προκάλεσε στην ιστορία της ζωγραφικής η επαναστατική μέθοδος του Απολλόδωρου.
«Στις θύρες της τέχνης που ανοίχθηκαν από τον Απολλόδωρο μπήκε στον 4ο χρόνο της 95ης Ολυμπιάδας (396π.Χ.) ο Ζεύξις από την Ηράκλεια, που οδήγησε σε μεγάλη δόξα το δοξασμένο κιόλας πινέλο», μας πληροφορεί πάλι ο Πλίνιος. Ο βασιλιάς της Μακεδονίας Αρχέλαος κάλεσε τον Ζεύξι για να τοιχογραφήσει το παλάτι του στη νέα του πρωτεύουσα, την Πέλλα. Ακόμη για να ζωγραφίσει την Ωραία Ελένη στον Κρότωνα ζήτησε και «επιθεώρησε» γυμνές όλες τις κοπέλες της πόλης, διάλεξε τις πέντε ωραιότερες και έτσι έπλασε την ιδανική μορφή του.
Δυστυχώς τα έργα του δεν έχουν σωθεί. Μπορούμε να σχηματίσουμε μια αμυδρή ιδέα για το που έφθασε η ζωγραφική στα χρόνια του στις αρχές του 4ου π.Χ. αιώνα, από ένα ρωμαϊκό αντίγραφο κενταυρομαχίας πάνω σε μάρμαρο, που βρέθηκε στο Herculaneum, και ένα άλλο με παράσταση αναβάτη, όπου και το πλάσιμο των σωμάτων με φωτοσκίαση και οι προοπτικές κατακτήσεις της εποχής είναι πρόδηλες.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους