Μελανόμορφα και ερυθρόμορφα αγγεία

Γύρω στο 625 π.Χ. οι Αθηναίοι αγγειογράφοι δημιουργούν τα πρώτα αληθινά «μελανόμορφα αγγεία». Οι μορφές καλύπτονται με στιλπνό μαύρο χρώμα, ενώ η υπόλοιπη επιφάνεια διατηρεί το κόκκινο χρώμα του πηλού. Οι λεπτομέρειες (μάτια, μαλλιά, εσωτερικά περιγράμματα) δηλώνονται με χάραξη, ενώ διάφορα μέρη ιδιακρίνονται με ένα βαθυκόκκινο-μενεξεδί ή με λευκό χρώμα. Η τεχνική αυτή εισχώρησε στην αττική αγγειογραφία βαθμιαία, αλλά όταν κυριάρχησε, μεταμόρφωσε την επιφάνεια του αγγείου, δημιουργώντας νέες σχέσεις ανάμεσα στις σκοτεινές μορφές και στο φωτεινό βάθος και θέτοντας αυστηρά όρια στην επεξεργασία του αγγειογράφου.

Μελανόμορφα και ερυθρόμορφα αγγεία
Αμφορέας του Εξηκία (ύψος 61εκ), 6ος π.Χ. αιώνας

Επιστρέφουμε τις σκιαγραφίες της γεωμετρικής περιόδου, πλουτισμένες όμως με καινούργια σωματικότητα και ζωή, όπως και στην κατασκευή του αγγείου ξαναβρίσκουμε μια αυστηρή δομή και άρθρωση των μελών, μια στέρεη αρχιτεκτονική, εμποτισμένη τώρα με χυμούς της «ανατολίζουσας» εμπειρίας, τέτοια που να προσδίδει στο αγγείο ευλύγιστη ισορροπία κα δυναμική τεκτονική.

Η πρώτη καλλιτεχνική προσωπικότητα του μελανόμορφου ρυθμού είναι ο «ζωγράφος του Νέσσου» όπως ονομάσθηκε από την παράσταση της πάλης του Ηρακλή με τον κένταυρο Νέσσο, που υπάρχει στον λαιμό ενός μεγάλου αμφορέα (ύψος: 1,22μ) που βρέθηκε στην οδό Πειραιώς κοντά στο Δίπυλο του Κεραμικού και φιλοξενείται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών. Οι μορφές αυτού του τεχνίτη είναι ρωμαλέες και εύχυμες, δυναμικές και γεμάτες ορμή και τα θέματα που διαλέγει από τη μυθολογία τέτοια που τον βοηθούν στην αποδώσει την κίνηση στην πιο έντονη στιγμή. Με τέτοια έργα η αττική αγγεριογραφία αρχίζει να συναγωνίζεται στη «διεθνή» αγορά τους Κορίνθιους.

Μελανόμορφα και ερυθρόμορφα αγγεία
Αμφορέας του ζωγράφου του Νέσσου
6ος π.Χ. αιώνας

Ο «ζωγράφος του Νέσσου» ανανεώνει τα εκφραστικά μέσα και ανοίγει νέους δρόμους, αλλά κρατά ζωντανή την παράδοση των πρωτοαττικών δημιουργών, το εύρος των μορφών και το μνημειακό τους στοιχείο, ανεπηρέαστος σχεδόν από την κομψή και διακοσμητική αίσθηση της κορινθιακής αγγειογραφίας. Αλλά η γοητεία του κορινθιακού εργαστηρίου δεν άφησε ανέπαφους άλλους τεχνίτες. Ο συναγωνισμός και οι αλληλεπιδράσεις αυτών των δύο μεγάλων κέντρων χαρακτηρίζουν τα πρώτα χρόνια του 6ου π.Χ. αιώνα αλλά η βαθμιαία υπερίσχυση των Αθηναίων έχει ήδη αρχίσει.

Η μελανόμορφή αττική αγγειογραφία φθάνει στην κορυφαία της ώρα στο εργαστήριο του Εξηκία, τον καλύτερο Αθηναίο αγγειογράφο όλων των εποχών. Πρόκειται για μια προσωπικότητα πλούσια, με φαντασία, έμπνευση, εσωτερικό κόσμο και τεχνικές ικανότητες μοναδικές. Αγγειοπλάστης ο ίδιος πλάθει με δεξιοσύνη τα γνωστά σχήματα, αλλά δημιουργεί και νέα. Ως αγγειογράφος προχωρεί πέρα από όλες τις καακατήσεις των ομοτέχνων του και κατακτά χώρους άγνωστους ως τότε στην ελληνική ζωγραφική στο σχέδιο όσο και στη σύνθεση της εικόνας. Αλλά πάνω από όλα δίνει στις παραστάσεις του βάθος και εσωτερική ζωή, στοιχεία άγνωστα ως τότε και μοναδικά. Πριν από τη γέννηση της ελληνικής τραγωδίας διακρίνει μέσα στους ελληνικούς μύθους το τραγικό στοιχείο και το εκφράζει με τρόπο μοναδικό, ενώ άλλοτε εμψυχώνει τις εικόνες του με μια υψηλή λυρική πνοή.

Μελανόμορφα και ερυθρόμορφα αγγεία
«Δίγλωσσος» αμφορέας του ζωγράφου του Ανδοκίδη (~520π.Χ.)

Στο εργαστήριο του Εξηκία συντελείται μια σημαντική μεταβολή στην τεχνική της αττικής αγγειογραφίας: η εμφάνιση του ερυθρόμορφου ρυθμού. Τώρα οι μορφές κρατούν το χρώμα του πηλού και το βάθος γεμίζει με μαύρο γάνωμα. Η τεχνική αυτή παρουσιάζεται διαμιάς και αποτελεί εύρημα ενός τεχνίτη. Με τη νέα τεχνική ανοίγουν καινούργιοι ορίζοντες στους Αθηναίους αγγειογράφους. Τώρα πια μπορούν να εικονίσουν το ανθρώπινο σώμα -το κύριο θέμα των παραστάσεων- σε όλες του τις στάσεις και να εκμεταλλευτούν ως την υπερβολή τους όγκους και τις επιφάνειες που προσφέρει τόσο αυτό, όσο και το ένδυμα που το σκεπάζει.

Μπορούν να συναγωνισθούν τα επιτεύματα του αναγλύφου, να διδαχθούν από τα δημιουργήματα της μεγάλης ζωγραφικής και να μεταφέρουν στο έργο τους τις κατακτήσεις εκείνης. Αλλά προπάντων ανοίγεται ο δρόμος για την καλλιέργεια του σχεδίου, τη χρησιμοποίηση της γραμμής, που θα δώσει κυρίως στο πρώτο μισό του του 5ου π.Χ. αιώνα τα πιο έξοχα δείγματα. Η ελληνική μυθολογία και η ελληνική ζωή θα βρουν τα έργα των ερυθρόμορφων αγγειογράφων την καλύτερή τους έκφραση.

Ο ερυθρόμορφος ρυθμός αρχίζει γύρω στο 525π.Χ. με το έργο του «ζωγράφου του Ανδοκίδη» μαθητή του Εξηκία, από τον οποίο διδάχθηκε το καθαρό και εκφραστικό σχέδιο, την ακρίβεια στη λεπτομέρεια και την υπολογισμένη σύνθεση των μορφών. Από τα έργα του χαρακτηριστικά για το κλίμα της εποχής είναι έξι αμφορείς που ονομάζονται «δίγλωσσοι», γιατί η μία όψη έχει ερυθρόμορφη παράσταση, ενώ η άλλη μελανόμορφη. Είναι διδακτική η σύγκριση των δύο παραστάσεων: στις ερυθρόμορφες παραστάσεις οι μορφές έχουν μια ελεύθερη και τολμηρή απόδοση, κινούνται πολύ πιο άνετα στον χώρο και κερδίζουν όγκο και σωματικότητα. Σε αυτήν την πρώτη φάση του ερυθρόμορφου ρυθμού πολλοί αξιόλογοι τεχνίτες δοκιμάζουν τη νέα τεχνική χωρίς να εγκαταλείπουν την παλαιά.

Αν και η κορινθιακή και αττική παραγωγή αγγείων του 6ου π.Χ. αιώνα καλύπτει το μέγιστο ποσοστό της ελληνικής παραγωγής και προπάντων της εξαγωγής στις «διεθνείς» αγορές, δεν πρέπει να φανταστούμε πως οι υπόλοιπες ελληνικές περιοχές δεν είχαν τα τοπικά τους εργαστήρια. Η άμεση ανάγκη κατασκευής αγγείων για κάθε χρήση ήταν τόσο μεγάλη, ώστε σχεδόν κάθε ελληνική πόλη είχε το κεραμεικό της εργαστήριο για τα σκεύη της καθημερινής ζωής. Μερικά από αυτά τα τοπικά εργαστήρια ξεπέρασαν τα όρια της απλής κατασκευής χρηστικών σκευών και δημιούργησαν έργα καλλιτεχνικής ποιόητας. Ωστόσο κανένα δεν κατόρθωσε να φτάσει τις αττικές δημιουργίες και προπάντων να δημιουργήσει μια υψηλή καλλιτεχνική παράδοση.

Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους