Πώς θα σωθεί η Ελλάδα και πώς θα αποπλύνει την ατίμωση;

Η κατάρρευση του μετώπου στη Μικρά Ασία το 1922 δημιούργησε μια έκρυθμη κατάσταση στον ελληνικό στρατό. Αισθήματα οργής και ανασφάλειας, απορίας, αγανάκτησης εναντίον των υπευθύνων, αδιαφορίας και αποπροσανατολισμού, συνιστούσαν μαζί με τη γενική σύγχυση, το κλίμα των ημερών εκείνων. Κλίμα εξαιρετικά πρόσφορο για κάθε είδους ανατροπές, μέσα στο οποίο δραστηριοποιήθηκαν μια μερίδα των αξιωματικών του πεζικού για να συγκλίνουν τελικά στο ερώτημα «πώς θα σωθεί η Ελλάδα και πώς θα αποπλύνει την ατίμωση;».

Πώς θα σωθεί που η Ελλάδακαι πώς θα αποπλύνει την ατίμωση;
Ο συνταγματάρχης Νικόλαος Πλαστήρας

Κέντρο των συζητήσεων αυτών ήταν ο βενιζελικός συνταγματάρχης Νικόλαος Πλαστήρας. Ο Πλαστήρας ικανός, θαρραλέος και δημοφιλής αξιωματικός, είχε διακριθεί κατά τη διάρεκια του πολέμου και ιδιαίτερα κατά τις μάχες των οπισθοφυλακών, που το σύνταγμά του μαζί με το τμήματα που διοικούσε ο συνταγματάρχης Στυλ. Γονατάς είχαν συνάψει για την κάλυψη της υποχώρησης του κύριου όγκου των ελληνικών δυνάμεων από το νότιο μέτωπο.

Στη Χίο έφτασε στις 3/16 Σεπτεμβρίου μαζί με τα τελευταία τμήματα στρατού που αποχωρούσε από τη χερσόνησο της Ερυθραίας. Από τη πρώτη μέρα της άφιξης του εκεί δεν απέκρυψε από τον στενό κύκλο των φίλων αξιωματικών την πρόθεσή του να ανατρέψει το Κωνσταντινικό καθεστώς, και προσπάθησε να έρθει σε επαφή με ομόφρωνες συναδέλφους του τού πεζικού στη Μυτιλήνη, που ήταν το δεύτερο σημείο συγκέντρωσης μεγάλου αριθμού στρατιωτικών μονάδων.

Για την προστασία του κινήματος δεν χρειάστηκαν περισσότερες από 8 μέρες. Στις 11/24 Σεπτεμβρίου καταργήθηκαν οι στρατιωτικές και πολιτικές αεχές της Χίου, εν ονόματι της τριμελούς επαναστατικής επιτροπής που την αποτελούσαν ο Νικόλας Πλαστήρας, ο συνταγματάρχης Παν. Γαρδίκας και ο αντισυνταγματάρχης Μιλτ. Κοιμήσης.

Στη Μυτιλήνη την πρωτοβουλία της οργάνωσης των αξιωματικών την είχαν αναλάβει οι συνταγματάρχες του πεζικού Κ. Μαμούρης και Α. Πρωτοσύγγελ. Μαζί με τον συνταγματάρχη Γονατά που προσχώρησε στο κίνημα, ξεπερνώντας τους αρχικούς του δισταγμούς, αποτέλεσαν την εκεί επαναστατική τριανδρία. Με την προσχώρηση του Γονατά που ήταν μετριοπαθής Κωνσταντινικός, όπως άλλωστε και πολλοί από εκείνους που υποστήριξαν από την αρχή ή έλαβαν μέρος αργότερα στο κίνημα, η «επανάσταση» έπαιρνε «εθνικό χαρακτήρα».

Την ιδια μέρα που εκδηλώθηκε το κίνημα τη Χίο, η επανστατική επιτροπή της Μυτιλήνης, πέτυχε να καταλύσει τις στρατιωτικές και πολιτικές αρχές. Η αντίσταση και στις δύο περιπτώσεις υπήρξε ασήμαντη, ενώ η κατάληψη των τηλεγραφείων από τους επαναστάτες εξασφάλισε στο κίνημα το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού απέναντι στο καθεστώς των Αθηνών.

Παράλληλα μετις προετοιμασίες για την ταυτόχρονη εκδήλωση του κινήματος στη Χίο και στη Μυτιλήνη προσχωρούσε και το έργο της μύησης των αξιωματικών του ναυτικού. Με την προσχώρηση του στόλου λύθηκε το πρόβλημα της μεταφοράς των επαναστατών στην Αθήνα.

Τα πλοία με τις δυνάμεις του Πλαστήρα και του Γονατά ξεκίνησαν χωριστά στις 12/24 Σεπτεμβρίου από τα δύο νησιά, για να συναντηθούν έξω από τις ακτές της Αττικής. Οι επανασταστημένς μονάδες του στρατού και του ναυτικού, που είχαν ονομαστεί «Αποβατικόν Σώμα καταλήψεως Αθηνών», σκόπευαν να αιφνιδιάσουν την κυβέρνηση, πριν «προφθάσουν να φυγαδευθούν οι ένοχοι», με αποβάσεις ανδρών στον Ωρωπό, Πόρτο Ράφτη, Ραφήνα και Λαύριο.

Πώς θα σωθεί που η Ελλάδακαι πώς θα αποπλύνει την ατίμωση;
Ο συνταγματάρχης Στυλ. Γονατάς

Ο Γονατάς ωστόσο, είτε από κακή συνεννόηση, είτε γιατί -μετριοπαθέστερος από τον Πλαστήρα και τους οπαδούς του- προτιμούσε ίσως την παράδοση του Κωνσταντινικού καθεστώτος από την ένοπλη σύγκρουση μαζί του, είτε τέλος για να εξασφαλίσει de facto την αρχηγία του πάνω στο κίνημα, έστειλε με στρατωτικό αεροπλάνο τις προκηρύξεις που έπεσαν στην Αθήνα το πρωί της 13/26 Σεπτεμβρίου. Στις προκηρύξεις αυτές ο Γονατάς «εξ ονόματος του εν Μυτιλήνη και Χίω Στρατού και Στόλου» ζητούσε: 1) την παραίτηση του Κωνσταντίνου «χάριν της Πατρίδος, υπέρ του Διαδόχου», 2) την άμεση διάλυση της Εθνοσυνέλευσης, 3) τον «σχηματισμό κυβέρνησης αχρόου και εμπνεούσης εμπιστοσύνην εις την Αντάντ», 4) την άμεση ενίσχυση του Θρακικού μετώπου.

Το στοιχείο του αιφνιδιασμού είχε χαθεί, αλλά η προκήρυξη παρακίνησε σε άμεση δράση την προσωρινή επαναστατική επιτροπή, που είχε ήδη σχηματισθεί στη Αθήνα, μετά την κατάρρευση του μετώπου με πρωτεργάτη τον απόστρατο τότε υποστράτηγο Θ. Πάγκαλο. Στην επιτροπή αυτή συμμετείχαν οι υποστράτηγοι, Αλ. Μαζαράκη, Π. Γαργαλίδης, και Χ. Τσερούλης, ο πλοιαρχός Αλ. Χατζηκυριάκος, και ο αντιπλοίαρχος Αν. Κολιαλέξης.

Από τα γραφεία του «Ελεύθερου Βήματος» του Δ. Λαμπράκη, όπου είχε εγκατασταθεί η επαναστατική επιτροπή των Αθηνών, ο Πάγκαλος διέταξε εκτεταμένες συλλήψεις αντιβενιζελικών στρατιωτικών και πολιτικών παραγόντων. Από τους πρώτους που συνελήφθησαν και κρατήθηκαν στην Αστυνομική Διεύθυνση της οδού Πατησίων οι κυβερνήτες Δ. Γούναρης, Νικ. Στράτος, Π. ε, Ν. Θεοτόκης, ο υποναύαρχος Μιχ. Γούδας και ο υποστράτηγος Ξ. Στρατηγός (που είχαν διατελέσει υπουργοί αντιβενιζελικών κυβερνήσεων), ο φρούραχος των Αθηνών Τσόντος Βάρδας και άλλοι.

Το βράδυ της 13/26ης Σεπτεμβρίου έφθασαν στο Λαύριο οι δυνάμεις των επαναστατών. Την αρχηγία της επιχείρησης για την κατάληψη των Αθηνών την ανέλαβε ο Γονατάς, με επιτελάρχη τον αντισυνταγματάρχη Πρωτοσύγγελο. Σχηματίστηκε ενιαία δωδεκαμελής επαναστατική επιτροπή υπό την προεδρία του Γονατά, που την αποτελούσαν οι συνταγματάρχες, Γονατάς, Πλαστήρας, Κουρουσόπουλος, Γαρδίκας και Εδιπίδης, οι αντισυνταγματάρχες Πρωτοσύγγελος, Μαμούρης, Κοιμήσης, Χασαπίδης και Παναγόπουλος και οι αντιπλοίαρχοι, Πετροπουλάκης και Φωκάς. Ορίστηκε επίσης τριμελής Εκτελεστική Επιτροπή της Επανάστασης από τους Στ. Γονατά (στρατός Μυιλήνης), Ν. Πλαστήρα (στρατός Χίου) και Φωκά (Ναυτικό).

Ο Κωνσταντίνος παρακινούμενος από τον Ι. Μεταξά, σκέφθηκε προς στιγμήν να προβάλει αντίσταση και κήρυξε τον στρατιωτικό νόμο στις 13/26 Σεπτεμβρίου -λίγο μετά την ρίψη των προκηρύξεων. Όσο περνούσαν όμως οι ώρες τόσο λιγότερες πιθανότητες επιτυχίας φαινόταν ότι θα μπορούσε να έχει κάθε προσπάθεια αντίστασης.

Με την άφιξη των επαναστατών στο Λαύριο προσχώρησαν στο κίνημα μεραρχία του ιππικό, τμήμα των ναυτικών δυνάμεων Πειραιά και μεγάλη δύναμη χωροφυλακής. Η κυβέρνηση παραιτήθηκε και ο στρατηγός Παπούλας, με εντολή του Κωνσταντίνου, κατέβηκε στο Σούνιο, για να πείσει τους αρχηγούς του κινήματος να περιοριστούν -προς το παρόν- στην παραίτηση της κυβέρνησης, το οποίο δεν έγινε δεκτό. Τελικά ο βασιλιάς Κωνσταντίνος γνωστοποίησε με διάγγελμά του την απόφασή του να παραιτηθεί από τον θρόνο.

Το κίνημα είχε επικρατήσει. Στις 15/28 Σεπτεμβρίου τα πρώτα τμήματα του μικρασιατικού στρατού, 12.000 περίπου μάχιμοι, εξαντλημένοι αλλά στοιχημένοι, πέρασαν από τους κεντρικούς δρόμους της Αθήνας. Η «επανάσταση» έγινε δεκτή από τους κατοίκους της Αθήνας με ανάμεικτα συναισθήματα χαράς και ανησυχίας, ελπίδας και επιφυλακτικότητας. Ο κλονισμός της καταστροφής ήταν τόσο σφοδρός που τίποτα δεν προκαλούσε ιδιαίτερη εντύπωση. Ένα μόνο από τα ανεπίσημα, στο στάδιο εκείνο, συνθήματα φαινόταν να έχει ευρύτερη απήχηση: «Θάνατος στους προδότες». Σύνθημα-αίτημα που θα ικανοποιηθεί τον Νοέμβριο του ίδιου έτους με τη Δίκη των Εξ.

Ο χαρακτήρας του στρατιωτικού κινήματος του Σεπτεμβρίου του 1922 καθορίστηκε ουσιαστικά από εκείνο που οι πρωταγωνιστές του -εκφράζοντας στο σημείο αυτό τις απόψεις της πλειοψηφίας του σώματος των αξιωματικών- θεώρησαν ως βασικό λόγο της καταστροφής. Ο λόγος αυτός ήταν ένας: η προδοσία, που αποτελεί άλλωστε τη «Μαύρη Μοίρα της Ελλάδας».

Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους