Στις 26 Αυγούστου 1922 εκδηλώθηκε κατά μήκος των προωθημένων ελληνικών θέσεων, στο Αφιόν Καραχισάρ, η μεγάλη τουρκική επίθεση. Η σύμπτωση άτυχων στρατιωτικών ελιγμών και ανεξέλεγκτων δυσμενών συγκυριών έφερε το τέλος της μικρασιατικής εκστρατείας. Η πρώτη διάρρηξη και η διάσπαση, στη συνέχεια, του ελληνικού μετώπου οδήγησε, σε διάστημα ημερών, στην κατάρρευση του ελλνηικού αμυντικού συστήματος στο ευρύτερο στρατηγικό πεδίο της Μικράς Ασίας.

Στις 9 Σπετεμβρίου, η πόλη και οι κάτοικοι της Σμύρνης παραδίδονταν στο καταστροφικό μένος των Τούρκων, ενώ τα υπολείμματα της ελληνικής στρατιάς, μόλις κατόρθωναν να εγκαταλείψουν τα παράλια της Ιωνίας. Οι βαρύτερες απώλειες στο πολεμικό πεδίο, οι σφαγές, οι βιαιοπραγίες και οι λεηλασίες σε βάρος του άμαχου χριστιανικού πληθυσμού, η απαγωγή στο εσωτερικό της Ανατολίας και ο τελικός αφανισμός εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων και Αρμενίων, ο οριστικός ξεριζωμός του ελληνικού στοιχείου από την πανάρχαια γη των προπατόρων τους, συνέθεταν τις αμεσότερα απτές εκφάνσεις της μικρασιατικής τραγωδίας.
Ενώ κορυφωνόταν η εθνική τραγωδία, η ροή των εξελίξεων στο χώρο της Εγγύς Ανατολής συσσώρευσε πρόσθετους κινδύνους για τον Ελληνισμό. Κυρίαρχος από άκρο σε άκρο της Μικράς Ασίας, ο Μουσταφά Κεμάλ βρισκόταν αντιμέτωπος με τα συμμαχικά στρατεύματα, επιφορτισμένα με τον στρατηγικό έλεγχο των Στενών και της Κωνσταντινούπολης. Ήταν, όμως, πράγματι διατεθειμένος ακόμα και να προσβάλει επιθετικά τα ευρωπαϊκά αγήματα προκειμένου να επιβάλει την άμεση αποκατάσταση της τουρκικής κυριαρχίας στην ανατολική Θράκη; Το εγχείρημα θα ήταν, όχι μόνο πολιτικά, αλλά και στρατιωτικά παρακινδυνευμένο, αν συνεκτιμηθεί και το γεγονός της παρουσίας αξιόμαχων ελληνικών δυνάμεων στην περιοχή.
Αλλά η ουσιαστική ματαίωση του σχεδιασμού για τη μετατόπιση του πόλου ισχύος, στο χώρο με επίκεντρο το Αιγαίο και τα Στενά, από την οθωμανική αυτοκρατορία σε μια ενισχυμένη γεωπολιτικά Ελλάδα είχε επιφέρει πολυσήμαντες διπλωματικές διαφοροποιήσεις. Στο πλαίσιο της νέας ισορροπίας των δυνάμεων που έτεινε να διαμορφωθεί στην περιοχή, η εθνικιστική Τουρκία προοριζόταν να αναλάβει ρόλο καταλυτικής σημασίας.
Η επίγνωση της πραγματικής αυτής κατάστασης επέβαλε στις συμμαχικές κυβερνήσεις, ακόμη και στη βρετανική, την υιοθέτηση στάσης ιδιαίτερα συγκρατημένης και μετριοπαθούς απέναντι στην υπεροπτικά αδιάλλακτη κεμαλική ηγεσία. Η τουρκική αξίωση για την επανάκτηση της ανατολικής Θράκης ικανοποιούνταν μετά την πάροδο λίγων και μόνο ημερών σε αντάλλαγμα για την επίτευξη συμφωνίας ανακωχής ενόψει του οριστικού ειρηνευτικού διακανονισμού.
Στις 11 Οκτωβρίου οι αντιπρόσωποι της Τουρκίας, της Μεγάλης Βρετανίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας συνομολογούσαν, στα Μουδανιά της προποντίδας, τους όρους της ανακωχής. Άμεση αποχώρηση των ελληνικών στρατευμάτων από την ανατολική Θράκη και αποκατάσταση των τουρκικών αρχών σε διάστημα τριάντα ημερών, διατήρηση των ευρωπαϊκών στρατευμάτων στην ουδέτερη ζώνη του Ελλησπόντου και του Βοσπόρου ως τη συνομολόγηση της τελικής εριήνης.
Η αναγκαστική ελληνική συναίνεση επιβεβαιωνόταν εκ των υστέρων. Πικρό, και πέρα από κάθε θεώρημα για την ισορροπία στις διακριτικές σχέσεις, το τίμημα της αποτυχίας. Ανίσχυρη να αντιμετωπίσει την προοπτική όχι μόνο της σύγκρουσης, αλλά ούτε και της αντιπαράθεσης προς τη συμμαχική βούληση, όταν διακυβευόταν η μελοντική υπόσταση καιν αυτής της ελληνικής επικράτειας, η Αθήνα υποδεχόταν τις αποφάσεις των Μουδανιών με την ελπίδα να μην αποξενωθεί από τη συμμαχική κατανόηση στην κρίσιμη φάση των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων. Αυτή ήταν η θέση και του Βενιζέλου, όταν καλούνταν από την επαναστατική επιτροπή Γονατά-Πλαστήρα-Φωκά να αναλάβει την ηγεσία της ελληνικής αντιπροσωπείας στην επικείμενη συνδιάσκεψη για την ειρήνη.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους
Με πληροφορίες από: Η ελληνική εξωτερική πολιτική, Κωνσταντίνος Σβολόπουλος