Το σχέδιο Μακμίλλαν

Το Λονδίνο χρειαζόταν ένα σχέδιο που, χωρίς να εφαρμόζει άμεσα στη διχοτόμηση της Κύπρου, θα ικανοποιούσε τους Τούρκους. Σε αυτόν ακριβώς τον στόχο κατέτεινε το σχέδιο Μακμίλλαν: προέβλεπε διατήρηση της βρετανικής κυριαρχίας για επτά χρόνια, «συνεταιρισμό» στη διοίκηση της νήσου της Ελλάδας και της Τουρκίας που θα διόριζαν κυβερνητικούς αντιπροσώπους-βοηθούς του κυβερνήτη, καθώς και εισαγωγή Συντάγματος βασισμένου στην αρχή της «μείζονος κοινοτικής αυτονομίας», που συνεπαγόταν ουσιαστικά ισότητα εξουσιών των δύο κοινοτήτων.

Δεν προβλεπόταν δημιουργία ενιαίου Κοινοβουλίου και αντίθετα θα συστήνονταν δύο κοινοτικές Βουλές, που θα ρύθμιζαν κοινοτικά θέματα, χωρίς όμως να διευκρινίζεται η έννοια του «κοινοτικού θέματος». Προβλεπόταν διπλή υπηκοότητα για τους Κύπριους. Το Υπουργικό Συμβούλιο θα απαρτιζόταν από τέσσερις Ελληνοκυπρίους και δύο Τουρκοκυπρίους υπουργούς ενώ μέλη του θα ήταν και οι κυβερνητικοί αντιπρόσωποι της Ελλάδας και της Τουρκίας. Μετά από επταετή περίοδο εφαρμογής του σχεδίου θα εξεταζόταν η πιθανότητα σύστασης (βρετανικής, ελληνικής και τουρκικής) συγκυριαρχίας στο νησί.

Το σχέδιο Μακμίλλαν έφερνε την ελληνική πλευρά κυριολεκτικά στο χείλος του γκρεμού. Ακριβώς επειδή ήταν τόσο χωριστικού χαρακτήρα, μπορούσε να εφαρμοστεί μερικώς, με τη συνεργασία μόνης της τουρκικής κυβέρνησης και μόνο της τουρκοκυπριακής μερίδας του πληθυσμού – άρα η απόρριψή του από την Ελλάδα δεν ακύρωνε τα πλεονεκτήματα που εξασφάλιζε από αυτό η τουρκική πλευρά. Ιδιαίτερα η ενδεχόμενη παρουσία του Τούρκου κυβερνητικού αντιπροσώπου στην Κύπρο, θα επέφερε την επιστροφή της τουρκικής κρατικής αρχής, για πρώτη φορά μετά το 1878 και θα προδίκαζε κατά τρόπο αποφασιστικό την μελλοντική λύση.

Το σχέδιο Μακμίλλαν ανακοινώθηκε διά της διπλωματικής οδού στην Ελληνική και την τουρκική κυβέρνηση στις 10-11 Ιουνίου. Αρχικά η Άγκυρα το απέρριψε, καθώς δεν της πρόσφερε τις στρατιωτικές βάσεις που είχε ζητήσει την άνοιξη – σύντομα όμως άρχισε να ανακαλύπτει τα τεράστια πλεονεκτήματα που της έδινε και δήλωσε ότι το σχέδιο ήταν τόσο εξισορροπημένο ώστε δεν πρόκειται να γίνει οποιαδήποτε αλλαγή. Η ελληνική κυβέρνηση και ο Μακάριος το απέρριψαν αμέσως. Ο Καραμανλής έκανε σαφές σε Βρετανούς και Αμερικανούς ότι η δυτική συμμαχία αδικούσε και εγκατέλειπε την Ελλάδα, και τόνισε ότι η κυβέρνησή του δεν μπορούσε να διατηρήσει την εξουσία σε περίπτωση εφαρμογής του σχεδίου και ίσως ολισθούσε η χώρα εκτός από της δυτικής συμμαχίας.

Η ελληνική κυβέρνηση και ο Μακάριος αντιλήφθηκαν ότι η απόρριψη του σχεδίου δεν ήταν αρκετή, αφού η Βρετανία θα μπορούσε να το εφαρμόσει με τη συνεργασία μόνης της Τουρκίας, δημιουργώντας τετελεσμένα στο νησί. Όφειλαν λοπόν να προβάλλουν μια άλλη εναλλακτική λύση. Για τον λόγο αυτό ο Μακάριος πρότεινε ακόμη και την εισαγωγή φιλελεύθερου Συντάγματος, χωρίς πρόβλεψη για εφαρμογή αυτοδιάθεσης. Όσον αφορούσε το σχέδιο η ελληνική κυβέρνηση και η Εθναρχία άσκησαν έντονες πιέσεις κυρίως στη Βρετανία, αλλά και στις ΗΠΑ, για απάλειψη της πρόβλεψης για κυβερνητικούς αντιπροσώπους, σύσταση εναίου Κοινοβουλίου και ρητή πρόβλεψη ότι οι προηγούμενες διακηρύξεις της βρετανικής κυβέρνησης θα θεωρούνταν ως μη γενόμενες.

Έτσι πίστευε η ελληνική πλευρά, θα απέμενε από το σχέδιο η κοινοτική αυτονομία, που από μόνη της δεν αρκούσε για να αποτρέψει μια τελική λύση ανεξαρτησίας. Η προοπτική νέας επιδείνωσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων ανησύχησε και το ΝΑΤΟ: ο Σπάακ ανέλαβε τον Ιούλιο τη μεσολαβητική πρωτοβουλία, με κύριο χαρακτηριστικό την πρόταση για απάλειψη των κυβερνητικών αντιπροσώπων, όπως επιζητούσε η Αθήνα.

Ωστόσο, στο σημείο αυτό ο Μακμίλλαν, φοβούμενος μήπως χάσει την πρωτοβουλία των κινήσεων, επισκέφθηκε την Αθήνα και την άγκυρα για διαβουλεύσεις και ματαίωσε την πρωτοβουλία του γενικού γραμματέα του ΝΑΤΟ. Στην ελληνική πρωτεύουσα, ο Καραμανλής επανέλαβε τις αλλαγές που έπρεπε οπωσδήποτε να γίνουν στο σχέδιο. Στην Άγκυρα, ο Μακμίλλαν αντιμετώπισε το τουρκικό αίτημα να εφαρμοστεί το σχέδιο ως είχε, ή να τονιστεί ακόμη περισσότερο ο χωριστικός του χαρακτήρας, Κατόπιν πήγε στην Κύπρο.

Μετά την περιοδεία του ο Βρετανός πολιτικός επέφερε ορισμένες αλλαγές στο σχέδιο: οι κυβερνητικοί αντιπρόσωποι θα παρέμεναν, απλώς δεν θα ήταν μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου. Παράλλληλα προβλεπόταν και η δημιουργία χωριστών (ελληνικών και τουρκικών) δήμων στις μεγάλες πόλεις. Το σχέδιο θα ετίθετο σε εφαρμογή και διορισμός των κυβερνητικών αντιπροσώπων θα γινόταν την 1η Οκτωβρίου. Το αναθεωρημένο σχέδιο δόθηκε στην ελληνική και στην τουρκική πλευρά στις 14 Αυγούστου.

Τελικά, Ελλάδα, Τουρκία και Μακάριος απέρριψαν το σχέδιο, ο καθένας για τους δικούς του λόγους. Ο Καραμανλής απέρριψε το σχέδιο, όμως αποδέχτηκε την ιδέα της αυτοδιοίκησης υπό βρετανική κυριαρχία. Πάντως ενημέρωσε το ΝΑΤΟ πως η θέση της Ελλάδας στη συμμαχία θα ήταν εν αμφιβόλω εάν η Βρετανία συνέχιζε να προωθεί το σχέδιο. Η Τουρκία απέρριψε το σχέδιο, γιατί δεν είχε δρόμο προς τη διχοτόμηση, αν και δήλωσε πρόθυμη να συζητήσει διάφορες πτυχές. Ο Μακάριος, που εκείνη την εποχή βρισκόταν στην Αθήνα, απέρριψε την πρόταση. Όμως σε μια συνέντευξη του στην βουλευτή του Βρετανικού Εργατικού Κόμματος Μπάρμπαρα Κασλ είπε για πρώτη φορά πως η ανεξαρτησία (και άρα όχι η ένωση) υπό την καθοδήγηση του ΟΗΕ, είναι κάτι που πρέπει να ληφθεί υπόψιν.

Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους