Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου

Οι Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου, που υπογράφηκαν το 1959 μεταξύ Μεγάλης Βρετανίας, Ελλάδας,  Τουρκίας, ελληνοκυπριακής και τουρκοκυπριακής κοινότητας, ήταν οι Συνθήκες με τις οποίες τερματίστηκε η βρετανική κυριαρχία επί της Κύπρου και ιδρύθηκε ανεξάρτητο Κυπριακό κράτος. Οι συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου είχαν υπογραφεί η μεν πρώτη στο ξενοδοχείο Ντόλτερ της  Ζυρίχης στις 11 Φεβρουαρίου του 1959 από τους Κωνσταντίνο Καραμανλή και Αντνάν Μεντερές, πρωθυπουργό της Τουρκίας, η δε δεύτερη στο Λάνκαστερ Χάουζ του Λονδίνου στις 19 Φεβρουαρίου  του 1959, από τους δύο προαναφερθέντες συν τον Βρετανό ομόλογό τους Χάρολντ Μακμίλλαν, ενώ κάποια συνημμένα κείμενα είχαν υπογραφεί από τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου Μακάριο Γ’ και τον αντιπρόεδρο Φαζίλ Κιουτσούκ, οι οποίοι είχαν γνώση του συνόλου των συμφωνιών.

Μπροστά οι πρωθυπουργοί Τουρκίας Μεντερές και Ελλάδας Καραμανλής.
Ακολουθούν οι υπουργοί Εξωτερικών Ζορλού και Αβέρωφ-Τοσίτσας.
Οι συμφωνίες της Ζυρίχης

Οι συμφωνίες της Ζυρίχης προέβλεπαν τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου κράτους, της Δημοκρατίας της Κύπρου, με αποκλεισμό αντίστοιχα της Ένωσης και της διχοτόμησης. Περιελάμβαναν τις βασικές διατάξεις ενός κυπριακού Συντάγματος που βασιζόταν στην αποδοχή της αρχής της κοινοτικής αυτονομίας. Το νέος κράτος αποκτούσε προεδρικό πολίτευμα με Ελληνοκύπριο πρόεδρο και Τουρκοκύπριο αντιπρόεδρο, εκλεγμένων από τις αντίστοιχες κοινότητες για πέντε χρόνια. Σεεεπρίπτωση απουσίας ή αδυναμίας άσκησης των καθηκόντων τους, προβλεπόταν η ανικατάσταση τους από τους προέδρους, αντίστοιχα, των δύο κοινοτικών Βουλών, έτσι ώστε να μην αναλάβει ποτέ Τουρκοκύπριος το αξίωμα του προέδρου. Ο πρόεδρος και ο αντιπρόεδρος αποκτούσαν δικαίωμα βέτο σε ζηήηματα εξωτερικής πολιτικής και και εσωτερικής ασφάλειας.

Το Υπουργικό Συμβούλιο απαρτιζόταν από επτά Ελληνοκύπριους και τρεις Τουρκοκύπριους υπουργούς, ενώ τα Υπουργεία Αμύνης, Οικονομικών ή Εξωτερικών θα έπρεπε πάντα να είναι σε Τουρκοκύπριο. Εκτός των δύο κοινοτικών Συνελεύσεων προβλεπόταν δημιουργία ενιαίας Βουλής Αντιπροσώπων με συμμετοχή κατά 70% Ελληνοκύπριων και 30% Τουρκοκύπριων.

Ακόμη στη Ζυρίχη συμφωνήθηκε η Συνθήκη Εγγυήσεως σύμφωνα με την οποία η Ελλάδα, η Τουρκία και η Βρετανία θα εγγυόταν για την ανεξαρτησία, την ασφάλεια, την εδαφική ακεραιότητα και το πολίτευμα της Κύπρου, η οποία δεν θα είχε δικαίωμα να κινηθεί είτε προς την κατεύθυνση της Ένωσης είτε προς την κατεύθυνση της διχοτόμησης.

Υπογράφηκε επίσης η «συμφωνία κυριών» Καραμανλή και Μεντερές, που μεταξύ άλλων προέβλεπε ότι οι δύο χώρες θα στήριζαν την ένταξη της Κύπρου στο ΝΑΤΟ και θα ζητούσαν με διαβήματά τους στον πρόεδρο και τον αντιπρόεδρο της Κύπρου την απαγόρευση του κομμουνιστικού κόμματος στο νέο κράτος. Ακόμη ρύθμιζε ζητήματα σχετικά με την αμνηστία και τη διαδικασία κατάρτισης του Συντάγματος. Η συμφωνία αυτή δεν ανακοινώθηκε. Οι μόνοι που γνώριζαν για τη ύπαρξή της ήταν ο Μακάριος και ο Κιουτσούκ της Κύπρου.

Η συμφωνία του Λονδίνου

Στο Λονδίνο, η Βρετανία αποδέχθηκε να παραχωρήσει την κυριαρία της Κύπρου στις 19 Φεβρουαρίου 1960, εκτός από δύο περιοχές την Δεκέλεια και το Ακρωτήρι, τις οποίες διατηρούσε ως κύριες βάσεις. Επίσης διατηρούσε ορισμένες στρατιωτικού χαρακτήρα διευκολύνσεις. Συμφωνήθηκαν ακόμη μέτρα για την εφαρμογή των Συμφωνιών.

Την υπογραφή των συμφωνιών ακολούθησε η έγκρισή τους από τα αντίστοιχα Κοινοβούλια. Ο Μακάριος επανήλθε στο νησί την 1η Μαρτίου 1959, και έγινε δεκτός με ενθουσιασμό από τον ελληνοκυπριακό λαό, τον οποίο προσφώνησε με το περίφημο «νενικήκαμεν». Ο Γρίβας αποδέχτηκε τις συμφωνίες, σταμάτησε τη δράση του και επέστρεψε στην Ελλάδα τα μέσα Μαρτίου, όπου προήχθη στο βαθμό του στρατηγού, παρασημοφορήθηκε και ανακηρύχθηκε από τη Βουλή «άξιος της πατρίδας».

Στον τρόπο εφαρμογής των συμφωνιών βρισκόταν το μεγάλο «στοίχημα» για το μέλλον της Κύπρου μετά την ανεξαρτησία. Ήταν συνεπώς αναγκαία η επίδειξη αμοιβαίας μετριοπάθειας, ώστε να λειτουργήσει ομαλά το δύσκαμπτο πολίτευμα και να κατοχυρωθεί η ειρηνική πορεία της Κύπρου προς την πολιτική, οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη, η οποία κατά την άποψη των πρωτεργατών των συμφωνιών, ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για τη διαμόρωση ενός θετικού μέλλοντος στη Μεγαλόνησο. Έτσι, στις αρχές του 1959, η σελίδα του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα γύριζε. Άρχιζε η μεγάλη προσπάθεια γαι να κερδηθεί η ειρήνη.

Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους