Μεσαιωνικό Βασίλειο της Κύπρου

Μετά από την κατάληψη της Κύπρου κατά την Γ΄ Σταυροφορία (1191) από τον Ριχάρδο Α΄ τον Λεοντόκαρδο, τον άνθρωπο που απόσχισε την Κύπρο από τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, ιδρύθηκε το μεσαιωνικό βασίλειο της Κύπρου (1192), όταν ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος πούλησε το νησί στον Γκυ de Lusignan, πρώην βασιλιά της Ιερουσαλήμ. Έτσι, η εξουσία στο νησί πέρασε στην οικογένεια των Lusignan, οι οποίοι κυβέρνησαν για σχεδόν 300 χρόνια. Το μεσαιωνικό βασίλειο της Κύπρου έληξε το 1489, όταν η τελευταία βασίλισσα, η Αικατερίνη Κορνάρο, πούλησε το νησί στη Βενετία. Το βασίλειο δεν περιείχε μονάχα το νησί της Κύπρου αλλά και πόλεις της ανατολής όπως η Αττάλεια (1361 – 1373) και η Κώρυκος (1361 – 1448).

Μεσαιωνικό Βασίλειο της Κύπρου
Το μεσαιωνικό φρούριο στο Κολόσσι Λεμεσού, περίοδος Lusignan

Οι θεσμοί του μεσαιωνικού βασιλείου της Κύπρου προέκυψαν από μια μεταφύτευση του φεουδαρχικού συστήματος της δυτικής Ευρώπης, όπως τούτο είχε παγιωθεί στις μοναρχίες που είχαν δημιουργηθεί από τους σταυροφόρους στη Συρία, και στην Παλαιστίνη. Η βασική δομή των φεουδαρχικών καθεστώτων στις μοναρχίες αυτές, ενώ δεν απομακρυνόταν από τα δυτικοευρωπαϊκά πρότυπα, παρουσίαζε τοπικές παραλλαγές που οφείλονταν: α) στην εθνική και θρησκευτική ετερογένεια πληθυσμών εξαναγκασμένων σε καθεστώς υποτέλειας και β) στις αναπτυγμένες εμπορικές σχέσεις στην περιοχή αυτή της Μεσογείου, όπου διεξαγόταν μεγάλο μέρος των εμπορικών ανταλλαγών Ανατολής και Δύσης. Οι εμπορικές αυτές δραστηριότητες επηρέαζαν την πολιτική δομή των φεουδαρχικών μοναρχιών κατά το ότι συνεπάγονταν την ενσωμάτωση ουσιαστικών αστικών θεσμών, την ανάπτυξη αστικών και βιοτεχνικών κέντρων, και την άνοδο μιας οικονομικά ισχυρής τάξης αστών.

Η είσοδος του μεγαλύτερου μέρους των Κυπρίων, δηλαδή του αγροτικού πληθυσμού, στους κόλπους του νέου φεουδαρχικού καθεστώτος διευκολύνθηκε από το γεγονός ότι μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού αυτού διατελούσε υπό ανάλογο φεουδαρχικό σύστημα, το οποίο είχε διαμορφωθεί επί Κομνηνών, και είχε ενισχυθεί από τον τοπικό ηγεμόνα Ισαάκιο Κομνηνό. Έτσι, για τη μεγάλη μάζα των δουλοπαροίκων, η μεταπολίτευση σήμαινε μεταβίβαση υποτέλειας σε ομοιογενές κοινωνικό και οικονομικό καθεστώς, αν και ανομοιογενές εθνολογικά και θρησκευτικά. Η μόνη σοβαρή διαφορά στη μεταβίβαση αυτή αφορούσε την αριθμητική κατανομή των διαφόρων υποτελών τάξεων του ελληνικού πληθυσμού.

Στην κοινωνική και οικονομική διάρθρωση του ελληνικού πληθυσμού της Κύπρου, υπό το φράγκικο καθεστώς, διακρίνονται τρεις βασικές τάξεις. Η τάξη των δουλοπάροικων, οι οποίοι γενικά είναι γνωστοί και αναφέρονται ως «πάροικοι», επάνδρωνε τις φεουδαρχικές ιδιοκτησίες και επωμιζόταν το βάρος του μεγαλύτερου μέρους της αγροτικής παραγωγής. Οι πάροικοι ήταν προσαρτημένοι στις φεουδαρχικές ιδιοκτησίες χωρίς δικαίωμα μετακίνησης, ο δε δουλοπαροικιακός προσωπικός θεσμός μεταβιβαζόταν στους απογόνους.

Οι πάροικοι μπορούσαν να έχουν προσωπική αγροτική ιδιοκτησία, η οποία όμως επιβαρυνόταν με εκχώρηση του ενός τρίτου της παραγωγής στον φεουδάρχη. Ίσχυε ακόμη η προσωπική επιβάρυνση ετήσιου κατά κεφαλήν φόρου. Την ολοκληρωτική όμως εξάρτηση των παροίκων συνιστούσαν η υποχρέωση προσφοράς εκ μέρους τους τριήμερης εβδομαδιαίας εργασίας στα φεουδαρχικά κτήματα, καθώς και η υπαγωγή τους στην απόλυτη δικαιοδοσία του φεουδάρχη, ο οποίος μπορούσε να επιβάλλει σε αυτούς οποιαδήποτε ποινή εκτός από τη θανατική και τον ακρωτηριασμό.

Η τάξη των «περπυριαρίων» υπήρχε από τη βυζαντινή εποχή. Προερχόταν από «δουλοπαροίκους» που αποκτούσαν την προσωπική ανεξαρτησία τους έναντι πληρωμής φόρου, ο οποίος έπρεπε να υπολογισθεί σε χρυσά νομίσματα (υπέρπυρα). Ο φόρος αυτός ήταν ετήσιος και ανερχόταν και σε δεκαπέντε περίπου τέτοια νομίσματα. Οι περπυριάριοι ήταν ελεύθεροι, αλλά τα κτήματα και τα εισοδήματά τους είχαν ανάλογες επιβαρύνσεις των παροίκων.

Εφόσον η άρχουσα τάξη από το βυζαντινό πολίτευμα είχε εξαφανισθεί μετά την κατάληψη του νησιού, είναι δυνατόν να υποτεθεί ότι ο ελεύθερος πληθυσμός των αστικών τουλάχιστον κέντρων διατήρησε την ελευθερία του. Η τάξη αυτή υπήρχε κατά τη σύσταση του μεσαιωνικού βασιλείου και τα άτομα που την απάρτιζαν θα πρέπει να χαρακτηρισθούν ως ελεύθεροι και όχι ως απελεύθεροι. Στη συνέχεια η τάξη αυτή ενισχύθηκε και από τους κατά καιρούς χειραφετημένους περπυριάριους ή παροίκους που αποτέλεσαν την τάξη των απελεύθερων ή «φραγκομάτων».

Μέσα σε μια τέτοιαι κοινωνική και οικονομική διάρθρωση του υποτελούς ελληνικού πληθυσμού, η πολιτική δομή του φραγκικού καθεστώτος επέτρεπε την υλική εκμετάλλευση και συνάμα τον έλεγχο του πληθυσμού αυτού. Στο κέντρο της δομής τοποθετείται η Υψηλή Αυλή, την οποία συνέθετε η συνέλευση των ευγενών-φεουδαρχών με επικεφαλής τον βασιλιά, του οποίου το αξίωμα μεταβιβαζόταν κατά κληρονομική διαδοχή. Στις μοναρχίες της Συρίας και της Παλιστίνης, όπως τυπικά και στο κυπριακό βασίλειο, ο βασιλιάς ήταν πρώτος ανάμεσα σε ίσους. Η εκλογή του επικυρωνόταν και οι εξουσίες του ελέγχονταν κυρίως από την Υψηλή Αυλή. Στην περίπτωση όμως της Κύπρου ο βασιλιάς κατόρθωσε να συγκεντρώσει σημαντική προσωπική εξουσία που του επέτρεπε να επιβάλλει τη θέληση του σε πολλά θέματα της δικαιοδοσίας της Υψηλής Αυλής.

Η Υψηλή Αυλή διακανόνιζε τις σχέσεις βασιλιά και ευγενών, και γενικότερα τις εσωτερικές σχέσεις του φεουδαρχικού καθεστώτος, εφαρμόζοντας το δίκαιο των Ασσιζών της Υψηλής Αυλής, το οποίο όριζε τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μελών της άρχουσας τάξης. Το δίκαιο αυτό δεν είχε άμεση σχέση με τον υποτελή λαό, παρά ως διακονιστικό μέσο της επιβολής ελέγχου, τυποποίησης και σταθεροποίησης του κυριαρχικού θεσμού. Γι΄αυτό και δεν υπήρξε ανάγκη να μεταγλωττιστεί η νομοθεσία των Ασσιζών της Υψηλής Αυλής.

Ο θεσμός με τον οποίο διακανονιζόταν οι κάθε είδους σχέσεις των υπηκόων του βασιλείου ήταν η Κάτω Αυλή ή Αυλή της Βουργεσίας, που απαρτιζόταν από ενόρκους διορισμένους από τον βασιλιά. Η Αυλή αυτή προεδρευόταν από τον «βισκόντη», γνωστό στα κυπριακά χρονικά ως «βισκούντη», οποίος ασκούσε καθήκοντα αστυνομικού διοικητή της πόλης όπου είχε την έδρα του. Η δικαιοδοσία της Κάτω Αυλής περιελάμβανε όλους τους μη ευγενείς πολίτες και ήταν εντελώς ανεξάρτητη από την δικαιοδοσία της Υψηλής Αυλής, στην οποία οι αποφάσεις της Κάτω Αυλής δεν ήταν δυνατόν να εφεσιβληθούν. Η Κάτω Αυλή δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως νομοθετικό σώμα, γιατί η δικαιοδοσία της ήταν ουσιαστικά εκδικαστική και δικονομική.

Η δκαιοδοσία της Υψηλής Αυλής ήταν κυρίως δικαστική και σχετική με θέματα υψηλής πολιτικής. Την εκτελεστική εξουσία ασκούσαν ο βασιλιάς και οι υψηλοί αξιωματούχοι του βασιλείου. Οι αξιωματούχοι αυτοί διορίζονταν από τον βασιλιά κατά τον χρόνο στέψης του και διατηρούσαν ισόβια το αξίωμα, χωρίς αυτό να είναι κληρονομικό. Οι αξιωματούχοι του στέμματος ήταν τέσσερις, γνωστοί στην κυπριακή λαϊκή γλώσσα ως: α) «σινεσκάλδος», υπεύθυνος για τα οικονομικά του κράτους, β) ο «κοντοστάβλης», επικεφαλής της στρατιωτικής δύναμης, γ) ο «μαριτζάς», αμέσως μετά τον κοντοστάβλη, που διοικούσε το μισθοφορικό στράτευμα και έφερε τη βασιλική σημαία κατά τη μάχη, και δ) ο «τζαμπερλάνος» που αναλάμβανε την προσωπική υπηρεσία του βασιλιά. Κάπως κατώτερο ήταν το αξίωμα του «καντζιλιέρη», δηλαδή αρχιγραμματέα, που αναλάμβαναν κυριως κληρικοί. Ο καντζιλιέρης είχε κύριο έργο την δημοσίευση των βασιλικών διαταγμάτων.

Οι θεσμοί του μεσαιωνικού βασιλείου της Κύπρου καθόριζαν τα πλαίσια των κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων ανάμεσα στα δύο εθνικά στοιχεία, που συνέθεταν τον πληθυσμό του νησιού. Οι σχέσεις αυτές διαμορφώθηκαν σε διιαφορετικά επίπεδα αλληλεπίδρασης και αντενέργειας ανάλογα με τις διαστάσεις πάνω στις οποίες είχαν στηριχθεί. Οι βασικές αυτές διαστάσεις ήταν η ποσοτική και η ποιοτική. Η επενέργεια όμως των δύο αυτών διαστάσεων δεν μπορεί να νοηθεί έξω από το βασικό και σταθερό δεδομένο της ιστορίας του μεσαιωνικού βασιλείου, που συνίσταται στην εθνική και πολιτισμική ανομοιογένεια ανάμεσα στην άρχουσα τάξη και στον υποτελή γηγενή πληθυσμό. Η ανομοιογένεια αυτή ήταν περίπου ολοκληρωτική, αφού αφορούσε την εθνική καταγωγή, τη γλώσσα, την πολιτιστική παράδοση και το θρησκευτικό δόγμα.

Υπό το πρίσμα της ανομοιογένειας αυτής, η ιστορική συνύπαρξη των δύο εθνοτήτων στον ίδο γεωγραφικό χώρο διαμορφωνόταν σταθερά με τη μορφή στεγανής συμβιωτικής σχέσης, που εξελισσόταν υπό το κράτος δύο ανισοτήτων, μιας ποσοτικής και μιας ποιοτικής. Η ποσοτική αυτή ανισότητα, που ο πρώτος βασιλιάς της Κύπρου Γκυ de Lusignan προσπάθησε να μετριάσει εγκαθιστώντας στο νησί ξένο πληθυσμό, προέκυπτε από τη δημογραφική υπεροχή του γηγενούς ελληνικού πληθυσμού απέναντι στον φραγκικό. Η δημογραφική αυτή υπεροχή, σε συνδυασμό με την οικονομική εξάρτηση της άρχουσας τάξης από το γηγενές στοιχείο και την εμμονή των γηγενών στην πολιτιστική τους παράοδση, συνέτεινε στη φυσική και εθνική επιβίωση του κυπριακού ελληνισμού κατά τους αιώνες της φράγκικης κυριαρχίας.

Το δεύτερο σκέλος της ανισότητας κάλυπτε την εκμετάλλευση και την οικειοποίηση των παραγωγικών πόρων του βασιλείου, λειτουργούσε προς όφελος της άρχουσας τάξης. Η ανισότητα στον τομέα αυτό ήταν κατά πρώτο λόγο πολιτική, γιατί εξασφάλιζε τον πολιτικό έλεγχο πάνω στον υποτελή πληθυσμό και κατά δεύτερο λόγο οικονομική, γιατί εξασφάλιζε την οικειοποίηση του προϊόντος των παραγωγικών τάξεων του πληθυσμού. Η συμβίωση των δύο κατηγοριών του πληθυσμού, της άρχουσας φραγκικής τάξης και του γηγενούς ελληνικού στοιχείου, ήταν ιστορικά δυνατή μόνο εφόσον τα δύο σκέλη ανισότητας, της ποσοτικής, και της ποιοτικής, διατηρούνταν στα όρια ενός ισοζυγίου, που η παραβίαση του θα ανέτρεπε τις προϋποθέσεις συμβίωσης.

Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους