Η Κύπρος είναι γνωστή από το 1700π.Χ. στην Ανατολή ως η χώρα του χαλκού. Αναφέρεται ως Αλάσια στις χεττιτικές πινακίδες, στα αρχεία του Μάρι και της Αλαλάχ, στην αλληλογραφία του Φαραώ Ακενατόν, στα κείμενα της Ουγκαρίτ και ίσως στην Παλαιά Διαθήκη (αν η Ελίσια ήταν πραγματικά η Αλάσια). Είναι αμφισβητούμενη η θεωρία ότι η ονομασία προέρχεται από Αλασήιον της Πελοποννήσου, αφού οι Μυκηναίοι έφθασαν στην Κύπρο κατά τον 14ο π.Χ. αιώνα. Άλλωστε η Κύπρος ήταν γνωσή με το όνομά της στους Αχαιούς, αφού πινακίδες με Γραμμική Β΄ αναφέρουν το εθνικό «Κύπριος».

Το όνομα Αλάσια, από την οποία γινόταν η εξαγωγή του χαλκού στις ξένες χώρες, είχε αρχικά αποδοθεί στην Έγκωμη. Εκεί βρέθηκαν τα πρώτα εργαστήρια κατεργασίας χαλκού. Σήμερα όμως το Κίτιο και η πόλη κοντά στην Αλυκή Λάρνακας διεκδικούν το ίδιο δικαίωμα, αφού και σε αυτές τις παράλιες πόλεις γινότα επεξεργασία του μεταλλεύματος. Επομένως το ορθότερο είναι να αποδοθεί το όνομα σε ολόκληρη τη νήσο και όχι σε μια ιδιαίτερη πόλη.
Διοικητικό σύστημα της Αλασίας
Όσον αφορά στη διοίκηση της Κύπρου το μόνο σίγουρο είναι ότι στη Ύστερη Χαλκοκρατία την διοικούσαν βασιλείς. Αυτό προκύπτει και από το γεγονός ότι ξένοι μονάρχες, που απευθύνονταν στους κυριάρχους των Κυπριακών πόλεων, τους προσφωνούσαν άλλοτε «πατέρα» και άλλοτε «αδελφό». Η ομοιογένεια του υλικού πολιτισμού των κυπριακών πόλεων φανερώνει ότι οι βασιλείς τους είχαν ειρηνικές σχέσεις. Αλλωστε η συνεργασία ήταν απαραίτητη και για την κατανομή του μεταλλεύματος, τη μεταφορά και την εξαγωγή του.
Σε τάφο των μέσων του 11ου π.Χ. αιώνα του Κουρίου βρέθηκε η κεφαλή χρυσού σκήπτρου που καταλήγει σε σφαίρα με δύο γυπαετούς και διακόσμηση από ένθετο σμάλτο. Χωρίς αμφιβολία το σκήπτρο ανήκει σε «σκηπτρούχο βασιλιά» του Κουρίου.
Σύμφωνα με ένα αιγυπτιακό κείμενο το 1085π.Χ. υπήρχε στην Κύπρο βασίλισσα ονόματι Χατίβα. Ο Νεν Αμόν, αναφέρει το κείμενο, που ταξίδεψε στη Βύβλο, για προμήθεια ξυλείας, έφθασε ύστερα από πολλές περιπέτειες στη χώρα της Αλασίας και κατέφυγε στη βασίλισσα Χατίβα για να αποφύγει τα εχθρικά πλήθη της Κύπρου. Της μίλησε μάλιστα με δειρμηνέα γιατί η Χατίβα δεν γνώριζε την αιγυπτιακή γλώσσα.
Οικονομία
Παρά την εντατική εκμετάλλευση των μεταλλείων του χαλκού και την εξαγωγή του σε ολόκληρο τον τότε γνωστό κόσμο, η κυπριακή οικονομία δεν έπαψε να στηρίζεται και στη γεωργία, στην σταθερή πλουτοπαραγωγική πηγή όλων των εποχών. Στην Ύστερη Χαλκοκρατία η Κύπρος (Αλάσια) είχε μεταβληθεί σε διεθνές εμπορικό κέντρο. Στα λιμάνια της έφθαναν πλοία από όλα τα σημεία της Μεσογείου για να φορτώσουν χαλκό και επειδή η οικονομία της εποχής στηριζόταν στην ανταλλαγή υλών, η αγορά της Κύπρου πλημμύριζε από τα πολύτιμα αγαθά: χρυσάφι, πολύτιμες πέτρες, ελεφαντοστούν, αλάβαστρο, γυαλί και αντικείμενα από φαγεντιανή.
Η επικοινωνία με την συροπαλαιστινιακή ακτή διατηρήθηκε σε ολόκληρη τη διάρκεια της Ύστερης Χαλκοκρατίας. Με την Κιλικία δεν είναι απόλυτα βεβαιωμένη, ενώ ορισμένοι ιστορικοί πιστεύουν ότι το εμπόριο με την Αίγυπτο διεξαγόταν διά μέσου της Ουγκαρίτ.
Η έντονη επικοινωνία με το αιγαιακό κόσμο παίρνει διαστάσεις ύστερα από το 1400π.Χ. Η ειρηνική επιβολή των Μυκηναίων οδηγεί στον πλήρη εξελληνισμό της Κύπρου. Η ζωή σφύζει. Ανεπτυγμένες πόλεις, λιμάνια με μεγάλη κίνηση, πλήθος εργαστηρίων. Υπάρχει ασφαλώς διαχωρισμός επαγγελμάτων: ειδικευμένοι αγγειοπλάστες, χρυσοχόοι, αργυροχόοι, τεχνίτες ειδικοί για τη επεξεργασία του σμάλτου, επιδέξιοι χαλκουργοί, καλλιτέχνες λεπτουργοί σφραγιδοκυλίνδρων και σφραγίδων.
Θρησκεία
Μια γυναικεία θεότητα λατρευόταν αρχικά στην Κύπρο (Αλάσια). Όπως δείχνουν τα ειδώλια της Χαλκολιθικής Περιόδου που βρέθηκαν στην Ερήμη πρέπει να ήταν θεά – Μητέρα, θεά της ευφορίας και την γονιμότητας. Την ιδέα της ευφορίας εκπροσωπούν ακόμη ζωομορφικές παραστάσεις του θείου, του φιδιού π.χ. που δηλώνει τη χθόνια υπόσταση της θεότητας και του ταύρου που ενσαρκώνει την γονιμοποιό δύναμη.
Αργότερα θα εισαχθούν στην Κύπρο κρητομυκηναϊκά και λατρευτικά στοιχεία, πράγμα που επιβεβαιώνει την εγκατάσταση Αχαιών από την Πελοπόννησο. Η λατρεία του αρκαδικού θεού Απόλλωνος Κεραιάτου διατηρήθηκε στη νήσο ως τον 4οπ.Χ. αιώνα. Γύρω από το άγαλμα του θεού βρέθηκαν βουκράνια που τα χρησιμοποιούσαν ως προσωπίδες κατά τη διάρκεια θρησκευτικών τελετών. Λατρευτικές ιεροπραξίες πρέπει να υποδηλώνει κα το πλήθος των κυπέλλων που βρέθηκαν στο ιερό. Η λίθινη κολόνα που στήριζε τον ένα ναό της Έγκωμης δεν είναι ίσως άσχετη με τη λατρεία του «ιερού κιόνος» της Κρητομυκηναϊκής θρησκείας.
Η Κυπριακή γραφή
Γύρω στο 1500π.Χ. εμφανίζεται στην Κύπρο ένα σύστημα γραφής διαφορετικό από το μινωικό. Είναι η λεγόμενη «συλλαβική κυπριακή γραφή». Η αποκρυπτογράφησή της δεν έχει καταστεί ακόμη δυνατή. Τα σημεία της κυπριακής αυτής γραφής είναι γραμμικά και εμφανίζονται χαραγμένα σε πήλινες πινακίδες και εγχάρακτα ή γραπτά αγγεία. Κατά το τέλος της δεύτερης χιλιετίας χρησιμοποιούνται επίσης για τη γραφή χάλκινες επιφάνειες. Οι κυπριακές πινακίδες είναι ψημένες κανονικά και όχι στον ήλιο όπως οι κρητομηκυναϊκές και η χάραξη φαίνεται ότι γινόταν με οστέινα εργαλεία.
Σύμφωνα με τους ειδικούς, το αλφάβητο που εμφανίστηκε στη νήσο κατά τα τέλη του 8ου π.Χ. αιώνα για να αντικατασταθεί εν μέρει κατά τον 4ο π.Χ. αιώνα από το ελληνικό, αποτελεί την τελευταία παράδοση των μινωικών γραμμικών συστημάτων γραφής. Στην Κύπρο υπήρχε και άλλη γραφή όμοια με την κλασική αλλά παλαιότερη. Αυτή ακριβώς η παλαιότερη φαίνεται ότι χρησιμοποιήθηκε κατά την Χαλκοκρατία.
Αναπτύχθηκαν δύο θεωρίες για την καταγωγή και την εξέλιξη της κυπριακής γραφής. Σύμφωνα με την πρώτη η μινωική γραμμική γραφή υπήρξε το πρότυπο της κυπριακής γραφής της Εποχής του Χαλκού. Η Κυπρομινωική ή Κυπρομυκηναϊκή γραφή που διαμορφώθηκε στη μεγαλόνησο ήταν άμεσος απόγονος του κυπριακού συλλαβικού αλφαβήτου της Κλασικής Εποχής. Οι υποστηρικτές της άλλης θεωρίας πιστεύουν ότι η γραφή είχε εισαχθεί στην Κύπρο από την ηπειρωτική Ελλάδα, κατά την περίοδο του αχαϊκού αποικισμού, γύρω στο 1230π.Χ. Ωστόσο τα αρχαιολογικά ευρήματα δείχνουν ότι η κυπριακή γραφή ήταν παλαιότερη του αποικισμού των Μυκηναίων.
Διατυπώθηκε και η γνώμη ότι εφόσον δεν υπάρχουν αρχαιολογικά δεδομένα για απευθείας επικοινωνία μεταξύ Κύπρου και Κρήτης, οι Κύπριοι παρέλαβαν την γραφή από τους Μινωίτες εμπόρους που είχαν εγκατασταθεί στα εμπορικά κέντρα των συροπαλαιστινιακών ακτών.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους