Ο Μέγας Κωνσταντίνος εκδήλωσε το ενδιαφέρον του για τα εκκλησιαστικά θέματα από το 312, μετά τη νίκη του επί του Μαξεντίου, και το 313 με την έκδοση του Διατάγματος των Μεδιολάνων (σημερινό Μιλάνο) για ανεξιθρησκεία στα εδάφη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ο Κωνσταντίνος θεωρούσε χρέος του να παρεμβαίνει στις διαμάχες και να επιλύει τυχόν διαφορές στους κόλπους της Εκκλησίας. Αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής ήταν και η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος στην Νίκαια.

Το πιο δυσοίωνο από τα προβλήματα της Εκκλησίας ήταν η διαμάχη του Αλέξανδρου επισκόπου Αλεξανδρεία με τον πρεσβύτερό του Άρειο. Η διδασκαλία του Αρείου αμφισβητούσε την θεότητα του Χριστού, τον οποίο θεωρούσε κτίσμα του Θεού και ότι κάποια στιγμή μέσα στο χρόνο δημιουργήθηκε εκ του μηδενός. Ο Κωνσταντίνος παρά τις προσπάθειες που έκανε με επιστολές δεν κατάφερε να συμβιβάσει τους δύο άνδρες στο εκκλησιαστικό αυτό ζήτημα. Έτσι, συγκάλεσε Σύνοδο στη Νίκαια της Μικράς Ασίας, η επιλογή της οποίας έγινε λόγω της ευοίωνης προσωνυμίας της πόλης.
Σύμφωνα με τον Ευσέβιο, 250 επίσκοποι και αναρίθμητοι πρεσβύτεροι, διάκονοι και ακόλουθοι συνέρρευσαν στη Νίκαια προς τα τέλη της άνοιξης του 325. Στα ανάκτορα της Νίκαιας, τον Μάιο του 325, άρχισαν οι εργασίες της Συνόδου με κάθε επισημότητα. Η έναρξη κηρύχθηκε από τον Κωνσταντίνο, ο οποίος επίσης προήδρευε στις συνεδριάσεις, παρ΄ όλο που ήταν αβάπτιστος και τελούσε υπό κατήχηση. Για την τέλεση της έναρξης ο αυτοκράτορας επιστράτευσε κάθε μέσο που θα μπορούσε να συντελέσει στην προβολή του αυτοκρατορικού αξιώματος.
Ο Κωνσταντίνος επηρέασε τις αποφάσεις των επισκόπων που έλαβαν μέρος στη Σύνοδο, στην οποία αντιπροσωπεύθηκαν οι ακόλουθες εκκλησιαστικές παρατάξεις: α) οι αρειανοί και οι προσκείμενοι σε αυτούς, β) ο Ευσέβιος, επίσκοπος Καισαρείας και Παλαιστίνης, ιστορικός της Εκκλησίας, οπαδός συμβιβαστικών λύσεων και γ) οι κύκλοι της Νίκαιας που τελικά επικράτησαν και συνέταξαν την εξής «Έκθεσιν».
«Ι. Πιστεύομεν εις ένα Θεόν, Πατέρα, Παντοκράτορα, ποιητήν ουρανού και γης, ορατών τε πάντων και αοράτων.
ΙΙ. Και εις ένα Κύριον Ιησούν Χριστόν, τον Υιόν του Θεού τον μονογενή, τον εκ του Πατρός γεννηθέντα προ πάντων των αιώνων. Φως εκ φωτός, Θεόν ἀληθινόν εκ Θεού αληθινού, γεννηθέντα ου ποιηθέντα, ομοούσιον τω Πατρί, δι’ ου τα πάντα εγένετο, τα τε εν τω ουρανώ και τα εν τη γη. Τον δι’ ημάς τους ανθρώπους και διὰ τὴν ημετέραν σωτηρίαν κατελθόντα, και σαρκωθέντα, εναθρωπήσαντα, παθόντα και αναστάντα τη τρίτη ημέρα, ανελθόντα εις τους ουρανούς, ερχόμενον κρίναι ζώντας και νεκρούς.
ΙΙΙ. Και εις το Πνεύμα το Άγιον. Τους δε λέγοντες ην ποτε ότε ούκ ην, και πριν γεννηθήναι ούκ ήν, και ότι εξ ούκ όντων εγένετο, ή εξ ετέρας υποστάσεως, ή ουσίας φάσκοντας είναι ή τερπνόν ή αλλοίωτον τον υιόν του Θεού, τούτους αναθεματίζει η αποστολική και καθολική εκκλησία».
Αυτή καθαυτή η «Έκθεσις» της Νίκαιας έχει θεμελιακή σημασία γιατί αποτελεί την πρώτη προσπάθεια της Χριστιανικής Εκκλησίας να κωδικοποιήσει τα βασικά άρθρα της πίστεως. Η πρώτη διατύπωση των άρθρων της Έκθεσης, που φέρεται ως «Σύμβολο της Πίστεως», της Νίκαιας υπέστη διάφορες τροποποιήσεις. Τα τροποποιημένα άρθρα από τότε απαγγέλλονται στην ορθόδοξη λειτουργία ως Σύμβολο της Πίστεως, ονομασία που για πρώτη φορά απαντάται στα πρακτικά της Δ΄Οικουμενικής Συνόδου που συνεκλήθη στην Χαλκηδόνα το 451.
Η Έκθεση αυτή αποτελεί σημαντικό μνημείο στην ιστορία των σχέσεων Κράτους και Εκκλησίας. Οι αυτοκράτορες δεν είχαν δικαίωμα ψήφου στις συνόδους, αυτό το είχαν μόνο οι επίσκοποι. Η επιρροή όμως των σπισκόπων στα εκκλησιαστικά πράγματα δεν ήταν μεγαλύτερη από την επιρροή που ασκούσε η φθίνουσα σύγκλητος στις κρατικές υποθέσεις της αυτοκρατορίας. Κυρίαρχη πάντα ήταν η θέση του αυτοκράτορα τόσο στις κρατικές όσο και στις εκκλησιαστικές υποθέσεις. Από όσα ιστορεί ο ιστορικός της Εκκλησίας Ευσέβιος για την ενεργό παρουσία του Κωνσταντίνου στη Σύνοδο της Νίκαιας, βγαίνει το συμπέρασμα ότι ο αυτοκράτορας βάδιζε σύμφωνα με το καθορισμένο πρόγραμμα για να επιτύχει την εξομάλυνση των δογματικών διαφωνιών.
Ο Κωνσταντίνος επέβαλλε την προσθήκη του όρου «ομοούσιον» στην «Έκθεση» της Νίκαιας, προσθήκη καίριας σημασίας στην τριαδική διδασκαλία. Κάποιοι μελετητές αμφιβάλλουν ότι ο αυτοκράτορας είναι τόσο εξοικειωμένος με τις θεολογικές έννοιες, ώστε να υιοθετήσει αυτόματα τον όρο που του υπέδειξε ο έμπιστος του επίσκοπος Κορδούης Όσιος. Σήμερα πιστεύεται ότι λίγο πριν τη Σύνοδο υποδείχθηκε από τον επίσκοπο Αλεξανδρείας Αλέξανδρο σε επιτροπή να αντιτάξει το «ομοούσιον» στις χριστολογικές θεωρίες των Αρειανών. Ο Αλέξανδρος βαθύς γνώστης της θεολογίας προγενέστερων Αλεξανδρινών θεολόγων, όπως του Κλήμεντος, του Ωριγένους και του Διονυσίου, ήταν απόλυτα εξοικειωμένος με τον όρο «ομοούσιον».
Άλλο ζήτημα, το οποίο επεξεργάστηκε η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος στη Νίκαια, ήταν η καθιέρωση της εορτής του Πάσχα. Μέχρι τότε άλλοι ήθελαν να εορτάζεται το Πάσχα πάντοτε Κυριακή και άλλοι να εορτάζεται το Πάσχα την ημέρα που ακολουθούσε η εβραϊκή παράδοση. Το εβραϊκό Πάσχα (η ανάμνηση της διάβασης της Ερυθράς Θάλασσας από τους Ισραηλίτες, κατά την έξοδό τους από την Αίγυπτο) εορταζόταν σταθερά την 14η μέρα του μήνα Νισάν, ημέρα που συνέπιπτε πάντα με πανσέληνο, επειδή οι εβραϊκοί μήνες είναι σεληνιακοί και αρχίζουν όλοι με νέα Σελήνη. Ήταν φανερό ότι η 14η Νισάν δεν μπορούσε να είναι πάντα Κυριακή.
Ο Κωνσταντίνος θέλησε να τεθεί τέρμα στο άτοπο αυτό και έτσι η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος της Νίκαιας ενέκρινε ο εορτασμός του Πάσχα να γίνεται την ίδια μέρα σε ολόκληρο τον χριστιανικό κόσμο. Ορίστηκε λοιπόν από τον Κωννσταντίνο το Πάσχα να εορτάζεται την πρώτη Κυριακή μετά την Πανσέληνο που συμπίπτει η ακολουθεί την εαρινή ισημερία. Αν όμως η πανσέληνος συνέπιπτε με Κυριακή ορίστηκε να εορτάζεται το Πάσχα την επόμενη Κυριακή, ώστε να μην συμπίπτει με το εβραϊκό.
Πάλι προέκυψαν διαφωνίες, επειδή τα αστολογικά δεδομένα, με βαάη τα οπία προσδιορίζονταν το Πάσχα, υπολογίζονταν διαφορετικά στην Αλεξάνδρεια και διαφορετικά στη Ρώμη. Αλλά το 525, ο Σκύθης Διονύσιος ο Μικρός κατήρτισε Πασχάλιους Πίνακες, που έγιναν αποδεκτοί από την Εκκλησία, και έτσι επήλθε στο ζήτημα αυτό συμφωνία που δεν την επηρέασε ούτε το σχίσμα μεταξύ ανατολικής και δυτικής Εκκλησίας.
Μετά τη σύνταξη της εκθέσεως και την θεσμοθέτηση των επιμέρους θεμάτων τα μέλη της συνόδου κλήθηκαν να υπογράψουν και όσοι αρνήθηκαν καταδικάστηκαν σε εξορία. Τα συγγράμματα των αρειανών ρίχθηκαν στη φωτιά. Ο Άρειος εξορίσθηκε. Ο αυτοκράτορας με επιστολές-διατάγματα προς τις διάφορες εκκλησίες υποδείκνυε τον απόλυτο σεβασμό προς τις αποφάσεις της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους