Ο όρος «ελληνιστική τέχνη» ή καλύτερα τέχνη των λεγόμενων «ελληνιστικών χρόνων» δεν είναι ικανοποιητικός, γι΄αυτό και τον χρησιμοποιούμε έχοντας πάντοτε στο νου μας το συμβατικό νόημά του. Ο όρος «ελληνική τέχνη των τριών προχριστιανικών αιώνων» θα ήταν πολύ πιο περιεκτικός σε νόημα.

Η ελληνική τέχνη από τα χρόνια του Μεγάλου Αλεξάνδρου και κατά τους τρεις επόμενους αιώνες ανθίζει σε περιοχές που βρίσκονται πέρα από το Αιγαίο. Όσο από εκείνες όσο και από τη μητροπολιτική κοιτίδα τους η τέχνη και γενικότερα ο ελληνικός πολιτισμός μεταδίδονται στα νέα κέντρα της απέραντης αυτοκρατορίας που δημιούργησε ο νέος βασιλιάς. Το εντόπιο στοιχείο σε πολλές από τις απόμακρες περιοχές της αυτοκρατορίας ανήκει ωστόσο σε άλλες εθνότητες, όπως και πολλοί από τους ηγεμόνες δεν είναι Έλληνες. «Ελληνίζουν» όμως στη γλώσσα, στη σκέψη και στο πνεύμα και δέχονται την ελληνική παιδεία.
Όπως η ελληνική σκέψη στην ύστερη ανταύγειά της παρέμεινε πάντοτε η ίδια και δεν ασιάτισε καθόλου ή πήρε ελάχιστα ποιοτικά και ποσοτικά ξένα στοιχεία, το ίδιο παρατηρήθηκε και στην τέχνη. Η τέχνη των τριών τελευταίων προχριστιανικών αιώνων παρέμεινε ελληνική, παρά τις μορφολογικές αλλαγές της, αλλαγές που συγκρινόμενες με την προηγούμενη «κλασική» δομή της τέχνης του 5ου και του 4ου π.Χ. αιώνα είναι ριζικές αλλά πέρα για πέρα ελληνικές.
Η αρχιτεκτονική και η πλαστική μορφή που χησιμοποιήθηκε στις νεοϊδρυμένες πόλεις της Μικράς Ασίας και της Αφρικής είναι καθαρά ελληνική. Όσο πιο μακριά βρίσκεται μια νέα πρωτεύουσα από τη μητροπολιτική Ελλάδα, τόσο λιγότερη είναι η επίδοση της στις καλές τέχνες με παράδειγμα χαρακτηριστικό την Αντιόχεια. Σχετικά λίγη είναι και η καλλιτεχνική συμβολή της Αλεξάνδρειας, αν τη συγκρίνουμε με την επίδοση της Περγάμου, του σπουδαιότερου κέντρου ελληνιστικής τέχνης, ή με εκείνη της Ρόδου. Εκτός από τις νέες πρωτεύουσες οι νέοι βασιλείς και οι ηγεμόνες των νέων κρατών έδειξαν το καλλιτεχνικό ενδιαφέρον τους για την κυρίως Ελλάδα. Έδειξαν την αγάπη τους γι΄αυτήν -τον τόπο από όπου πήραν την παιδεία τους- με διάφορα αναθήματα στα μεγάλα παλαιά ελληνικά κέντρα και στα πανελλήνια ιερά.
Τα αίτια της αλλαγής
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως από τα χρόνια του Μεγάλου Αλεξάνδρου και έπειτα ο τρόπος ζωής άλλαξε, και η αλλαγή αυτή ήταν μοιραίο να επηρεάσει και την τέχνη, που είναι η συνθετική εικόνα της ζωής. Μεταξύ των παραγόντων που συνετέλεσαν στην αλλαγή -νέα κοινωνικά και οικονομικά δεδομένα, εξαιρετική άνθηση των επιστημών και της φιλοσοφίας, νέος τρόπος θεώρησης του κόσμου- σπουδαία θέση κατέχει για την τέχνη και ο θεσμός της βασιλείας που γενικεύτηκε. Η αίγλη του βασιλιά και η λατρεία του προσώπου του και της οικογένειας του είναι ο κύκλος από τον οποίο αντλούν τα θέματά τους οι καλλιτέχνες της εποχής. Επιπλέον η κοσμοπολίτικη συνείδηση του ατόμου, του υπηκόου των τεράστιων από γεωγραφικής πλευράς ελληνιστικών κρατών, είναι μια ακόμη αιτία για τις αλλαγές που παρουσιάζονται στην τέχνη.
Ωστόσο και η καινούργια μορφή της τέχνης θα είναι πάντοτε ελληνική, γιατί η αλλαγή της κατά κύριο λόγο είναι αποτέλεσμα της εσωτερικής εξέλιξης της. Η ελληνική τέχνη μέσα στη μεγάλη πορεία της από τον 7ο π.Χ. αιώνα και εξής τείνει αδιάκοπα προς ένα νατουραλισμό και προς τον ρεαλισμό. Ύστερα από ένα συγκρατημένο και σχηματοποιημένο «αρχαϊκό» τρόπο έκφρασης και σε συνέχεια ύστερα από ένα υπεράνω τόπου και χρόνου «κλασικό τρόπο», η τέχνη στην ελληνιστική εποχή τείνει να παραστήσει τον πραγματικό γύρω της κόσμο, καθώς και τον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου, με μιαν άκρατη και ασυγκράτητη εκδήλωση συναισθηματισμού και πάθους.
Νατουραλισμός και ρεαλισμός
Η ρωμαλέα στάση και η πολεμική καρτερία ορισμένων ηγεμόνων ενάντια στους εισβολείς από τη μια μεριά και η νέα «αστική» συγκάτηση των μεγάλων πόλεων -όπου ζουν πολλοί και φυλετικά διάφοροι άνθρωποι- από την άλλη αποτελούν δυο διαφορετικούς κόσμους που εκφράζει η ελληνιστική τέχνη: το ηρωικό πνεύμα, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τα μεγάλα ατταλικά αναθήματα, και η «ρωπογραφία». Σε αυτήν το αντίκρισμα της πραγματικότητας κατά πρόσωπο από τον καλλιτέχνη, η συγκίνηση που εκείνος αισθάνεται για την αθλιότητα, την ασχήμια και τη μιζέρια της ζωής, υψώνεται τώρα για πρώτη φορά σε θέμα τέχνης και γίνεται φορέας ψυχικής κάθαρσης.
Ενώ η «κλασική» ελληνική τέχνη είχε ως κύριο θέμα το πάνω από κάθε τόπο και χρόνο ιδεατό κάλλος, τώρα τα γηρατειά και η ασχήμια, θέματα δηλαδή παρμένα άμεσα από την ίδια τη ζωή, γίνονται θέματα αγαπητά. Η χωρική γριά με τα καλάθια της, ο γέρος ψαράς, το παιδί του δρόμου, ο νέγρος είναι θέματα που συγκινούν εξ ίσου τους καλλιτέχνες, όπως ο «θνήσκων» πολεμιστής, ο νικημένος «βάρβαρος» επιδρομέας και τα παρόμοια.
Η αρχή αυτού του νατουραλισμού και του ρεαλισμού τοποθετείται χρονικά στο β΄ ήμισυ του 4ου π.Χ. αιώνα. Είναι δημιούργημα κλιμακωτό της αναλυτικής και ενδοσκοπικής στάσης των ανθρώπων από την εποχή εκείνη και μετά. Η ολοκλήρωση του όμως βρίσκεται στα ελληνιστικά χρόνια. Στον 4ο π.Χ. αιώνα οι πολίτες είχαν ακόμη τη συνείδηση ότι ήταν ισότιμα μέλη μιας πόλης-κράτους και οι καλλιτέχνες εργάζονταν γι΄αυτούς είτε εκτελούσαν δημόσιες αναθέσεις είτε έπαιρναν παραγγελίες από ιδιώτες για επιτύμβια μνημεία.
Στην ελληνιστική όμως εποχή οι καλλιτέχνες εργάζονταν πρώτα για τους ηγεμόνες, οι οποίοι είτε ήθελαν να τιμήσουν τις πόλεις που ίδρυαν είτε να απαθανατίσουν τη νίκη τους, και κατά δεύτερο λόγο για τους ιδιώτες, κατοίκους κέντρων με ποικίλη φυλετική σύνθεση, οπότε τους συγκινούσαν ο νέγρος και ο ψαράς, θέματα δηλαδή παρμένα από την καθημερινή ζωή. Αυτό ακριβώς είναι και το νέο, αυτό είναι η ελληνιστική τέχνη.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους