Ρωμαϊκή Κύπρος

Μετά την ήττα του Αντωνίου και της Κλεοπάτρας στο Άκτιο το 31 π.Χ., η Κύπρος γίνεται οριστικά ρωμαϊκή και διοικείται από έναν Ρωμαίο ανθύπατο που εδρεύει στην Πάφο. Ο αριθμός των κατοίκων της Κύπρου κατά την ρωμαϊκή περίοδο φαίνεται ότι ήταν μεγαλύτερος από ό,τι προηγουμένως ή και για πολλούς αιώνες αργότερα. Το σύνολο σχεδόν του πληθυσμού το αποτελούσαν οι Έλληνες της Κύπρου. Το φοινικικό στοχείο των κλασικών χρόνων είχε υποχωρήσει με ταχύ ρυθμό από τα μέσα του 3ου π.Χ. αιώνα μετά την κατάλυση της φοινικικής δυναστείας του Κιτίου το 312π.Χ. από τον Πτολεμαίο Λάγου και τη συστηματική προαγωγή της εξελληνιστικής διαδικασίας. Παρά τη σχετική καθυστέρηση που παρατηρείται στην υιοθέτηση των χαρακτηριστικών θεσμών της ελληνικής πολιτείας, η ραγδαία υποχώρηση της φοινικικής γλώσσας καθρεφτίζει την ταχύτητα του εξελληνισμού του φονικικού στοιχείου, που ήδη στα χρόνια του Αυγούστου, δεν επιζούσε παρά μόνο στα πλαίσια της ανεπίσημης ιδιωτικής ζωής.

Ρωμαϊκή Κύπρος
Το θέατρο της Σαλαμίνας

Αξιόλογη ανάπτυξη σημείωσαν από τους ελληνιστικούς χρόνους στα πλαίσια των ελληνικών ή εξελληνισμένων πόλεων, αλλοεθνείς κοινότητες, από τις οποίες μεγαλύτερη ήταν η ιουδαϊκή, εγκατεστημένη στο νησί τουλάχιστον από τον 2ο π.Χ. αιώνα. Ο αριθμός των Ιουδαίων αυξήθηκε μετά την κατάληψη και καταστροφή των Ιεροσολύμων. Δείγμα παρουσίας τους στην Κύπρο αποτελεί και η λατρεία του «Θεού του Υψίστου» στους τόπους όπου είχαν εγκατασταθεί. Στους Ιουδαίους της Κύπρου έγιναν και τα πρώτα κηρύγματα από χριστιανούς που έφθασαν από την Παλαιστίνη. Στους ίδιους δίδαξαν και ο Παύλος και ο Βαρνάβας.

Παρά τη μακροχρόνια παρουσία των Ιουδαίων στην Κύπρο, οι σχέσεις τους με τον ελληνικό πληθυσμό του νησιού δεν ήταν αγαθές και η επαφή μαζί τους, πέρα από το οικονομικό επίπεδο, ήταν πολύ περιορισμένη. Σε αυτό συντελούσε προφανώς η διαφορά στην πολιτιστική και θρησκευτική παράδοση μεταξύ Ιουδαίων και Ελλήνων. Η ένταση κορυφώθηκε κατά την Ιουδαϊκή Επανάσταση επί Τραϊανού. Μετά την αιματηρή καταστολή της, όχι μονο εξορίσθηκαν από το νησί όσοι Ιουδαίοι επέζησαν, αλλά απαγορεύτηκε ολωσδιόλου η παρουσία τους στο νησί, με τόση αυστηρότητα, ώστε ακόμη και ναυαγοί θανατώνονταν. Φαίνεται ωστόσο ότι με την πάροδο του χρόνου η απαγόρευση χαλάρωσε, όπως αποδεικνύεται με την ύπαρξη ιουδαϊκών παροικιών στην Κύπρο κατά τα τελευταία ρωμαϊκά χρόνια και τα πρώτα βυζαντινά.

Αντίθετα οι σχέσεις ανάμεσα τους Έλληνες της Κύπρου και τους σχετικά ολιγάριθμους Ρωμαίους κατοίκους του νησιού φαίνονται στενότερες, ακριβώς γιατί δεν υπήρχαν οι λόγοι που δυσχέραιναν τις σχέσεις Ελλήνων και Ιουδαίων. Κοινές λατρείες, ιερά και αφιερώματα, κοινοί τρόποι ζωής και κατοικίας προσέγγιζαν περισσότερο τους Έλληνες και τους βαθμιαία εξελληνιζόμενους Ρωμαίους του νησιού. Ιταλοί έμποροι φαίνεται να είχαν εγκατασταθεί στην Κύπρο ήδη από τους πτολεμαϊκούς χρόνους και η εγκατάσταση τους συνεχίστηκε σε περιορισμένη κλίμακα, σε όλη τη διάρκεια της ρωμαιοκρατίας. Φαίνεται μάλιστα ότι ήδη από τους τελευταίους χρόνους της ελεύθερης πολιτείας είχαν αρχίσει να σημειώνονται επιμιξίες μεταξύ μελών της ρωμαϊκής παροικίας και των Ελλήνων, που είχαν τιμηθεί με το δικαίωμα του Ρωμαίου πολίτη.

Οικονομία και κοινωνία

Οι διοικητικές μεταρρυθμίσεις του Αυγούστου, που χαλιναγώγησαν τις αυθαιρεσίες των τελευταίων διοικητών της περιόδου της ελεύθερης ρωμαϊκής πολιτείας επηρέασαν ευνοϊκά και την Κύπρο, που οδηγήθηκε σε οικονομική ευημερία την οποία διατήρησε κατά τους επόμενους δύο αιώνες. Το εμπόριο της Ινδίας και της νότιας Αραβίας με τη Δύση, στο οποίο η Κύπρος χρησίμευε ως διαμετακομιστικός σταθμός, βρισκόταν σε άνθηση. Τα κυπριακά αγγεία που ανακαλύφθηκαν στην Αίγυπτο, στην Παλαιστίνη, στη Μικρά Ασία, στη Συρία, στη Ρόδο, στη Δήλο, στην Αθήνα, στην Κέρκυρα, στην Κρήτη, στην Πομπηία και στη Βόρεια Αφρική είναι ενδεικτικό στοιχείο για την έκταση του κυπριακού εμπορίου. Πραγματικά η ποικιλία των προϊόντων του νησιού, ξυλεία, μέταλλα, λάδι, κρασί και δημητριακά, είχαν εξασφαλισμένες αγορές σε όλη την αυτοκρατορία.

Όλη σχεδόν η γη του νησιού ανήκε στις κυπριακές πόλεις. Μόνο για τα μεταλλεία είναι βέβαιο ότι περιήλθαν στην κατοχή και τον έλεγχο της κεντρικής κυβέρνησης. Τα προϊόντα τους αποτελούσαν το σημαντικότερο εξαγώγιμο είδος της Κύπρου, ιδιαίτερα ο χαλκός και τα πολύτιμα στη θεραπευτική παράγωγά του, το «χαλκανθές» και ο «ιός τους χαλκού», η αξία των οποίων ερευνήθηκε από τον Γαληνό, που επισκέφτηκε και μελέτησε τη λειτουργία και τα προϊόντα των κυπριακών μεταλλείων το 166μ.Χ.

Γενικά, η αύξηση της ασφάλειας και η άνοδος της ευημερίας αποτέλεσαν σημαντικούς παράγοντες για την ανάπτυξη των κυπριακών πόλεων. Όλες σχεδόν εμφανίζονται με πολυτελή οικοδομήματα, δημόσια και ιδιωτικά, κοινοφελή ιδρύματα, και πλούσια κοινωνική και πολιτιστική ζωή. Η άνετη αυτή ζωή προοριζόταν βέβαια για την ανώτερη αριστοκρατία του πλούτου -την οποία το ρωμαϊκό κράτος προωθούσε στα κάθε είδους αξιώματα των πόλεων- και εν μέρει για την κατώτερη αριστοκρατία, των μικροεμπόρων και των επαγγελματιών, από τους οποίους ορισμένοι με τον καιρό περνούσαν στην ανώτερη τάξη. Την τάξη αυτή αποτελούσαν κυρίως οι Έλληνες κάτοικοι, στους οποίους είχαν προστεθεί οι ολιγάριθμοι Ρωμαίοι του νησιού. Την αστική κοινωνία των πόλεων συμπλήρωσαν η τάξη των μισθωτών εργατών και δούλων.

Κοινωνικές αναταραχές δεν αναφέρονται ρητά για την Ρωμαϊκή Κύπρο. Διατυπώνεται ωστόσο η υπόθεση ότι η μεγάλη ιουδαϊκή επανάσταση του 116-117μ.Χ. δεν ήταν μια απλή εξέγερση μιας εθνικής μειονότητας, αλλά περιέλαβε στους κόλπους της σημαντικό μέρος από τον κοσμοπολίτικο πληθυσμό της Σαλαμίνας και κυρίως μέλη των τάξεων εκείνων που είχαν πληγεί από την μεγαλόσχημη οικοδομική δραστηριότητα και τη σπάταλη διαχείριση των οικονομικών της πόλης και αισθάνονταν αμεσότερα τις επιζήμιες επιπτώσεις των εκστρατειών του Τραϊανού στην Ανατολή.

Πολιτεία

Η εγκαθίδρυση της ρωμαϊκής κυριαρχίας στην Κύπρο δεν σήμαινε ριζικέςμεταβολές στην εσωτερική ζωή των πόλεων, πολιτική, κοινωνική και οικονομική, όπως αυτή είχε ιδιαμορφωθεί κατά την πτολεμαϊκή περίοδο. Κάτω από την κυριαρχία της Ρώμης, η Κύπρος διατήρησε τους πολιτειακούς θεσμούς της. Υποστηρίχθηκε μάλιστα ότι η προσάρτηση, καταλύοντας τη συγκεντρωτική διοίκηση των Πτολεμαίων, πρέπει να άφησε στις κυπριακές πόλεις μεγαλύτερη αυτονομία, γεγονός που φαίνεται ότι συνειδητοποιούσαν και οι ίδιοι οι Κύπριοι.

Πραγματικά, η Ρώμη περιορίστηκε στην έμμεση προσαρμογή των κυπριακών πολιτευμάτων στα σχήματα που εγγυόνταν την ομαλότερη λειτουργία του διοικητικού μηχανισμού και στον ασφαλή έλεγχο της πολιτικής ζωής. Τον κυρίαρχο ρόλο στα κυπριακά πολιτεύματα φαίνεται ότι ανέλαβε η «βουλή», η σύσταση της οποίας ελεγχόταν απόλυτα αφότου από τον Κάτωνα, η πιθανότερα επί Αυγούστου, καθιερώθηκε ο θεσμός της «τιμητείας», που μαρτυρείται για τους Σόλους στην κορυφή της ιεραρχίας των πόλεων.

Εκτός από τους θεμελιώδεις θεσμούς του «δήμου», της «βουλής», της «γερουσίας» και τις συνήθεις αρχές, γνωστές από όλον τον ελληνικό κόσμο, στην Κύπρο επιβίωνε από την εποχή της πτολεμαϊκής κυριαρχίας ο θεσμός του «στρατηγού» με νέο περιεχόμενο πολιτικού καθαρά άρχοντος. Ανώτατη θέση στην ιεραρχία των Σόλων και του Κιτίου κατείχε ο «ίππαρχος», άλλοτε στρατιωτικός άρχων, αλλά τώρα πια προϊστάμενος της τοπικής αστυνομίας. Η κλίμακα συμπληρώνεται από «γραμματείς», «επί του βιβλιοφυλακείου», «αγορανόμους», ενώ από το τέλος πιθανόν του 1ου μ.Χ. αιώνα εμφανίζεται ο θεσμός των «δεκαπρώτων».

Η ευθύνη της εποπτείας έργων κοινής οφέλειας ανετιτίθετο σε ειδικό άρχοντα, τον «προνοητή», ο οποίος ήταν τακτικός στη Σαλαμίν α,σε άλλες όμως πόλεις, όπως στο Κούριο, στην Πάφο κ.α. διοριζόταν εκτάκτως για την επίβλεψη συγκεκριμένου έργου, ενδεχομένως μάλιστα επιλεγόταν μεταξύ των τυπικών αρχόντων της πόλης. Ο θεσμός του «επιτρόπου του Σεβαστού» μαρτυρείται για τη Σαλαμίνα στα μέσα του 2ου μ.Χ. αιώνα, ενώ του «λογιστού» για το Κούριο, την Πάφο και το Κίτιο στο τέλος του 2ου μ.Χ. αιώνα. Υπάλληλος διορισμένος από τη ρωμαϊκή διοίκηση ήταν πιθανότατα και ο «λιμενάρχης Κύπρου», που αναφέρεται ήδη από τα μέσα του 1ου μ.Χ. αιώνα.

Στην θρησκευτική ζωή των κυπριακών πόλεων κυριαρχούσαν οι τοπικοί «αρχιερείς του Σεβαστού», που μαρτυρείται επιγραφικά για τη Σαλαμίνα, τους Σόλους, το Κίτιο, τη Λάπηθο, και προϊσταντο ττης αυτοκρατορικής λατρείας παράλληλα με τον αρχιερέα του κυπριακού κοινού.

Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους