Η Κύπρος υπήρξε σε τρεις διαδοχικές περιόδους ο τόπος όπου εγκαταστάθηκαν οι Έλληνες. α) Κατά τον 14ο και 13ο π.Χ. αιώνα όταν έφθασαν στις παράλιες κυπριακές πόλεις ως έμποροι και τεχνίτες, β) Στα τέλη του 13ου π.Χ. αιώνα ως άποικο, γ) στα μέσα του 12ου πΧ. αιώνα. Και στις τρεις περιπτώσεις η επίδρασή τους ήταν τόσο έντονη που απλώθηκε σταδιακά σε τόσες εκδηλώσεις της ζωής, ώστε η Κύπρος όχι μόνο εξελληνίσθηκε εντελώς, αλλά διαφύλαξε σε ολόκληρη την μετέπειτα ιστορική της πορεία τη μυκηναϊκή παράδοση. Ακομα και όταν η Ελλάδα περνούσε την περίοδο της αλλαγής με την κάθοδο των Δωριέων, στην Κύπρο υπήρχαν ακόμη οι παλαιοί μυκηναϊκοί θεσμοί. Η βασιλεία διατηρήθηκε στις κυπριακές πόλεις ως τον 4ο π.Χ. αιώνα.

Η ελληνική διείσδυση έγινε ειρηνικά, χωρίς την παραμικρή διάθεση βίαιης επιβολής από την πλευρά των Μυκηναίων. ‘Ετσι η κυπριακή θρησκεία παρέλαβε πολλά στοιχεία από τον κρητομυκηναϊκό κόσμο. Επίσης η κυπριακή διάλεκτος, όπως διαμορφώθηκε με την πάροδο των αιώνων, έχει πολλές ομοιότητες με τη διάλεκτο της Αρκαδίας, από όπου προήλθαν οι Αχαιοί άποικοι. Γι΄ αυτό η Κύπρος μπορεί να χαρακτηρισθεί σαν κιβωτός των Ελληνικών παραδόσεων.
Μόνο με αυτόν τον τρόπο είναι δυνατόν να εξηγηθεί πως μια Ελληνική νήσος που βρίσκεται μακριά από την μητροπολιτική Ελλάδα, ανάμεσα σε ξένους λαούς και κοντά σε ισχυρούς ανατολικούς πολιτισμούς, κατόρθωσε να διατηρήσει, παρά τις αλλεπάλληλες εισβολές, σε ολόκληρο τον ιστορικό της βίο, με θαυμαστή αφοσίωση βαθειά ριζωμένη την Ελληνική παράδοση από τον 14ο π.Χ. αιώνα ως την εποχή μας.
Στους Ελληνικούς μύθους διατηρήθηκε η ανάμνηση στους αποικισμού της Κύπρου από τους Αχαιούς μετά το τέλος του Τρωικού πολέμου. Αλλά η εξήγηση των μύθων πρέπει να γίνεται με μεγάλη προσοχή και ο ερευνητής να διαχωρίζει αν πίσω από τον μύθο υπάρχει ιστορική αλήθεια ή αν ο μύθος δημιουργήθηκε αργότερα για να εξυπηρετήσει κάποια πολιτική σκοπιμότητα. Ωστόσο ορισμένοι μύθοι, που αναφέρονται στον αποικισμό της Κύπρου από τους Αχαιούς επιβεβαιώνονται κατά τρόπο εντυπωσιακό.
Παράδειγμα ο μύθος για την ίδρυση της Σαλαμίνας στην ανατολική ακτή της Κύπρου από τον Τεύκρο τον γιο του Τελαμώνα, βασιλιά της Σαλαμίνας. Ο Ισοκράτης αναφέρει ότι «Τεύκρος αφικόμενος εις Κύπρο Σαλαμίνα τε κατ’ωλησεν ομώνυμον ποιήσας της πρότερον αυτώ πατρίδος ούσης, και το γένος το νυν βασιλεύον κατέλιπεν». Ο Αισχύλος στους Πέρσες αναφέρει τη νήσο Σαλαμίνα σαν μητρόπολη της Σαλαμίνας της Κύπρου. Και ο Πίνδαρος μιλάει για τη μεγαλόνησο, όπως και πολλοί άλλοι. Στο Κούριο όπου κατά τον Ηρόδοτο ήταν αποικία των Αργείων, αρχαιολογική έρευνα απέδειξε ότι είχαν εγκατασταθεί στην περιοχή αυτή Αχαιοί άποικοι που μετέφεραν τον κεραμικό ρυθμό και τα ταφικά έθιμα από την μυκηναϊκή Ελλάδα.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο μύθος για την ίδρυση της Πάφου από τους Αρκάδες, όπως την αναφέρει ο Παυσανίας: ο Αγαπήνωρ οδήγησε τους Αρκάδες στην Τροία. Ύστερα από την ήαλωση η θύελλα που έπληξε τους Έλληνες κατά το ταξίδι της επιστροφής στην Ελλάδα, έφερε τον Αγαπήνορα και τον αρκαδικό στόλο στην Κύπρο. Έτσι ο Αγαπήνωρ έγινε οικιστής της Πάφου και έκτισε το ιερό της Αφροδίτης στην Παλαίπαφο. Ο μύθος αυτός επιβεβαιώνει όσα γνωρίζουμε για τον βασιλιά της Πάφου και αρχιερέα του ναού της Αφροδίτης Κινύρα, που έζησε κατά τη διάρκεια του Τρωικού πολέμου. Σύμφωνα με την παράδοση ο Αγαπήνωρ κατόρθωσε να εκδιώξει τον Κίνυρα και να γίνει κύριος της Παλαιπάφου.
Οι σχέσεις της Κύπρου με την Αρκαδία προκύπτουν και από τη συγγένεια της αρκαδικής με τη αρχαία κυπριακή διάλεκτο. Αλλά πρέπει να προσθέσουμε ότι στις ακτές της Πάφου, στην τοποθεσία «Παλαίκαστρο-Μάα», ήλθε στο φως οχυρωμένη μικρή πόλη που ιδρύθηκε από τους Αχαιούς αποίκους στα τέλη του 13ου π.Χ. αιών Φαίνεται ότι στην πόλη αυτή έγινε η πρώτη εγκατάσταση των Αχαιών πριν από τη προώθηση τους στην υπόλοιπη Κύπρο. Είναι οχυρωμένη με κυκλώπεια τείχη, όπως η Έγκωμη και το Κίτιο και η ανασκαφή αποκάλυψε άφθονο υλικό κεραμικής μυκηναϊκού ρυθμού.
Διατηρήθηκαν ακόμη και μύθοι που αναφέρουν την ίδρυση Κυπριακών πόλεων από ήρωες του Τρωικού πολέμου. Η Κερύνεια ιδρύθηκε σύμφωνα με την παράδοση από τον Κηφέα, οι Γόλγοι από τον Σικυώνιο Γόλγο, η Λάπιθος από τον Λάκωνα Πράξανδρο, οι Χύτροι από τον Χύτρο και η Αίπεια από τον Δημόφωντα. Σε μερικές περιπτώσεις η αρχαιολογική σκαπάνη δεν επιβεβαίωσε ακόμη την μυθική παράδοση, αλλά οι έρευνες που γίνονται δείχνουν ότι τις περισσότερες φορές πίσω από τον μύθο βρίσκεται η ιστορική αλήθεια.
Οι Αχαιοί άποικοι μπορεί να μην προχωρούσαν στην ίδρυση νέων πόλεων προτιμώντας την εγκατάσταση τους στις παλαιότερες πόλεις και στον σταδιακό εξελληνισμό τους. Πάντως η παράδοση για τον εξελληνισμό της Κύπρου από τους Αχαιούς μετά τονΤρωικό πόλεμο, που διατηρήθηκε τόσο έντονη ως την Κλασική Περίοδο και αργότερα, διασώζει ένα γεγονός που σήμερα έχει εξακριβωθεί.
Ο μυκηναϊκός αποικισμός και ο εξελληνσιμός της Κύπρου επηρέασε τη ζωή των Κυπρίων και κατά τους ιστορικούς χρόνους, Η Κύπρος όχι μόνο διατήρησε τον ελληνικό της χαρακτήρα από την Ύστερη Χαλκοκρατία μέχρι σήμερα, αλλά και στοιχεία του Μυκηναϊκού πολιτισμού υστερότερα, όταν πια είχαν σβήσει από τον υπόλοιπο ελληνικό κόσμο. Κατά τον 5ο π.Χ. αιώνα ο βασιλιάς που ζούσε στο ανάκτορο του Βουνίου για να δείξει την αντίδρασή του στον Πέρση δυνάστη μετατρέπει τα κεντρικά διαμερίσματα σε μυκηναϊκό μέγαρο.
Στον 2ο π.Χ. αιώνα επιφανής πολίτης της Σαλαμίνας που ήταν «εις αιώνα γυμνασίαρχος» της πόλης φέρει με υπερηφάνεια το όνομα Διαγόρας Τεύκρου. Στη σημερινή κυπριακή διάλεκτο, στο λεξιλόγιο και στη σύνταξη, υπάρχουνά φθονα ομηρικά στοιχεία. Το συμπέρσμα είναι ότι η Κύπρος κατόρθωσε σε μια περίοδο τριών και πλέον χιλιετιών να διατηρήσει ανόθευτο όσο καμιά άλλη περιοχή έξω από τον αιγαιακό χώρο τον Ελληνικό Πολιτισμό.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους