Βαλκανικό Σύμφωνο

Το Σύμφωνο των χωρών της χερσονήσου του Αίμου που ονομάστηκε Βαλκανικό Σύμφωνο μονογραφήθηκε στις 4 Φεβρουαρίου 1934 στο Βελιγράδι υπογράφηκε στην Αθήνα στις 9 Φεβρουαρίου από τους υπουργούς των εξωτερικών της Ρουμανίας, της Γιουγκοσλαβίας, της Τουρκίας και της Ελλάδας. Στο προοίμιο αναφέρονταν τα βασικά κίνητρα των συμβαλομένων μερών: Κατοχύρωση της ειρήνης στα Βαλκάνια, διασφάλιση του σεβασμού των ανειλημμένων συμβατικών υποχρεώσεων, διατήρηση του εδαφικού καθεστώτος.

Βαλκανικό Σύμφωνο

Στο πρώτο άρθρο καθιερωνόταν η αμοιβαία εγγύηση των διαβαλκανικών συνόρων, ενώ το δεύτερο προέβλεπε την από κοινού συνεννόηση για τα μέτρα που έπρεπε να ληφθούν απέναντι σε κάθε ενδεχόμενο, συνυφασμένο με τα προκαθορισμένα από το σύμφωνο συμφέροντά τους. Επέβαλλε την αποχή από κάθε πολιτική πρωτοβουλία απέναντι σε βαλκανικό κράτος που δεν είχε υπογράψει το σύμφωνο. Το τρίτο άρθρο προέβλεπε τη δυνατότητα της μελλοντικής προσχώρησης της Βουλγαρίας και της Αλβανίας. Παράλληλα, με ειδικά συνημμένο πρωτόκολλο προβλεπόταν η εφαρμογή του ορισμού του «επιτιθέμενου» σε περίπτωση προσβολής ενός των συμβαλλομένων από βαλκανικό κράτος, έστω και ως συμμάχου μιας εξωβαλκανικής δύναμης.

Το Βαλκανικό Σύμφωνο θα είχε διάρκεια δύο έτη με δυνατότητα, εφόσον δεν καταγγελλόταν, αυτόματης ανανέωσης για πέντε και, στη συνέχεια, για επτά ακόμη χρόνια. Το τετραμελές Βαλκανικό Σύμφωνο προσέγγιζε τα ευρύτερα δυνατά όρια μιας πολυμερούς βαλκανικής συμφωνίας, χωρίς όμως να ανταποκριθεί στην ανάγκη γαι την καθολική πολιτική συσπείρωση των κρατών της χερσονήσου σε εναίο διπλωματικό σχηματισμό.

Κάτω από αυτές τις συνθήκες η σύναψη του βαλκανικού συμφώνου αντί να αμβλύνει κάθε ενδοβαλκανική διάσταση, διηύρυνε το χάσμα ανάμεσα στις τέσσερις συμβαλλόμενες δυνάμεις, αποφασισμένες να προασπίσονυ το καθεστώς των Συνθηκών, και η Βουλγαρία προσκολλημένη στην επιδίωξη της αναθεώρησής τους.

Η επίκληση αρχών και επιδιώξεων δικαίων και νομίμων, όπως ο σεβασμός των αναγνωρισμένων διεθνών υποχρεώσεων και η διατήρηση της ειρήνης, συμβάδιζε στην πράξη με τη σύμπτηξη ενός συνασπισμού, που επιβεβαίωνε την ανατροπή κάθε ισορροπίας στο χώρο της χερσονήσου, και εξέτρεφε τελικά τις λανθάνουσε κεντρόφυγες δυνάμεις. Έτσι, τα τέσσερα συμβαλλόμενα μέρη παρασύρονταν αναπόφευκτα προς το γαλλικό διπλωματικό δίκτυο, ενώ η απομονωμένη Βουλγαρία στρεφόταν οριστικά προς το ευρύτερο ευρωπαϊκό «αναθεωρητικό» μέτωπο.

Η σύναψη του Βαλκανικού Συμφώνου εξαίρει το δραματικό αδιέξοδο των εισηγητών του, ανδρών δοκιμασμένων και έμπειρων, εμπνευσμένων πάντοτε από τον σεβασμό προς τη διεθνή τάξη και την ειρήνη, αναγκασμένων, όμως, να επιλέξουν ανάμεσα στη διατήρηση μιας αβέβαιης ισορροπίας βασισμένης στο πολυκεντρικό σύστημα των διμερών συμφώνων, και στην αναζήτηση μιας παρακινδυνευμένης δυναμικής λύσης, περισσότερο ίσως αποτελεσματικής.

Η κριτική στάση απέναντι στο Βαλκανικό Σύμφωνο δεν ήταν αποκλειστικά συναρτημένη με το γενικό κριτήριο της συμβολής στο έργο της διεθνούς σταθερότητας και της ειρήνης. Αλλά και στο εσωτερικό των συμβαλλομένων κρατών-μερών εκδηλώνονταν ορισμένες δυσυπέρβλητες αντιδράσεις. Στην Αθήνα ο Ελευθέριος Βενιζέλος εξαπέλυε από το βήμα της αντιπολίτευσης δριμύτατη εκστρατεία εναντίον τόσο του γενικού πνεύματος όσο και, κυρίως, ορισμένων όρων του Συμφώνου, οι οποίοι κατά τη γνώμη του, καθιστούσαν τη συνομολόγηση του ασύμφορη για την Ελλάδα.

Βαλκανικό Σύμφωνο
Τα κράτη του υπέγραψαν το Βαλκναικό Σύμφωνο όπως ήταν το 1934

Σταθερά προσηλωμένος στην πρακτική των διμερών συμφωνιών, ήταν αντίθετος στη συμμετοχή σε κάθε πολυμερή συνασπισμό, ενώ, παράλληλα, η εμμονή του στην ιδέα της ελληνοϊταλικής φιλίας συμβάδιζε με την πεποίθησή του στην επάρκεια της ελληνοτουρκικής σύμπραξης για την αντιμετώπιση ακόμη και ενός εντελώς απίθανου, κατά την άποψή του, σερβοβουλγαρικού μετώπου. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, υποστήριζε, το τετραμερές σύμφωνο, χωρίς ουσιαστικά να συντελεί στην πληρέστερη κατοχύρωση των εξασφαλισμένων με τις διμερείς συμφωνίες εγγυήσεων, θα βάρυνε την Αθήνα με την ανάληψη ασκόπων και επικίνδυνων υποχρεώσεων, σε περίπτωση ιδίως, ιταλικής επίθεσης εναντίον της Γιουγκοσλαβίας από το αλβανικό έδαφος.

Η πειστικότητα των επιχειρημάτων του Ελευθερίου Βενιζέλου, αλλά και η δυνατότητά τους να παρεμποδίσει την επικύρωση της συμφωνίας από τα δύο νομοθετικά σώματα, χάρη στην πλειοψηφία της Φιλελεύθερης παράταξης στη Γερουσία, έφερε στις 15 Μαρτίου τον Δημήτριο Μάξιμο στην ανάγκη να κάνει προς τη Βουλή την ακόλουθη ερμηνευτική δήλωση: «Σκοπός του Βαλκανικού Συμφώνου είναι η εγγύησις της ασφαλείας των ενδοβαλκανικών συνόρων μόνον εναντίον άλλου βαλκανικού κράτους. Κατά συνέπειαν, η Ελλάς εν ουδεμία περιπτώσει δύναται προς εκτέλεσιν των διά του Συμφώνου αναλαμβανομένων υποχρώσεων να αχθή εις πόλεμον με οιανδήποτε των Μεγάλων Δυνάμεων». Η επεξηγηματική αυτή δήλωση της ελληνικής κυβέρνησης συνετέλεσε, όπως και η ανάλογη τουρκική, για την περίπτωση ρωσορουμανικής διένεξης, στη σοβαρή υποτίμηση της γενικότερης σημασίας του Βαλκανικού Συμφώνου.

Η Γιουγκοσλαβία, φανερά δυσαρεστημένη, ενέτεινε τις προσπάθειες της για συνεννόηση με την Βουλγαρία, ενώ, παράλληλα, η Τουρκία ολοένα και περισσότερο ανήσυχη για τις φημολογούμενες ιταλικές βλέψεις προς την κατεύθυνση της Μικράς Ασίας, έτεινε να συνδεθεί στενότερα με το Βελιγράδι. Αλλά και γενικότερα, οι φυγόκεντρες ενδοβαλκανικές ροπές, με την πάροδο του χρόνου και κάτω από το κράτος της γενικής αποσύνθεσης του καθεστώτος των Συνθηκών του 1919-1920, ενισχύονταν και καθιστούσαν το Βαλκανικό Σύμφωνο γράμμα νεκρό στις κρίσιμες ώρες των παραμονών του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους