Αττική αγγειογραφία

Επειδή τα έργα των μεγάλων ζωγράφων της αρχαιότητας έχουν χαθεί, ο απόηχος των κατακτήσεων στη ζωγραφική της κλασικής εποχής μπορεί να μας μεταδωθεί από τις ταπεινότερες δημιουργίες των αγγειογράφων, που, γοητευμένοι από τα κατορθώματα των μεγάλων ζωγράφων, προσπαθούν να τα μεταφέρουν πάνω στην επιφάνεια του πηλού. Οι αγγειογράφοι κατορθώνουν σύντομα να απομακρυνθούν από την αυστηρή και λιτή σχεδιαστική παράδοση των περασμένων χρόνων, αλλά, χωρίς να το καταλαβαίνουν, θα οδεύσουν στην καταστροφή της ίδιας τους της τέχνης, που δεν επιδέχεται αυτήν την υπερβολή των ζωγραφικών «φαντασιώσεων». Έτσι τα τελευταία χρόνια του 5ου π.Χ. αιώνα σημαίνουν καθαρά το τέλος για την αττική αγγειογραφία.

Αττική αγγειογραφία

Ολόκληρη η παραγωγή του 4ου π.Χ. αιώνα ως το 320 π.Χ. περίπου, όταν παύει οριστικά πια ο ερυθρόμορφος ρυθμός, αποτελεί μια βιοτεχνική παραγωγή χωρίς μεγάλες καλλιτεχνικές αξιώσεις. Αν μέσα στις εκατοντάδες έργα μπορούμε να ξεχωρίσουμε μερικά που έχουν κάποιο παλμό και χαρίζουν στον θεατή μια ευχάριστη ή ενδιαφέρουσα εικόνα, η μεγάλη πλειονότητα μαρτυρεί ότι ούτε το σχέδιο ούτε το πνευματικό περιεχόμενο των παραστάσεων αντλούν από γόνιμες και ισχυρές πηγές.

Στα πρώτα χρόααι του αιώνα αυτού η παράδοση του εργαστηρίου του Μειδία (εκπρόσωπος του «πλούσιου» ρυθμού, χαρακτηριστικά του οποίου είναι τα πολύτυχα φορέματα και η χάρη των κινήσεων) συνεχίζεται σε μερικούς αγγειογράφους του «στολισμένου» ρυθμού που εξαντλούν τα τεχνάσματα και τις θεατρικές επιδείξεις των μορφών, χωρίς να φθάνουν τη σχεδιακή ικανότητα των προγόνων τους.

Οι αιτίες αυτής της αδυναμίας είναι διττές: από τη μια πλευρά οι μορφολογικές αναζητήσεις είχαν οδηγήσει σε δρόμους αδιέξοδους την αγγειογραφία, που γοητευμένη από τη μεγάλη ζωγραφική αφέθηκε σε μια επίδραση εντελώς ακατάλληλη για τον δικό της σκοπό. Από την άλλη -και αυτός είναι ο σπουδαιότερος λόγος- τα αττικά αγγεία έχασαν τις αγορές της Ιταλίας, όπου από τα τέλη του 5ου π.Χ. αιώνα άρχισαν να αναπτύσοσνται εγχώρια εργαστήρια, που μιμούνται και συναγωνίζονται τα αττικά πρότυπα.

Έτσι τα εργαστήρια της Αθήνας δοκίμασαν ένα βαθύ κλονισμό από τον οποίο δεν κατάφεραν να συνέλθουν ούτε όταν μπόρεσαν να βρουν μερικές νέες αγορές στις βορειότατες αποικίες του Εύξεινου Πόντου κυρίως, στην Κυρηναϊκή και στη Βόρεια Ελλάδα.

Η τελευταία αναλαμπή του ερυθρόμορφου ρυθμού που σημειώνεται από το 370π.Χ. για να σβήσει με τον θάνατο του Αλέξανδρου, έδωσε στα αγγεία που ονομάζονται του «ρυθμού του Κερτς» (από την πόλη της Κριμαίας, το παλιό Παντικάπαιον), όπου βρέθηκαν πολλά από αυτά. Σε αυτά βλέπουμε τις εξεζητημένες προοπτικές τολμηρότητες και τις μελοδραματικές αδεξιότητες των επιγόνων του μειδιακού κύκλου. Οι αγγειογράφοι του «ρυθμού του Κερτς» σχεδιάζουν μορφές συγκρατημένες με κομψές κινήσεις, χωρίς φιλόδοξες συνθετικές αναζητήσεις μέσα στον χώρο. Αλλά η προοπτική τους για την απόδοση των σωμάτων και των προσώπων σε στάση τριών τετράρτων, που επαναλαμβάνεται με κουραστική επιμονή, χωρίς να βρίσκει ουσιαστική δικαίωση, γίνεται τελικά κενός μανιερισμός και ενοχλητική επίδειξη ψεύτικης χάρης.

Παράλληλα το σχέδιο έχει χάσει τους χυμούς του και διαλύεται σε ένα παιχνίδισμα ή σε μια θολή γραμμή όπου θυσιάζεται η ακρίβεια του περιγράμματος. Τέλος, η χρησιμοποίηση των χρωμάτων, που είχε αρχίσει να συγκινεί τους τεχνίτες των τελευταίων χρόνων του 5ου π.Χ. αιώνα προχωρεί όλο και περισσότερο. Το κίτρινο και το χρυσό, ακόμη το γαλάζιο και το γκρίζο, αλλά προπάντων το λευκό χρώμα δίνουν ένα καινούργιο τόνο σε όλη την επιφάνεια των αγγείων. Οι κατάλευκες γυμνές γυναικείες μορφές, τοποθετημένες στο κέντρο της παράστασης, συχνά τριγυρισμένες από λευκούς ερωτιδείς με χρυσά φτερά, τραβούν αμέσως την προσοχή του θεατή και αποτελούν το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο των αγγείων αυτής της κατηγορίας. Καθώς μάλιστα η Αφροδίτη και οι Έρωτες αποτελούν ένα από τα πιο αγαπημένα θέματα αυτής της εποχής, οι αγγειογράφοι δεν δυσκολεύονται να συνδυάσουν τη χρωματική επίδειξη με τη θεματική γοητεία.

Αλλά μια τέτοια εύκολη γλώσσα δεν μπορεί να δώσει καρπούς για πολλά χρόνια, χωρίς ανανέωση. Και η ανανέωση αυτή δεν ήλθε ποτέ στην αττική αγγειογραφία. Δεν είναι εύκολο να εξηγήσουμε στο οριστικό και μάλλον απότομο σταμάτημα της ερυθρόμορφης αγγειογραφίας κάπου γύρω στο 320π.Χ. Όποιοι όμως και αν είναι οι λόγοι που το προκάλεσαν, το αποτέλεσμα δεν αποτελεί παρά το επισφράγισμα μιας μακρότατης, και από την άποψη της ιστορίας της τέχνης εύλογης, παρακμής της τέχνης αυτής.

Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους