Ο Jacobo della Quercia (Quercia, 1374-Siena, 1438) ήταν Ιταλός γλύπτης. Το πραγματικό του όνομα ήταν Jacobo di Maestro Piero di Filippo. Γεννήθηκε στο Quercia της Ιταλίας, μια μικρή περιοχή κοντά στη Siena το 1374, γι’ αυτό και έγινε γνωστός Jacobo della Quercia. Ήταν από τους πρώτους που άρχισε να δουλεύει στην τέχνη του με περισσότερες μελέτες και πολλή φροντίδα, δείχνοντας πως με την τέχνη μπορεί κανείς να πλησιάσει τη ζωή. Ήταν επίσης από τους πρώτους που έδιναν στους άλλους ελπίδα και θάρρος ότι μπορούν, κατά κάποιον τρόπο, να είναι πιστοί στο φυσικό πρότυπο.

Το πρωιμότερο έργο του ο Jacobo della Quercia το δημιούργησε στα δεκαεννιά του χρόνια στη Siena. Αφορμή γι’ αυτό δόθηκε ένα συμβάν: οι Σιενέζοι είχαν παρατάξει κατά των Φλωρεντινών ένα στράτευμα υπό τις διαταγές των Gian Tedesco και Giovanni d’ Azzo Ubaldini. Όμως ο Giovanni d’ Azzo αρρώστησε. Τον έφεραν στη Siena, όπου και πέθανε. Οι Σιενέζοι, που τους άγγιξε πολύ ο θάνατος του, του έκαναν μια λαμπρή κηδεία και του έφτιαξαν ένα ικρίωμα από ξύλο στο τύπο της πυραμίδας. Σ’ αυτήν τοποθέτησαν ένα άγαλμα φτιαγμένο από το χέρι του Jacobo della Quercia, το οποίο παρουσίαζε τον Giovanni d’ Azzo έφιππο και σε υπερβολικό μέγεθος. Η μορφή αυτή ήταν φτιαγμένη με πολύ εφευρετικότητα, αφού η μέθοδος που ακολούθησε ο Jacobo δεν ήταν γνωστή μέχρι τότε. Ο σκελετός του αλόγου και της ανθρώπινης μορφής κατασκευαζόταν από ξύλα και σανίδια, τα οποία ενώνονταν και ύστερα περιτυλίγονταν με σανό, στουπί και σχοινιά. Όλα αυτά δένονταν γερά μεταξύ τους και πάνω τους ο Jacobo τοποθετούσε ένα επίχρισμα από πηλό τον οποίο ανακάτευε με μαλλί, ζύμη και κόλλα, μια μέθοδος που, πραγματικά, για τέτοια πράγματα ήταν η καλύτερη, αφού έργα αυτού του τύπου εμφανίζονταν σαν συμπαγή, έτοιμα και στεγνά, ενώ ήταν πολύ ελαφριά και κέρδιζαν το βλέμμα του θεατή. Επιπλέον, αγάλματα που δημιουργούνταν με αυτόν τον τρόπο δεν αποκτούσαν ρωγμές, κάτι που θα συνέβαινε αν ήταν μόνο με πηλό.
Μετά από μια εξέγερση των Σιενέζων ο μέντορας του Jacobo εκδιώχθηκε από την πόλη και έτσι ο γλύπτης με τη βοήθεια κάποιων φίλων πήγε στην πόλη Lucca, όπου με εντολή του άρχοντα της πόλης έφτιαξε στην εκκλησία του San Martino ένα ταφικό μνημείο για τη σύζυγο του, που είχε πεθάνει πριν λίγο καιρό. Στη βάση αυτού του έργου σμίλεψε μερικά παιδιά, τα οποία ήταν καλά δουλεμένα που φαίνονται σαν ζωντανά. Επάνω στη σαρκοφάγο σμίλεψε τη σύζυγο του άρχοντα, η οποία ήταν ενταφιασμένη σ’ αυτήν, και από το ίδιο πέτρωμα απεικόνισε ένα σκυλί στα πόδια της, ως σύμβολο της πίστης της προς το σύζυγό της.

Ο Jacobo μετά από μια περιήγηση στις πόλεις της Ιταλίας επέστρεψε στη Siena, όπου βρήκε την ευκαιρία να δοξαστεί. Η Signoria της Siena του ανέθεσε να διακοσμήσει με μάρμαρο μια κρήνη, το νερό της οποίας είχε διοχετευθεί στην μεγάλη πλατεία. Το ποσό που θα έπαιρνε για αυτό το έργο ορίστηκε στα 2.200 χρυσά. Δημιούργησε ένα πρόπλασμα και άρχισε τη δουλειά στο μάρμαρο, την οποία ολοκλήρωσε για μεγάλη ικανοποίηση των συμπολιτών του, οι οποίοι δεν τον ονόμαζαν πια Jacobo della Quercia αλλά Jacobo della Fonte. Το επίκεντρο της παράστασης κατέλαβε η Ένδοξη Παρθένος Μαρία, η κατ’ εξοχήν προστάτιδα της πόλης. Ήταν κάπως μεγαλύτερη από τις άλλες μορφές, δοσμένη με έναν τρόπο ωραίο και ασυνήθιστο. Γύρω από αυτήν βλέπει κανείς τις μορφές των επτά θεολογικών και πρώτιστων Αρετών, τα κεφάλια των οποίων δουλεύτηκαν με πολλή τρυφερότητα και με χαριτωμένη έκφραση. Για τη διακόσμηση αυτής της κρήνης επεξεργάστηκε επίσης μερικές σκηνές από την Παλαιά Διαθήκη, όπως τη δημιουργία των πρωτόπλαστων, τη γεύση του απαγορευμένου καρπού, ενώ στο πρόσωπο της Εύας κατάφερε να προσδώσει μια τόσο ωραία έκφραση καθώς προκαλεί τον Αδάμ να δοκιμάσει το μήλο, έτσι ώστε να φαίνεται ότι του ήταν αδύνατο να αρνηθεί. Η υπόλοιπη διακόσμηση ολοκληρώνεται με παιδικές μορφές και άλλα διακοσμητικά, με λιοντάρια και λύκους που ανήκουν στο έμβλημα της πόλης. Και όλα αυτά τα έφτιαξε ο Jacobo μέσα σε δώδεκα χρόνια με φιλοπονία και πείρα.

Με αυτή την εργασία απέκτησε ακόμη μεγαλύτερη φήμη και με την ηθική ζωή του έγινε γνωστός ως άνθρωπος ευγενικών ηθών. Γι’ αυτό χρίστηκε ιππότης από τη Signoria και αμέσως μετά πρωτομάστορας του ναού. Αυτά τα καθήκοντα του τα εκτέλεσε πολύ καλά ως το τέλος της ζωής του το 1438.
Πηγή: Giorgio Vasari, Καλλιτέχνες της Αναγέννησης, Στέλιος Λυδάκης, εκδ. ΚΑΝΑΚΗ