Ο πιο διάσημος Σκανδιναυός όλων των εποχών, είναι ο Harald Handraada (1015-1066), του οποίου η ζωή λίγο απέχει από το να χαρακτηριστεί έπος. Γεννημένος στα τέλη του 1015 στο Ringerike της Νορβηγίας, ο νεαρός Harald έδειξε από νωρίς τις εκπληκτικές ηγετικές και στρατιωτικές του δυνατότητες. Με ύψος περ 2.05μ και «δύναμη αρκούδας» ο νεαρότατος (μόλις 15 ετών) Harald συμμετείχε με 600 άνδρες από τα Upplands στο πλευρό του αδερφού του Όλαφ του «Αγίου» στη φοβερή μάχη του Stiklesand, εναντίον των Δανών το 1030. Ο Όλαφ σκοτώθηκε, οι Νορβηγοί ηττήθηκαν, αλλά ο Harald κατόρθωσε να διαφύγει παρ’ ότι βαριά τραυματισμένος.
Ο Harald Handraada έμεινε στη Σουηδία για ένα έτος, και αφού ανάρρωσε, έφυγε για την Ανατολή, και συγκεκριμένα για το Κίεβο, όπου ο ηγεμόνας του, Jaroslav ο «Σοφός» τον υποδέχτηκε θερμά, αφού είχε ανάγκη τέτοιους μαχητές. Τρία χρόνια πέρασαν (1031-1034) όπου ο Harald και μερικές εκατοντάδες σύντροφοι του, συμμετείχαν σε εκστρατείες απίστευτης βιαιότητας, εναντίον των θηριωδών Πετσενέγγων, των φιλόδοξων Πολωνών, των κανίβαλλων Mari των Ουραλίων, των «σκοτεινών» Tsounda στη δασώδη Εσθονία και των υπολειμμάτων των Χαζάρων στον Κάτω Βόλγα.
Όλα αυτά όμως, ήταν «λίγα» για την άκρατη φιλοδοξία του Harald Handraada, που έφυγε από το Κίεβο (παρ’ ότι κράτησε επαφές με τον Jaroslav) και πήγε, στον προορισμό όλων των αξιοπρεπών Σκανδιναυών, την «Miklaagard», την «Ουράνια Πόλη», την Κωνσταντινούπολη. Πράγματι, το 1034, ο Harald με 500 άνδρες του κατατάχθηκε στην θρυλική Φρουρά των Βαράγγων, και από τότε η θυελλώδης καριέρα του θα τιναχθεί στα ύψη. Ευθύς συμμετείχε σε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις κατά των Αράβων πειρατών στο Αιγαίο, σε ναυμαχίες έξω από τη Σάμο (1034/5), Δωδεκάνησα, ανοιχτά της Κρήτης (άνοιξη 1035) πετυχαίνοντας περίλαμπρες νίκες. Το καλοκαίρι του 1035 ο Harald και 3.000 Βαράγγοι συμμετείχαν στην Αυτοκρατορική αντεπίθεση στην Συρία που ακολούθησε την κατάληψη της Έδεσσας (Harran, 1032) από τον μυθικό Γεώργιο Μανιάκη. Οι Βαράγγοι, μαζί με Ρωσικές μονάδες απέδωσαν εκπληκτικά καταλαμβάνοντας 80 οχυρά (Ένας υπασπιστής του Harald, ονόματι Ove, άνοιξε στα δυο έναν Άραβα πρωταθλητή με ένα μόνο χτύπημα του τσεκουριού του). Το 1036 υπεγράφη συμφωνία μεταξύ της Αυτοκρατορίας και του Χαλιφάτου της Αιγύπτου με την οποία θα ανακατασκευαζόταν ο Ναός της Αναστάσεως που είχε καταστραφεί το 1002 από τον Σουλτάνο Al-Hakeem. Τους Έλληνες μηχανικούς που στάλθηκαν στην Ιερουσαλήμ για το εγχείρημα τους συνόδεψε απόσπασμα Βαράγγων υπό τον Harald «που πήγε σε μακρινούς τόπους, πολεμώντας παράξενους ανθρώπους» (Βεδουίνους).
Tο 1037 ήταν πάλι στην Κωνσταντινούπολη μόνο και μόνο για να σταλεί με 20.000 συντρόφους του, Ρώσους, και Θεματικούς στρατιώτες από τη Μακεδονία και Θράκη στη Σικελία, υπό τις διαταγές του μυθικού Γεωργίου Μανιάκη και του δαιμόνιου Κατακαλών Κεκαυμένου. Συμμετείχε στις «θηριώδεις» νίκες του Trapani (1038), Rametta (1040) εξοντώνοντας χιλιάδες Μουσουλμάνους της Σικελίας και κυριεύοντας «αμέτρητα» οχυρά. Περιττό δε να ειπωθεί, ότι ο Νορβηγός πολέμαρχος είχε αρχίζει να συσσωρεύει τεράστια περιουσία, είτε από τους παχυλούς μισθούς της Φρουράς, είτε κυρίως από τα λάφυρα από τις ατελείωτες εκστρατείες του.
Το 1040 ανακαλείται επειγόντως στα Βαλκάνια, όπου μόλις είχε σημειωθεί η μαζική Βουλγαρική εξέγερση του Πέτρου Deljan, και απειλούνταν η Θεσσαλονίκη. Μαζί με τον Αυτοκρατορικό στρατό, ο Harald Handraada με τους άνδρες του συμμετείχαν σε λυσσώδεις μάχες στη Μακεδονία, στην Θράκη, και ειδικά έξω από τη Θεσσαλονίκη, όπου οι Βούλγαροι συνετρίβησαν (26 Οκτωβρίου 1040). Με ηγέτη τον σχεδόν ανάπηρο (λόγω ποδάγρας) Μιχαήλ Δ’ τον Παφλαγόνα, που έδινε εντολές από φορείο, 50.000 Αυτοκρατορικοί εισήλθαν στην Βουλγαρία όπου την πέρασαν «δια πυρός και σιδήρου». Οι σφαγές και εμπρησμοί Βουλγαρικών οικισμών ήταν τόσες πολλές, ώστε ο Harald, μαζί με το αξίωμα του Πρωτοσπαθάριου (Καλοκαίρι 1041) πήρε και το προσωνύμιο του «Borgara Brennir» (Ο Βουλγαροκαύστης). Αυτή η εκστρατεία ήταν η τελευταία από τις συνολικά 18 στην υπηρεσία της Αυτοκρατορίας.
Ήδη από το 1042, ο Harald, που είχε αποκομίσει αμύθητη περιουσία, ένοιωθε ότι έπρεπε να γυρίσει στην Νορβηγία και να καταλάβει τον Θρόνο της. Ζήτησε άδεια από τον νέο Αυτοκράτορα, Κωνσταντίνο Θ’ Μονομάχο να επισκευθεί την πατρίδα του, που όμως απορρίφθηκε. Έτσι ένα παγωμένο βράδυ της 23 Νοεμβρίου 1043 ο Harald και 70 σύντροφοί του με δυο μικρούς Δρόμωνες το έσκασαν από την Πρωτεύουσα, μεταφέροντας σε συσκευασμένα κιβώτια όλη την περιουσία του Harald (ένα μέρος της βρισκόταν ήδη στο Κίεβο) που υπολογίζεται σε 120 κεντηνάρια χρυσού (280.000 χρυσά νομίσματα, τιμαλφή, όπλα και πολύτιμα υφάσματα). Σε κάθε περίπτωση, ο Harald έμεινε για λίγο στο Κίεβο, παντρεύτηκε την κόρη του Jaroslav, Εlisabeta και με πολλές προφυλάξεις, οδήγησε τους άνδρες του, την σύζυγό του και φυσικά το χρυσό στην Νορβηγία, όπου έφτασε τον Ιούλιο του 1044.
Τελικά, το 1047 ο Harald Handraada έγινε Βασιλιάς της Νορβηγίας. Κάτω από την ηγεσία του, η χώρα έζησε μεγάλη ακμή, ενώ ο Χριστιανισμός εξαπλωνόταν ραγδαία στη χώρα. Ο Harald ίδρυσε το Όσλο (1051) και πολλά φρούρια-οικισμούς, μέχρι σχεδόν τον Αρκτικό Κύκλο. Ο ανήσυχος όμως Νορβηγός γρήγορα ήρθε σε σύγκρουση με τους συνήθεις ύποπτους, Δανούς, οι οποίοι υπό την ηγεσία του Swein Α’ δεν έβλεπαν με καθόλου καλό μάτι την αύξηση της Νορβηγικής δυνάμεως. Ο Harald είχε καταντήσει τόσο μυστικοπαθής σε ό,τι αφορούσε υποθέσεις του κράτους του, ώστε πολλές φορές σε συμβούλια με τους άρχοντες του μιλούσε στα Ελληνικά για τον φόβο ύπαρξης Δανών κατασκόπων. Οι συνεχείς πόλεμοι με τη Δανία όμως, εξάντλησαν την τεράστια περιουσία του, και σύντομα άρχιζε να προσανατολίζεται σε μια μεγάλη, μαζική επίθεση στην Σαξονική Αγγλία, που τότε βρισκόταν σε πολιτική αναταραχή.
Πράγματι, ενθαρρυμένος και από τον Tostig, αδελφό του Αγγλοσάξονα Βασιλιά Harold, o Handraada αποφάσισε να ρισκάρει αποβιβαζόμενος με 12.000 άνδρες και 280 σκάφη στο Tynemouth, στις ανατολικές ακτές της Αγγλίας, στις 8 Σεπτεμβρίου 1066. Μετά από μια πρώτη νίκη στο Fufold εναντίον 5.000 Αγγλοσαξόνων υπό τους Κομήτες Edwin και Morkar, οι Νορβηγοί υπέστησαν αφνιδιαστική επίθεση στο Stamford Bridge στις 25 Σεπτεμβρίου, από 10.000 άνδρες του ίδιου του Αγγλοσάξονα Βασιλιά, που είχαν διανύσει 310 χλμ μέσα σε μόλις 4 μέρες, πιάνοντας τελείως απροετοίμαστους τους Νορβηγούς. Παρ’ όλα αυτά, ο Harald οδήγησε τους άνδρες του σε μια μανιασμένη επίθεση βρίσκοντας τον θάνατο που τόσο επιζητούσε από ένα βέλος στην καρωτίδα. Ήταν το τέλος.
Ο Harald Handraada δικαίως θεωρείται ο «Τελευταίος Βίκινγκ» και μαζί του τελείωσε μια ολόκληρη εποχή. Τα λείψανά του μεταφέρθηκαν το επόμενο έτος στην πατρίδα του. Ο τάφος του βρέθηκε το 2006 κάτω από έναν αυτοκινητόδρομο στο Trondheim. Οι τοπικές αρχές έκαναν αγώνα ώστε να μεταφερθούν τα οστά του στον Καθεδρικό Ναό του Nidaros, εκεί όπου είναι θαμμένοι και άλλοι 9 Βασιλείς της Νορβηγίας, η Νορβηγική κυβέρνηση όμως αρνήθηκε να το κάνει, κάτι που ισχύει μέχρι σήμερα.
Πηγή: https://cognoscoteam.gr