Οι Καλαρρύτες ή Ακαλαρρύτες και το Συρράκο ή Σερράκο είναι δύο από τα αγαπημένα χωριά των Βλάχων, από τα 500, όλα μεγάλα, που είναι διάσπαρτα στα βουνά της Ηπείρου, της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας. Το Βλαχολίβαδο, κοντά στην Ελασσόνα, θεωρείται το μεγαλύτερο και μετά έρχεται το Μέτσοβο.
Από τη βυζαντινή ιστορία μαθαίνουμε ότι οι «Βλάχοι ή Βλαχιώτες» καταλαμβάνουν πολύ μεγάλο μέρος της Θεσσαλίας κατά το 12ο αιώνα, με αποτέλεσμα ολόκληρη η χώρα να αποκαλείται Μεγάλη Βλαχία. Λένε όμως στους Καλαρρύτες ότι οι Βλάχοι εγκαταστάθηκαν σε αυτό το μέρος της Πίνδου μόλις τα τελευταία 250 χρόνια, πράγμα που θεωρώ αξιόπιστο, καθώς θεωρείται μάλλον απίθανο να άφησαν τη γόνιμη γη της Θεσσαλίας πριν τους βρει η καταπίεση των Τούρκων κατακτητών και η αδυναμία τους να τους αντισταθούν.
Η μετακίνηση τους όμως δεν ήταν τελικά ατυχής, καθώς οι πρόγονοι τους απολάμβαναν ένα βαθμό ανοχής και πλεονεκτήματα που δεν είχαν στην προηγούμενη κατάστασή τους. Ξεκίνησαν εξάγοντας μάλλινα πανωφόρια στην Ιταλία, κάπες, όπως τις αποκαλούν, που φτιάχνονται σε αυτά τα βουνά και χρησιμοποιούνται πολύ στην Ιταλία, την Ισπανία και από τους Έλληνες βεβαίως. Έτσι άνοιξε ο δρόμος για ένα πιο διευρυμένο εμπόριο. Σήμερα μοιράζονται με τους Έλληνες σημαντικό μέρος του αποικιακού εμπορίου, ανάμεσα στην Ισπανία ή τη Μάλτα και την Τουρκία και πολλοί κατέχουν πλοία και εμπορεύματα. Οι πιο πλούσιοι κάτοικοι είναι έμποροι που έμειναν για πολλά χρόνια στο εξωτερικό, στην Ιταλία, την Ισπανία ή τις κηδεμονίες της Αυστρίας και της Ρωσίας και οι οποίοι ύστερα από μακρά απουσία γύρισαν με τους καρπούς της φιλοπονίας τους πίσω στις γενέτειρες τους, πλουτίζοντας τες και σε κάποιο βαθμό εκπολιτίζοντας τες. Σπανίως μάλιστα επιστρέφουν για μόνιμη κατοικία εδώ πριν γεράσουν, και αρκούνται σε τρεις ή τέσσερις σύντομες επισκέψεις έως τότε.
Ανάλογες είναι και οι συνήθειες των μεσαίων τάξεων, οι επισκέψεις τους, όμως, στη γενέτειρα τους είναι πιο συχνές και διαρκούν μεγαλύτερο διάστημα, κυρίως τα καλοκαίρια. Σε αυτήν την κατηγορία ανήκουν έμποροι διαφόρων πόλεων της Τουρκίας και βιοτέχνες, από τους οποίους οι πολυπληθέστεροι είναι ράφτες και εργάτες στα ορυχεία χρυσού, ασημιού και χαλκού. Ξεχωρίζουν για την κατασκευή πιστολιών που ταιριάζουν με τα γούστα των Αλβανών, διακρίνονται στην φιλοτέχνηση ασημένιων φλιτζανιών του καφέ και στο ράψιμο αλβανικών φορεμάτων. Οι φτωχότεροι είναι αχθοφόροι ή βοσκοί.
Στο Συρράκο υπάρχουν μερικοί χρυσοχόοι που δουλεύουν κατά κύριο λόγο στην Πρέβεζα ή τη Λευκάδα, το μεγαλύτερο μέρος των κατοίκων όμως εκτρέφουν πρόβατα. Τη φροντίδα των κήπων και των λίγων καλλιεργήσιμων κτημάτων που βρίσκονται γύρω από τις πόλεις έχουν κυρίως οι γυναίκες που θερίζουν τη σοδειά δίχως παράλληλα να παραμελούν το νοικοκυριό. Ο Ηρακλείδης Ποντικός σημειώνει ότι στην Αθαμανία «γεωργούσι μεν αι γυναίκες, νεμούσι οι άνδρες» και πράγματι εδώ βρισκόμαστε, αν όχι στην Αθαμανία, τουλάχιστον πολύ κοντά, σε μια περιοχή που τόσο της μοιάζει.
Πολλοί έμποροι έχουν σπίτια στα Ιωάννινα και οι βοσκοί συνήθως κατεβάζουν αυτήν την εποχή τα κοπάδια τους προς τις κοιλάδες και σε παραθαλάσσια μέρη, οπότε στους Καλαρρύτες συναντά κανείς μόνο γυναίκες, παιδιά και ιερείς. Το χιόνι είναι στρωμένο σε αυτήν την πόλη ακόμα για πέντε μήνες συνεχώς ή περίπου τόσο, έτσι πολύ μικρή είναι η επικοινωνία με τη γύρω περιοχή και τα νοικοκυριά αναγκάζονται να φροντίζουν για τις χειμωνιάτικες προμήθειες τους σε ρύζι, αλεύρι, λάδι, παστό ψάρι και καυσόξυλα.
Από τα χωριά των Βλάχων, οι Καλαρρύτες και το Συρράκο φιλοξενούν κάπου πέντε με έξι χιλιάδες ψυχές, εκτός εκείνων που ζουν στο εξωτερικό, οι οποίοι αντιπροσωπεύουν το ένα δέκατο του πληθυσμού. Κάθε πόλη έχει το γιατρό της, ο οποίος πληρώνεται με το μήνα από το κράτος, και το δάσκαλό της. Αυτός ο τελευταίος όμως περιορίζεται σε μια υποτυπώδη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας, καθώς οι γονείς ελάχιστα ενδιαφέρονται να αποκτήσουν τα παιδιά τους επαρκείς γνώσεις, μια και το θεωρούν περιττό. Εκτός και να τα παιδιά τους προορίζονται για παπάδες, προοπτική που πάντως ελάχιστα εγγυάται την επιτυχία στη ζωή τους.
Οι κατώτερες τάξεις στους Καλαρρύτες (το ίδιο πρέπει να συμβαίνει και στα γειτονικά χωριά των Βλάχων) διατηρούν με εντυπωσιακό τρόπο το αρχαίο πνεύμα ανεξαρτησίας για το οποίο οι Έλληνες είναι γνωστοί. Δεν δέχονται εύκολα να γίνουν υπηρέτες και οι αρχηγοί της οικογένειας που δεν έχουν βρεθεί στο εξωτερικό υπηρετούνται από τις γυναίκες και τις κόρες τους. Οι άλλοι πάλι, αυτοί που έχουν συνηθίσει διαφορετικά στο εξωτερικό, συνήθως παίρνουν υπηρέτες από τα Ιωάννινα ή τα Τρίκαλα.
Η φιλήσυχη ζωή της τοπικής κοινότητας δεν της διασφάλισε την ανεξαρτησία που οι πρόγονοι της είχαν κατακτήσει και την οποία απολάμβαναν στη Βόρεια Ελλάδα. Η απόσυρσή τους σε αυτό το τμήμα της Πίνδου θα ήταν άκρως πλεονεκτική αν ως λαός ήταν φιλοπόλεμος τόσο όσο οι Έλληνες και οι Αλβανοί ορεσίβιοι. Μικρή, όμως, ήταν η αντίσταση τους στον Αλή πασά, ο οποίος ήταν πρόθυμος να τους φερθεί με επιείκεια, και χάρη στη στάση που κράτησαν αλλά και εξαιτίας του γεγονότος ότι οι Καλαρρύτες και κάποιες άλλες πόλεις είναι φόρου υποτελείς απ’ ευθείας στη βαλιδέ σουλτάνα και απολαμβάνουν προνομιακού καθεστώτος στην ανώτατη αυλή. Ο Αλή δίνει λογαριασμό στο αυτοκρατορικό ταμείο και ως εκ τούτου έχει προσπαθήσει να αποφύγει κάθε αιτία παραπόνων από τους ραγιάδες αυτών των περιοχών.