Χριστιανική ναοδομία

Η χριστιανική ναοδομία αναπτύχθηκε από το 313 και μετά, δηλαδή μετά το διάταγμα των Μεδιολάνων που εξέδωσε ο Μέγας Κωνσταντίνος και ο Λικίνιος, το οποίο αναγνώριζε την ισοτιμία του Χριστιανισμού με τις υπόλοιπες θρησκείες.

Χριστιανική ναοδομία
Χριστιανικός ναός του 4ου αιώνα

Ο Χριστιανισμός ως εσχατολογική θρησκεία δεν είχε διαμορφώσει καμιά δική του καλλιτεχνική παράδοση και επιπλέον αντιμετώπιζε την τέχνη με εχθρική διάθεση. Τα νέα δεδομένα, όμως, επέβαλαν να δημιουργηθεί μια χριστιανική τέχνη, που να προβάλλει τη νέα επίσημη θέση της χριστιανικής θρησκείας, θέση εφάμιλλη με εκείνη της τέχνης των εθνικών. Για το σκοπό αυτό ο Χριστιανισμός δανείστηκε τις καλλιτεχνικές μορφές της σύγχρονης ρωμαϊκής τέχνης, προσπαθώντας να τους δώσει κάποιο ιδιαίτερο καλλιτεχνικό ύφος. Η επίσημη πλέον θέση της νέας θρησκείας μέσα στην αυτοκρατορία και ο ιερός χαρακτήρας που προσλαμβάνει τώρα ο ναός, επιβάλλουν μια επιβλητική, μνημειακή μορφή στην αρχιτεκτονική. Μια αρχιτεκτονική που προβάλλει θρησκευτικές και πολιτικές ιδέες, αλλά και που εξυπηρετεί τις λειτουργικές ανάγκες της νέας θρησκείας.

Η θεία Λειτουργία στις βασικές της αρχές παραμένει η ίδια, όπως είχε διαμορφωθεί στις αρχές του 4ου αιώνα. Το τελετουργικό, όμως, τώρα γίνεται πιο αυστηρό, πολύπλοκο και μεγαλοπρεπές, άμεσα επηρεασμένο από την αυτοκρατορική εθιμοτυπία.

Η αυστηρή ιεράρχηση του κλήρου απαιτούσε ιδιαίτερο χώρο, που να διακρίνεται από το χώρο που στέκονταν οι λαϊκοί. Ο μεγάλος πάλι αριθμός των κατηχουμένων χρειάζονταν χώρο για να αποσύρονται, όταν άρχιζε η λειτουργία των πιστών.

Κάτω από αυτές τις συνθήκες η χριστιανική ναοδομία δεν μπορούσε να ανήκει πλέον στον τομέα της αρχιτεκτονικής των κατοικιών. Οι αρχαίοι πάλι ναοί δεν προσφέρονταν για την χριστιανική λειτουργία, γι’ αυτό και άργησαν να μετατραπούν σε εκκλησίες. Οι παγανιστικοί ναοί ήταν προορισμένοι να στεγάσουν το άγαλμα της θεότητας και όχι το πλήθος των πιστών όπως τώρα.

Η χριστιανική ηγεσία αναζητώντας αρχιτεκτονικό τύπο που να εξυπηρετεί τις νέες ανάγκες και να ανταποκρίνεται στη νέα επίσημη θέση της Εκκλησίας, στρέφεται στον τομέα της δημόσιας αρχιτεκτονικής, προς αρχιτεκτονικές μορφές που έχουν κάποιο θρησκευτικό χαρακτήρα και διακρίνονται για την επιβλητικότητα τους.

Τα μνημεία αυτά διακρίνονται σε δύο βασικές κατηγορίες: βασιλικές και περίκεντρα κτίρια. Τα επιμήκη κτίρια, που επικράτησε να αποκαλούνται βασιλικές, τρίκλιτα ή πολύκλιτα με υπερυψωμένο το μεσαίο κλίτος και υπερώα ή μη στα πλάγια και αψίδα στη μία στενή πλευρά, προτιμήθηκαν περισσότερο για ενοριακές εκκλησίες λόγω της μεγάλης χωρητικότητας τους. Αντίθετα τα περίκεντρα κτίρια χρησιμοποιήθηκαν περισσότερο για μαρτύρια και βαπτιστήρια, χωρίς να αποκλείεται η χρήση τους και για άλλους σκοπούς.

Όλοι οι χριστιανικοί αρχιτεκτονικοί τύποι ναών και οι παραλλαγές τους που χρησιμοποιήθηκαν, έχουν τις πηγές τους στη σύγχρονη ρωμαϊκή αρχιτεκτονική, η οποία την εποχή αυτή διέθετε ένα μεγάλο πλούτο κτιρίων και δημιουργικών ιδεών. Οι χριστιανοί απλώς προσέθεσαν κατά περίσταση μερικά επιμέρους αρχιτεκτονικά στοιχεία, που εξυπηρετούσαν τις λειτουργικές ανάγκες της νέας θρησκείας.

Η ανάγκη για μεγαλύτερη προβολή και μνημειακότητα του λατρευτικού χώρου μιας θρησκείας, που όλο και περισσότερο ευνοείται, οδήγησε στους αρχιτέκτονες να χρησιμοποιήσουν την αρχιτεκτονική γλώσσα της μεγάλης κρατικής οικοδομικής τέχνης. Τούτο επιβλήθηκε περισσότερο, όταν χορηγός ήταν ο αυτοκράτορας. Η χριστιανική ναοδομία θα αποκτήσει το καθαρώς δικό της δημιούργημα με το συγκερασμό της βασιλικής με το περίκεντρο κτίριο την εποχή του Ιουστινιανού Α‘.

Ένα σχόλιο

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *