Μέχρι τον 2ο μ.Χ. αιώνα δεν μπορεί να γίνει λόγος για χριστιανική αρχιτεκτονική. Οι πρώτοι χριστιανοί εκπλήρωναν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα στις συναγωγές και σιγά-σιγά ξεπήδησε μέσα από αυτές μια ιδιαίτερη χριστιανική λατρεία, με κύριο στόχο τη μετάδοση του άρτου και του οίνου, που γινόταν σε ιδιωτικά σπίτια.
Την ομάδα των πιστών, που συγκεντρώνονταν για κοινή λατρεία, ονόμασαν «εκκλησία», ή «κυριακή εκκλησία». Αυτή η έμψυχη χριστιανική ομάδα πιστών είναι κατά τον Απόστολο Παύλο ο «ναός του θεού». Στην «Αποκάλυψη» του Ιωάννη η ουράνια Ιερουσαλήμ θα κατέλθει στη γη την έσχατη ημέρα και ότι μέχρι τότε επίγειος ναός του Θεού δεν κατοικεί σε χειροποίητους ναούς. Σύμφωνα με τα παραπάνω δεν μπορούσε ο χριστιανικός τόπος λατρείας να έχει καμία επίγεια αρχιτεκτονική μορφή. Ένας από ανθρώπους χτισμένος ναός ήταν ένα είδωλο και δεν συμβιβαζόταν με την καθαρώς πνευματική υπόσταση του Θεού.
Κατά συνέπεια παρέμενε ο τόπος συνάθροισης των πιστών απλώς ένας χώρος που εξυπηρετούσε το σκοπό αυτό και μόνο, χωρίς να έχει κανένα ιερό περιεχόμενο. Ο αληθινός ναός του Θεού από αρχιτεκτονική άποψη ήταν απλώς ένα όραμα. Παρέμενε αντικείμενο βαθιάς εσωτερικής θεώρησης και δεν μπορούσε να συσχετιστεί με επίγεια αρχιτεκτονήματα.
Το γεγονός ότι η λατρεία του Θεού δεν συνδέεται με ένα ιερό αρχιτεκτόνημα είναι μοναδικό στην ιστορία των μεγάλων θρησκειών. Τούτο σήμαινε πνευματικοποίηση στο έπακρο της λατρείας. Ήταν το απώτερο σημείο εξέλιξης μιας πορείας, που ξεκίνησε από τον Ιουδαϊσμό και ουσιαστικά σταθεροποιήθηκε στην πρωτοχριστιανική Εκκλησία.
Όσο χρόνο επικρατούσε αυτή η αντίληψη για την ύπαρξη μόνο ενός επουράνιου ναού του Θεού, μιας καθαρώς εξιδανικευμένης νοητής αρχιτεκτονικής, δεν ήταν δυνατόν οι επίγειοι χώροι συγκέντρωσης των πιστών να έχουν οποιονδήποτε ιερό χαρακτήρα. Ήταν απλώς κοσμικά κτίρια. Μόνο το έμψυχο σώμα της χριστιανικής κοινότητας, στο οποίο ενοικούσε το πνεύμα του Θεού, ήταν ιερό.
Για πολλές γενιές διατήρησε ο χριστιανικός τόπος λατρείας τον κοσμικό του χαρακτήρα και δεν χρησιμοποίησε σταθερό βωμό, τράπεζα, για να τελείται επάνω σε αυτόν η θεία Ευχαριστία. Αυτοί οι πρωτοχριστιανικοί χώροι λατρείας δεν επιδιώχθηκε να διακριθούν καλλιτεχνικά ως ναοί, καθώς κυριαρχούσε η αντίληψη ότι τα ανθρώπινα έργα δεν είναι άγια, και κατά συνέπεια δεν μπορούσαν αυτά να χρησιμεύσουν για την εξύμνηση του Θεού.
Ο Κλήμης Αλεξανδρείας (2ος-3ος μ.Χ. αιώνας) απορρίπτει τον ιερό χαρακτήρα του τόπου προσευχής και λατρείας, αλλά και το χαρακτηρισμό του ως «Εκκλησίας». Στρέφεται σαφώς κατά της τάσης που φαίνεται να διαμορφώνεται γύρω στο 200 για μεταφορά του χαρακτηρισμού από την ομάδα πιστών στο κτίριο που συγκεντρώνονται για την τέλεση της λατρείας. Αντίληψη που ασφαλώς δεν διαμορφώθηκε μέσα στους θεολογικούς κύκλους, αλλά στον απλό λαό, και κυρίως σε εκείνους που προέρχονταν από τους ειδωλολάτρες και οι εθνικές συνήθειες και αντιλήψεις ήταν έντονες και επηρέαζαν τις χριστιανικές. Έτσι διαφαίνεται ότι ήδη στον 3ο αιώνα εμφανίζεται μια νέα άποψη για τον χαρακτήρα του τόπου λατρείας.
Προχωρώντας ο 3ος αιώνας η κατάσταση σταδιακά μεταβάλλεται. Γύρω στα μέσα του αιώνα αυτού μεγάλα τμήματα της Μικράς Ασίας είχαν ασπαστεί τον Χριστιανισμό και στη Ρώμη υπήρχαν 30 με 50 χιλιάδες πιστοί. Οι χριστιανοί έρχονται σε ανοιχτή πλέον σύγκρουση με την εξουσία και αρχίσουν οι διωγμοί. Τους δύο προηγούμενους αιώνες οι χριστιανικές κοινότητες γνώριζαν υποτυπώδη ιεραρχία και μόνος ιερέας, μεσολαβητής στο Θεό, ήταν ο Χριστός. Τώρα εμφανίζεται η εκκλησιαστική ιεραρχία, που θεωρείται αντίστοιχη με την επουράνια. Ο επικεφαλής της κοινότητας, ο επίσκοπος, αποτελεί στον συνδετικό κρίκο της χριστιανικής κοινότητας.
Η λατρευτική πράξη διαφοροποιείται. Οι λειτουργικές ανάγκες και η πνευματικότητα, που χαρακτηρίζει τις χριστιανικές κοινότητες, δεν ήταν δυνατόν να ικανοποιηθούν με τη χρήση μιας συνηθισμένης οικιακής αρχιτεκτονικής. Έτσι διαμορφώνονται οι προϋποθέσεις εκείνες που προσδίδουν αφενός στις ενέργειες της επίγειας εκκλησίας και κατ’ άμεση συνέπεια και στους χώρους λατρείας ιερό περιεχόμενο, αφετέρου διαμορφώνονται οι αρχιτεκτονικές μορφές που εξυπηρετούσαν καλύτερα τις λατρευτικές ανάγκες. Αρχίζει δηλαδή να αναπτύσσεται η χριστιανική αρχιτεκτονική.
Αυτή η εξέλιξη ολοκληρώθηκε στις αρχές του 4ου αιώνα. Το κτίριο πλέον δεν είναι απλώς τόπος συγκέντρωσης των πιστών, αλλά αντίτυπο του επουράνιου ναού του Θεού, «οίκος θεού», «βασίλειος οίκος». Ο ναός προσλαμβάνει καθαρά μυστικό συμβολισμό και δεν είναι μόνο ύλη. Η εκκλησία του Χριστού δεν έχει το χαρακτήρα το εθνικού ναού, μέσα στον οποίο κατοικούσε η θεότητα. Παραμένει ιερό, ορατό υποκατάστατο του μοναδικού, επουράνιου ναού του Θεού. Χώρος κοινής προσευχής και προσφοράς της αναίμακτης θυσίας της κοινότητας στον πανταχού παρόντα Θεό.
Καθοριστικός παράγοντας για να διαμορφωθεί και να εξελιχθεί η χριστιανική αρχιτεκτονική υπήρξε η επίσημη αναγνώριση του Χριστιανισμού από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο το 313 ως ισότιμης με τις άλλες λατρείες θρησκείας. Τα εκκλησιαστικά κτίρια δεν είναι πλέον ιδιωτικά, αλλά αποβαίνουν αυτοκρατορικά ιδρύματα και βρίσκονται στο ίδιο νομικό καθεστώς με τους ναούς της εθνικής θρησκείας. Έτσι η χριστιανική αρχιτεκτονική και η χριστιανική τέχνη παίρνει μνημειακή μορφή.
[…] μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η εκκλησιαστική αρχιτεκτονική στην περιοχή έχει ωριμάσει και παρουσιάζει μεγάλη […]
[…] μέρη του χριστιανικού ναού είναι: το φράγμα του πρεσβυτερίου, η σολέα, το […]