Η αρχαία κοινωνία των Χμερ περιστρεφόταν γύρω από τον ηγεμόνα, που θεωρούνταν σχεδόν ενσάρκωση των θεοτήτων, και ήταν δομημένη σε τάξεις: στην άρχουσα τάξη, στους ιερείς, στον στρατό, στους αστούς, που ήταν οργανωμένοι σε χειροτεχνικές και εμπορικές συντεχνίες, και στους σκλάβους. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι σημαντικότεροι ιερείς είχαν ινδική καταγωγή και τα αξιώματά τους κληρονομούνταν στην επόμενη γενιά, μόνο από την οικογένεια της μητέρας, στοιχείο που, σε συνδυασμό με άλλα, αποκαλύπτει τους ισχυρούς δεσμούς των Χμερ με τους Ινδούς του νότου.
Από τις επιγραφές μαθαίνουμε τα ονόματα 39 βασιλέων που ανέβηκαν στο θρόνο κατά την ανγκοριανή περίοδο. Η ενθρόνιση τους δεν ήταν πάντα κληρονομική, αντίθετα συχνά ήταν άμεσα συνδεδεμένη με όσα συνέβησαν σε περιόδους κρίσεων. Γι’ αυτή την κατάσταση εν μέρει ευθύνεται η δομή αριστοκρατίας των Χμερ. Όταν πέθαινε ένας βασιλιάς, το μέλος της κάστας που βρισκόταν ψηλότερα στην ιεραρχία είχε δικαίωμα στο θρόνο.
Όμως, τα υπόλοιπα μέλη δεν έβλεπαν με καλό μάτι αυτή τη διαδοχή, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται αντιθέσεις (η κατάσταση περιπλεκόταν περισσότερο από τις συνήθεις πρακτικές πολυγαμίας που καθιστούσαν περισσότερους από ένα υποψήφιους για το θρόνο). Συνεπώς, η ζωή του μονάρχη δεν ήταν ιδιαίτερα ήρεμη: η αγωνία για τη διαφύλαξη της εξουσίας του και τη μεταβίβαση αυτής στους απογόνους του ήταν μεγάλη, όπως και η επιθυμία του να αποδώσει το κύρος του πάνω στην πέτρα.
Οι Χμερ ήταν ένας ιδιαίτερος πολιτισμός, πολλές πτυχές του οποίου δεν έχουν ακόμα διαλευκανθεί, πρωτίστως η καταγωγή τους. Εθνολογικά, πιθανότατα ανήκαν στον παλαιοϊνδονησιακό πυρήνα, μάλλον υπήρχαν ήδη από τον 2ο π.Χ. αιώνα στην Ινδοκίνα, στην περιοχή του Μεκόνγκ πριν δημιουργηθεί το δέλτα (σημερινό Βιετνάμ), και κληρονόμησαν τον πολιτισμό Οκ Έο. Μέχρι τον 6ο μ.Χ. αιώνα, όπως πληροφορούμαστε από τις κινεζικές πηγές, ήταν υποτελείς στη Φουνάν. Όταν άρχισε να παρακμάζει, και εκμεταλλευόμενοι τις δυσκολίες της Τσένλα που τη διαδέχθηκε, η πληθυσμιακή ομάδα που ονομαζόταν Καμπούτζα (παιδιά του Καμπού, χαρακτήρα της ινδουιστικής μυθολογίας) ίδρυσε ένα αυτόνομο βασίλειο βόρεια της Τονλέ Σαπ.
Στην ιστορία καταγράφεται ο απόηχος αυτής της περιόδου, που ονομαζόταν προ-ανγκοριανή. Οι αρχές του 9ου αιώνα ήταν μια πολύ σημαντική περίοδος, καθώς τέθηκαν οι βάσεις της αυτοκρατορίας, και μάλιστα σε «στέρεη πέτρα»: ο Μπαβαβαρμάν Α’ οικοδόμησε το Πνομ Ντα, ο Ισαναβαρμάν Α’ έχτισε το Σαμπόρ Πρέι Κουκ και ο Τζαγιαβαρμάν Α’ το Πρέι Κχμενγκ.
Από τα τέλη του 8ου και αρχές του 9ου αιώνα μόνο οι «πέτρες» καταδείκνυαν την ισχυροποίηση της εξουσίας των Χμερ, πλέον ανεξάρτητων, όπως εκείνες που χρησιμοποιήθηκαν για την ανέγερση των Πρασάτ Άντετ, Πρασάτ Ακ Γουμ και Κομπόνγκ Πρέα.
Οι πηγές που παρέχουν στοιχεία για τα ήθη και τα έθιμα της κοινωνίας, αλλά και για την πολιτική κατάσταση, είναι ελάχιστες. Έπειτα από μια περίοδο κατά την οποία η κατάσταση ήταν συγκεχυμένη, τον 9ο αιώνα ο Τζαγιαβαρμάν Β’ ενοποίησε και ίδρυσε διάφορα κέντρα στα εδάφη όπου μετέπειτα θα δημιουργούνταν η Άνγκορ. Η οικογένεια του είχε πιθανότατα εξοριστεί στην Ιάβα, τη χώρα της καταγωγής της, ύστερα από διάφορα γεγονότα. Οι απόγονοι του θεωρείται ότι επέκτειναν την ηγεμονία των Χμερ βόρεια στην περιοχή του Λάος, δυτικά στην εύφορη λεκάνη Τσάο Πράγια του Σιάμ, νότια στο δέλτα του Μεκόνγκ και ανατολικά ως τον Κόκκινο Ποταμό, στο Βόρειο Βιετνάμ.
Ωστόσο, για να το επιτύχουν αυτό χρειάστηκε να αντιμετωπίσουν τη νέμεση, το ισχυρό βασίλειο των Τσάμα, το οποίο αρχικά κέρδισαν και κατόρθωσαν να φθάσουν ως τη Θάλασσα της Νότιας Κίνας. Όμως, το ίδιο βασίλειο μεταγενέστερα αναγεννήθηκε από τις στάχτες του και επανήλθε ισχυρότερο, απειλώντας για αιώνες την ηγεμονία της Άνγκορ.
Όταν ανέβηκε στο θρόνο ο Τζαγιαβαρμάν Α’, το 657, ξεκίνησε η ανγκοριανή περίοδος του πολιτισμού των Χμερ. Με αυτόν τον μονάρχη ισχυροποιήθηκε η εξουσία των Χμερ, κυρίως σε βάρος των περιοχών της Φουνάν. Καθώς δεν είχε απογόνους όταν απεβίωσε, το 681, άφησε σε μια χαοτική κατάσταση το βασίλειο του και οι Χμερ έπρεπε να υπομείνουν, για μια ακόμα φορά, την κυριαρχία πιο δυνατών ανταγωνιστικών κρατιδίων. Προς τα τέλη του 8ου αιώνα η κρίση της Τσένλα επέτρεψε την εισβολή της Ιάβα στην περιοχή και την κυριαρχία της επί των πληθυσμών που την κατοικούσαν περιλαμβανομένων των Χμερ, που όμως παρέμειναν ημιανεξάρτητοι.
Οι Χμερ, οι οποίοι θαύμαζαν πολιτισμούς όπως εκείνος της Τσένλα, προγενέστερος της Φουνάν – καθώς και άλλους, όπως εκείνοι της αρχαίας Ινδίας και της κινεζικής Αυτοκρατορίας ή του Τσαμ- ,κατάφεραν να υιοθετήσουν πολλά στοιχεία τους και να διευρύνουν τον πολιτιστικό και πολιτικό τους ορίζοντα.
Η τύχη άρχισε να χαμογελά στους Χμερ της Άνγκορ με τη διάλυση της Τσένλα, δίνοντας τους έτσι την ευκαιρία να ανακτήσουν τον έλεγχο τόσο των εδαφών όσο και της πολιτικής εξουσίας. Το εκπληκτικό έπος των Χμερ, που από ένας διασκορπισμένος λαός εξελίχθηκε σε μία από τις σημαντικότερες αυτοκρατορίες της Ασίας, έγινε γνωστό μέσα από τα μνημεία και τα ανάγλυφα, τα χειρόγραφα και τις επιγραφές σε σανσκριτικά και χμερ, που ήρθαν στο φως στο πλαίσιο ανασκαφών στο εσωτερικό και στα σύνορα της αρχαίας αυτοκρατορίας.
Ειδικότερα, οι γραφές παρέχουν πληροφορίες για τη γενεαλογία τους και ένα χρονολόγιο του πολιτισμού τους, βάσει των οποίων μπορεί κανείς να μελετήσει τη πορεία τους στο πέρασμα του χρόνου, την πολιτική των μοναρχών τους που οδήγησε στην ίδρυση της αυτοκρατορίας, τη διαχείριση των ναών, αλλά και το πολιτικοκοινωνικό τους σύστημα.
Αυτό που χρειαζόταν μια ισχυρή προσωπικότητα και αυτή ήταν ο Τζαγιαβαρμάν Β’, όπως αποδίδεται στις επιγραφές ή Παραμεσβάρα, δηλαδή ο ανώτατος άρχοντας, όπως αναφέρεται στους δυναστικούς καταλόγους – το όνομα αυτό μαρτυρά τη συνύπαρξη μυθικών και ανθρώπινων χαρακτηριστικών.
Κύρια πηγή πληροφόρησης σχετικά με τη ζωή του Τζαγιαβαρμάν Β’ – καθώς δεν υπάρχουν μαρτυρίες συγχρόνων του – είναι η Στήλη Σντοκ Κακ Τομ, η οποία χρονολογείται περίπου δύο αιώνες μετά τον θάνατό του. Στη πραγματικότητα η στήλη που βρέθηκε στην νοτιοανατολική Ταϊλάνδη είναι αφιερωμένη στον πουροχίτα (ιερουργός στην ινδουιστική παράδοση) της αυλής του βασιλείου του Ουνταγιαντιτγιαβαρμάν Β’ (11ος αιώνας), αλλά από αυτή αντλούμε πληροφορίες και για την παραμονή του Τζαγιαβαρμάν Β’ στη δυναστεία Σαϊλέντρα της Ιάβας και για τη μετέπειτα επιστροφή του στην Καμπότζη.
Τα αίτια, οι λεπτομέρειες και η διάρκεια αυτής της παραμονής παραμένουν αμφίβολα. Αραβικές πηγές μιλούν για μια ναυτική αποστολή των Σαϊλέντρα προς την πρωτεύουσα του βασιλείου των Χμερ, η οποία, αφού είχε σχεδόν υποδουλώσει το βασίλειο, υποχώρησε παίρνοντας μαζί της πολλούς ομήρους, μεταξύ των οποίων και τον μέλλοντα βασιλιά. Τα χρονογραφήματα τα οποία παρουσιάζουν το χαρακτήρα του μονάρχη δεν αναφέρονται ευθέως στην παραμονή του στην Ιάβα, και από αυτό εικάζεται ότι ο Τζαγιαβαρμάν Β καταγόταν από τη χερσόνησο της Μαλαισίας ή από μια άλλη περιοχή που βρισκόταν υπό μαλαισιανή κυριαρχία.
Με πληροφορίες από: nationalgeorgraphic