Στον ρωμαϊκό κόσμο ο χιτώνας ήταν ένδυμα για άνδρες και γυναίκες. Τον φορούσαν δεμένο στη μέση και ήταν φτιαγμένος από μαλλί, λινό και βαμβάκι. Το δύο ορθογώνια κομμάτια που τον αποτελούσαν ήταν ραμμένα μαζί στα πλάγια, ενώ υπήρχαν ανοίγματα για το κεφάλι και τα χέρια. Δεν είχε μανίκια, αλλά το άνω μέρος των χεριών καλυπτόταν από τις πτυχές που έπεφταν από τους ώμους, Μια φαρδιά κατακόρυφη πορφυρή λωρίδα στον χιτώνα υποδήλωνε το αξίωμα του συγκλητικού. Η ρωμαϊκή τήβεννος (toga) φοριόταν πάνω από τον χιτώνα, ενώ η γυναίκες πάνω από τον δικό τους χιτώνα φορούσαν τη μακριά, πτυχωτή stola.
Η λευκή μάλλινη τήβεννος τυλιγόταν γύρω από το σώμα και έδενε στον αριστερό ώμο, και στη συνέχεια περνούσε κάτω από το δεξί χέρι, για να πέσει μετά πάνω από το αριστερό. Οι δικαστικοί και κάποιοι συγκλητικοί φορούσαν λευκή τήβεννο με πορφυρή μπορντούρα (toga praetexta). Praetexta φορούσαν και τα παιδιά ως ένδειξη ιερού σεβασμού που απολάμβαναν. Στην ηλικία των 17 μια αυστηρή τελετή σηματοδοτούσε το πέρασμα τους στην ωριμότητα και άρχιζαν να φοράνε toga pura ή virilis – λευκή τήβεννο χωρίς καμιά διακόσμηση.
Η stola ήταν ένα ένδυμα μακρύ μέχρι το έδαφος, με μεγάλο αριθμό από πιέτες, δεμένο στη μέση με ζώνη, ενώ κάποιες φορές μια δεύτερη ζώνη ή κορδέλα περνιόταν κάτω από το στήθος. Άλλες φορές είχε μανίκια, άλλες όχι, ή μόνο ένα μανίκι στη μία πλευρά.
Τον χειμώνα φορούσαν επίσης έναν ορθογώνιο μανδύα, δεμένο μπροστά και γύρω από τον λαιμό, που κάποιες φορές διέθετε κουκούλα. Μέσα στο σπίτι φορούσαν σανδάλια, αλλά σε εξωτερικούς χώρους προτιμούσαν ανοιχτά και δετά μποτίνια (calcei).
Οι άνδρες σχεδόν πάντα είχαν απλά κοντοκουρεμένα μαλλιά. Τα μαλλιά των γυναικών ήταν ελεύθερα μέχρι το γάμο ενώ μετά πλέκονταν κοτσίδες και τυλίγονταν γύρω από το κεφάλι. Στη αυτοκρατορική περίοδο οι τρόποι χτενίσματος των γυναικών έγινα πιο εξεζητημένοι και χρησιμοποιούνταν περούκες και περουκίνια. Η αποτρίχωση έγινε της μόδας όπως και η διαδεδομένη χρήση αρωμάτων και κρεμών.
Τα κοσμήματα ήταν εμπνευσμένα από ετρουσκικά, ελληνικά και ανατολίτικα σχέδια μέχρι το τέλος του 1ου π.Χ. αιώνα, όταν άνοιξε η πρώτη σχολή για Ρωμαίους χρυσοχόους. Το άρωμα ήταν απαραίτητο συστατικό της ιδιωτικής και της δημόσιας ζωής των Ρωμαίων: στο θέατρο το κοινό κατακλυζόταν με αρωματικές ουσίες που έπεφταν από το σκίαστρο.
Κατά τη διάρκεια των συμποσίων απελευθερώνονταν περιστέρια με φτερά βουτηγμένα στο άρωμα, ενώ οι καλεσμένοι, που έφταναν πάντα πολύ αρωματισμένοι, πριν από κάθε πιάτο, έπλεναν τα χέρια τους με αρωματισμένο νερό. Στη διάρκεια των νεκρικών τελετών έκαιγαν αρώματα, ενώ ο γαμπρός την ημέρα του γάμου έριχνε άρωμα στην είσοδο του σπιτιού της νύφης.
Η αρωματοποιία ήταν ένα από τα καλύτερα αμειβόμενα επαγγέλματα στη Ρώμη: οι αρωματοποιοί παρασκεύαζαν και πουλούσαν τα αρωματικά μίγματα που έφτιαχναν στα εργαστήριά τους. Τα αρώματα φτιάχνονταν από λουλούδια, θάμνους, ρίζες και τα υπόλοιπα μέρη των φυτών, είτε με σύνθλιψη είτε με παρατεταμένη εμπότιση σε λίπη, πριν τα θερμάνουν και αποσπάσουν τα απαραίτητα έλαια. Στη συνέχεια πρόσθεταν το αρωματικό έλαιο σε ένα υγρό παρασκευασμένο από άγουρο ελαιόλαδο (για τις αλοιφές) ή από ξινισμένα σταφύλια (για τα αρώματα).
Με πληροφορίες από: nationalgeographic