Από τους πρώτους χρόνους της τουρκικής εισβολής στην Κρήτη πολλοί νέοι κατέφυγαν στα βουνά, από όπου κινούσαν και προσέβαλλαν τους Τούρκους σε νυχτερινές επιδρομές. Οι Τούρκοι τους ονόμασαν χαΐνηδες (από την αραβική λέξη χαΐν που σημαίνει τον επίβουλο, τον προδότη, τον αχάριστο).

Ο αριθμός των χαΐνηδων μεγάλωσε μετά την άλωση του Χάνδακα και την οριστική υποταγή της Κρήτης. Ήταν κάτι ανάλογο με τους κλέφτες της υπόλοιπης Ελλάδας, μολονότι το φαινόμενο αυτό δεν πήρε ποτέ αυτήν την έκταση στην Κρήτη. Οι περισσότεροι χαΐνηδες είχαν λόγους προσωπικούς. Ήταν εκδικητές φοβερών φοβερών οικογενειακών αδικημάτων, που οι Τούρκοι είχαν διαπράξει εις βάρος μελών της οικογένειας τους.
Μετά την άλωση του Χάνδακα οι χαΐνηδες κατέφυγαν στα τρία απόρθητα φρούρια, της Γραμβούσας, της Σούδας και της Σπιναλόγκας και μετά την άλωση των φρουρίων αυτών (1715) βρήκαν καταφύγιο στα βουνά και τα μοναστήρια. Η ζωή τους ήταν μια συνεχής και άγρια διαμαρτυρία. Ακόμη και ιερείς αναφέρονται μεταξύ τους.
Οι τουρκικές αρχές προσπαθούσαν με πολλούς τρόπους να περιστείλουν τη δράση αυτών των επικίνδυνων «κακούργων», όπως τους ονόμαζαν. Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι επιχείρησαν να εφαρμόσουν και στην Κρήτη τον θεσμό των αρματολών. Ήδη το 1686 οι κάτοικοι πολλών επαρχιών, με ταυτόσημες αιτήσεις τους, ζητούσαν από τον πασά του Χάνδακα να διοριστούν ένοπλοι χριστιανοί φρουροί στα χωριά. Πράγματι, φαίνεται να ίσχυσε για μερικά χρόνια ο θεσμός αυτός των αρματολών.
Οι Τούρκοι ωστόσο δεν είχαν εμπιστοσύνη στους χριστιανούς ενόπλους και προτίμησαν να οργανώσουν καταδιωκτικά αποσπάσματα από φανατικούς μουσουλμάνους. Παράλληλα έθεσαν σε εφαρμογή σχέδιο γενικού εκφοβισμού και καθιστούσαν τους κατοίκους των επαρχιών αλληλεγγύως υπεύθυνους με τους ομόθρησκους χαΐνηδες.
Το 1689 οι τουρκικές αρχές εξανάγκασαν τους χριστιανούς κατοίκους των ανατολικών επαρχιών να υπογράψουν ταυτόσημες δηλώσεις, με τις οποίες αναλάμβαναν όλες τις ευθύνες για τη δράση ή την απόκρυψη χαΐνηδων.
Οι συλλαμβανόμενοι χαΐνηδες υφίσταντο τρομερά βασανιστήρια και θανατώνονταν με τρόπο αληθινά φρικιαστικό στο «τσιγκέλι», που είδε και σχεδίασε με φρίκη ο Γάλλος Tournefort. Κάτω από αυτές τις συνθήκες η δράση των χαΐνηδων ήταν καταδικασμένη. Ιδιαίτερα μετά την άλωση των θαλάσσιων φρουρίων της Σούδας και της Σπιναλόγκας δεν υπήρχε πια ελπίδα για τους πρώτους αυτούς εκφραστές της κρητικής αντίστασης.
Για πολλές δεκαετίες η τουρκική δεσποτεία στο νησί ήταν αδιατάρακτη. Αναβίωση της κρητικής αντίστασης παρουσιάζεται μετά την επανάσταση του Δασκαλογιάννη, κατά την εποχή του φοβερού γενιτσαρισμού. Τότε έδρασαν οι Κρητικοί εκδικητές, ως «αντίπαλον δέος» στις αυθαιρεσίες και τις ωμότητες των αγάδων.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών