Φωτιά

Κάποια στοιχεία αποδεικνύουν ότι στις αρχές του Μεσαίωνα οι Ρώσοι λάτρευαν είτε το πνεύμα που κατοικούσε στη φωτιά είτε την ίδια τη φωτιά που έκαιγε στην εστία κάτω από το πάτωμα της αποθήκης ξήρανσης.

Φωτιά
Πηδήματα πάνω στη φωτιά στη γιορτή του Ιβάν Κουπάλα

Μέχρι τις αρχές του 12ου αιώνα σε πολλά μέρη της Ρωσίας την έναρξη και τη λήξη της περιόδου αλωνίσματος σηματοδοτούσε μια ειδική τελετή. Πριν από τη διαδικασία ξήρανσης, έπρεπε να ανάψουν μια νέα φωτιά και για το γεγονός αυτό συγκεντρώνονταν τα μέλη της οικογένειας και οι γείτονες, άναβαν τη φωτιά σε κατανυκτική ατμόσφαιρα και η κεφαλή της οικογένειας έσκυβε ευλαβικά προς το μέρος της. Μια παρόμοια συγκέντρωση γινόταν αφού ολοκληρώνονταν οι εργασίες και η φωτιά δεν χρειαζόταν πια. Και στις δύο περπτώσεις έτρωγαν και απέθεταν δίπλα της φαγητό, όπως χυλό από βρώμη, κρέπες και πίτες. Μερικές φορές θυσίαζαν έναν κόκορα, το κεφάλι και τα πόδια του οποίου κόβονταν στο κατώφλι του οβίν.

Η καρδιά του αγροτόσπιτου ήταν η φωτιά μέσα στην τεράστια πήλινη ή τούβλινη εστία, χαρακτηριστική της κεντρικής και βόρειας Ρωσίας. Σύμφωνα με την παλιά παροιμία «η εστία είναι η μονάκριβη μητέρα μας». Τα νεογέννητα μωρά τοποθετούνταν μπροστά της κια η λογοοσμένη νύφη καθόταν δίπλα στον «γαμήλιο πάγκο. Η εστία συνδεόταν με την καλή τύχη και την ευημερία της οικογένειας, κυρίως όμως ήταν η κατοικία του ντομοβόι, του πνεύματος του σπιτιού, φύλακα της οικογένειας και ενσάρκωση των συγγενών και φίλων προγόνων.

Μεταχειρίζονταν με σεβασμό τη φλόγα της εστίας. Απαγορευόταν να την φτύνουν, διότι αυτό ισοδυναμούσε με «φτύσιμο στα μάτια των νεκρών προγόνων», οι οποίοι μπορούσαν να πάρουν εκδίκηση για τη προσβολή προκαλώντας άσχημες φουσκάλες στα χείλη και τη γλώσσα των παραβατών. Άναβαν τη φωτιά με ευλάβεια, ενώ τα αιχρόλογα απαγορεύονταν αυστηρά. «Τσαρίνα φωτιά, άναψε για μας», παρακαλούσαν, «όχι για να καπνίσουμε τον καπνό μας, αλλά για να μαγειρέψουμε το χυλό μας».

Η φωτιά αποτελεί ισχυρό καταστροφικό όπλο, που το γνώριζαν οι κάτοικοι των δασών της βόρειας Ρωσίας. Η καταστροφή όμως δεν είχε πάντοτε αρνητικές επιπτώσεις. Μπορούσε επίσης να απολυμάνει και να εξαγνίσει. Τον 19ο αιώνα ακόμα με ξόρκια προστάτευαν τα ζώα στη βοσκή. Ο «εξορκιστής» απειλούσε «τα άγρια θηρία με φωτιά και καπνό». Λόγω των θεραπευτικών ιδιοτήτων της η φωτιά χρησιμοποιούνταν στη λαϊκή ιατρική. Αν κάποιο μέρος του σώματος ήταν άρρωστο ή πληγωμένο ένα μικρό πήλινο ομοίωμα εκείνου του μέρους του σώματος ριχνόταν στις φλόγες της εστίας του σπιτιού. Όταν βρίσκονταν σε έξαρση οι επιδημίες και η πανώλη των βοοειδών, χρησιμοποιούσαν τη φωτιά σε τελετές εξαγνισμού. Άναβαν φωτιές και περνούσαν τα άρρωστα ζώα μέσα από τις φλόγες.

Η φωτιά μπορούσε όχι μόνο να καταστρέψει αλλά και να δημιουργήσει. Οι νιόπαντροι πηδούσαν πάνω από φωτιές καθώς επέστρεφαν στο σπίτι από την εκκλησία. Το κατακαλόκαιρο, στη γιορτή του Ιβάν Κουπάλα (Ιωάννη Προδρόμου του Ρηγανά), νεαροί και νεαρές πηδούσαν μαζί ψηλά πάνω από τις φλόγες ελπίζοντας σε μελλοντικό γάμο, ενώ προσπαθούσαν να κρατούνται από τα χέρια καθώς προσγειώνονταν.

Φωτιές για θρησκευτική προστασία ή εξαγνισμό ανάβονταν όχι με τσακμακόπετρα ή σπίρτα, αλλά με την αρχαία μέθοδο της τριβής πάνω σε ξύλο. Αυτή την έλεγαν «τσαρίνα», «ζωντανή» ή «ξύλινη» φωτιά. Η ιερή φύση της φαίνεται από τις απαγορεύσεις που σχετίζονταν με τη χρήση της. Απαγορευόταν στις γυναίκες να δημιουργούν την ιερή φλόγα. Επίσης, κατά τη δημιουργία της καμία άλλη δεν επιτρεπόταν να είναι αναμμένη στο χωριό. Σβηνόταν σε κάθε εστία για να ξανανάψει με την ζωντανή φωτιά.