Φουνάν και Τσένλα

Η Φουνάν ήταν μια περιοχή οι κάτοικοι της οποίας απασχολούνταν κυρίως με τη ναυτιλία και το ψάρεμα. Στις αρχαιολογικές θέσεις όπου υπάρχουν ακόμα ίχνη αυτής της περιόδου της ινδοκινεζικής ιστορίας και συγκεκριμένα στο Οκ Έο στο νότιο Βιετνάμ, έχουν βρεθεί αντικείμενα που μαρτυρούν ότι η Φουνάν είχε αναπτύξει εμπορικές σχέσεις με την Κίνα, την Ινδία, την Αραβική Χερσόνησο και τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Το πραγματικό όνομα της περιοχής, που πιθανότατα αποτέλεσε ομοσπονδία εμπορικών σταθμών, δεν είναι γνωστό, ωστόσο στα κινεζικά χρονικά του 3ουμ.Χ. αιώνα, αναφέρεται ο όρος Φουνάν, λέξη μάλλον του λεξιλογίου των Χμερ, της αρχαίας διαλέκτου μπαμ (πνομ στα σύγχρονα χμερ), που σημαίνει «βουνό».

Φουνάν και Τσένλα
Άγαλμα του Βούδα

Φουνάν

Η ονομασία αυτή έρχεται εμφανώς σε αντίθεση με την παράκτια τοποθεσία των κέντρων Φουνάν των οποίων η επιρροή είχε φτάσει στο δέλτα του Μεκόνγκ και στις νότιες ακτές της σημερινής Καμπότζης και του Βιετνάμ. Ο πληθυσμός προερχόταν από την περιοχή και μιλούσε ένα ιδίωμα που ανήκε στη γλωσσική οικογένεια μον-χμερ. Από αυτό το στοιχείο και άλλα μικρότερης σημασίας συνάγεται ότι η ιστορία της Φουνάν είναι προγενέστερη μεν, άμεσα συνδεδεμένη δε με εκείνη της Άνγκορ. Η κοινωνία ήταν αυστηρά δομημένη βάσει του ιεραρχικού συστήματος υπό την ηγεσία ενός μονάρχη, τον οποίο συχνά αναπαριστούσαν καθιστό στη ράχη ενός ελέφαντα, αδιαμφισβήτητο σύμβολο εξουσίας. Το κατώτερο κοινωνικό στρώμα ήταν οι σκλάβοι, αιχμάλωτοι πολέμου οι περισσότεροι.

Τα τυπικά κτίρια αυτής της περιόδου ήταν από ξύλο και αρκετά εκλεπτυσμένα και πλούσια διακοσμημένα. Ο βουδισμός και ο Ινδουισμός κάλυπταν τις θρησκευτικές ανάγκες τόσο του λαού όσο και των μοναρχών. Η πρωτεύουσα Οκ Έο, σημερινή Μπάναμ, στην περιοχή Πρέι Βένγκ της νότιας Καμπότζης, ήταν μια μεγάλη ακμάζουσα πόλη, στο κέντρο του εμπορικού δικτύου που αποτελούσε την κύρια πηγή εσόδων του βασιλείου. Η θέση της, μεταξύ των εμπορικών οδών Κίνας και Ινδονησίας, καθώς και η ευκολία πρόσβασης μέσω θαλάσσης και ποταμού την κατέστησαν ιδιαίτερα σημαντική. Το βασίλειο της Φουνάν κυβερνιόταν τόσο αποτελεσματικά, ώστε μπορούσε να επιβληθεί στα γειτονικά εδάφη αλλά και στο τοπικό οδικό δίκτυο όπου λάμβαναν χώρα οι εμπορικές συναλλαγές. Σε όλες τις κοινωνικές τάξεις, και ειδικότερα στις ανώτερες, ήταν εμφανέστατη η ινδική επιρροή.

Ο βασιλιάς Σαντάν, ο οποίος ανήλθε στο θρόνο το 357, ήταν ινδικής καταγωγής, όπως και ο διάδοχος του, ένας άλλος βραχμάνος. Πολλοί Ινδοί έμποροι δραστηριοποιούνταν εκείνο τον καιρό στους δρόμους που ένωναν την Αραβική χερσόνησο με την Άπω Ανατολή. Πιθανότατα αυτοί εισήγαγαν αρχικά τα πολιτιστικά, θρησκευτικά και κοινωνικά στοιχεία που συνεισέφεραν στην ανάπτυξη του βασιλείου.

Η πόλη Φουνάν, θεωρούνταν, ότι δημιουργήθηκε όταν ένας βασιλιάς των Νάγκα (δαίμονες στη βουδιστική και ινδουιστική μυθολογία, με πρόσωπο ανθρώπου και σώμα φιδιού, αλλά και μια ομάδα φυλών που ζουν στους λόφους Νάγκα, στη βορειοανατολική Ινδία), ήπιε όλο το νερό που σκέπαζε τη γη της.

Έπειτα από την Ινδία, κατέφθασε ο βραχμάνος Καουτίλια. Αυτός γνωστός και με το όνομα Καμπού, παντρεύτηκε μια πριγκίπισσα Νάγκα από την περιοχή, που ονομαζόταν Σόμα. Κάπως έτσι ξεκίνησε η βασιλική δυναστεία της Φουνάν. Η επιρροή των βραχμάνων δεν ήταν μόνο επιφανειακή και συνδεδεμένη με τη μυθολογία και τη θρησκεία, αλλά μάλλον έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διαχείριση της εξουσίας. Τα κινεζικά χρονικά αναφέρουν ότι οι Ινδοί βραχμάνοι ενθαρρύνονταν να μεταβούν στη Φουνάν ως συμβουλάτορες των βασιλιάδων. Η θεωρία βάσει της οποίας η εξουσία είχε θρησκειολογικά αίτια μπορούσε να αποδειχθεί ιδιαίτερα χρήσιμη στην ιστορική εξέλιξη της περιοχής.

Ωστόσο, παρόλο που η ινδική επιρροή ήταν ισχυρή, δεν μπορούμε να μιλήσουμε για πλήρη αφομοίωση της Φουνάν. Η γοητεία ενός δομημένου δόγματος, πλούσιου σε θρησκευτικές τελετές, που αποτελούσε μέρος ενός κοινωνικού-θρησκευτικού και κοσμογονικού συστήματος της προηγμένης αρχαίας Ασίας, είχε οδηγήσει τον πολιτισμό της Φουνάν στη μερική ινδοποίηση, όμως, μεταγενέστερα υπέστη επιπλέον επεξεργασία, με αποτέλεσμα να ενσωματωθεί στη βουδιστική παράδοση. Από την άλλη, δεν ήταν μόνο οι θρησκευτικές και κοινωνικές επιρροές από την Ινδία, που συνέβαλαν στην ανάπτυξη του κύρους αυτού του βασιλείου, το οποίο κινούνταν ανάμεσα στο μύθο και στην πραγματικότητα.

Σημαντικό ρόλο έπαιξαν και τα τεχνικά έργα. Σε αεροφωτογραφίες που τραβήχτηκαν στο πλαίσιο ανασκαφικών εργασιών τη δεκαετία του 1930 διακρίνονται ίχνη περίτεχνων αρδευτικών συστημάτων σε διάφορες τοποθεσίες της Φουνάν. Η δυνατότητα εκτροπής των υδάτων του Μεκόνγκ σε εδάφη που ήταν κατάλληλα για καλλιέργειες σήμαινε ότι αυτό το βασίλειο δεν ήταν μόνο μια ναυτική δύναμη, αλλά είχε αναπτύξει τη γεωργία στην ενδοχώρα και την εκμεταλλευόταν ως πηγή ευμάρειας και σταθερότητας. Μάλλον δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι στον Μεκόνγκ δημιουργήθηκε ένα δέλτα. Ο Ρουντρανταρμάν, ο οποίος βασίλεψε από το 514 ως το 539μ.Χ., ήταν ο τελευταίος από τους ένδοξους βασιλιάδες της Φουνάν. Πιστός στο θεό Βισνού, κατασκεύασε πολλά αγάλματα προς τιμήν του, στα οποία διαφαίνεται η επίδραση της ινδικής τέχνης.

Τσένλα

Η κρίση της Φουνάν ήταν μάλλον άμεσο επακόλουθο της εσωτερικής αδυναμίας της, ανεξαρτήτως εξωτερικών παραγόντων. Στις κινεζικές πηγές δεν διασαφηνίζονται οι λόγοι που οδήγησαν στην εξαφάνιση της και στην επικράτηση ενός υποτελούς βασιλείου, της Τσένλα. Ωστόσο, ελλείψει ενδείξεων για το αντίθετο, εικάζεται ότι αυτό συνέβη με σταδιακή προσάρτηση και όχι εξαιτίας μιας άμεσης σύγκρουσης. Οι ομοιότητες της Φουνάν με το διάδοχο βασίλειο, ίσως μια ομοσπονδία πόλης-κράτους εμπορικού χαρακτήρα, μπορούν να εξηγήσουν για ποιο λόγο για μεγάλο διάστημα δεν υπήρξε σαφές χρονοδιάγραμμα της μετάβασης από την πρώτη στη δεύτερη ηγεμονία. Μέσα σε περίπου 60 χρόνια, σύμφωνα με τις κινεζικές πηγές, η Τσένλα κατάφερε να προχωρήσει στην προσάρτηση του αντιπάλου και να τον αφομοιώσει μαζί με τον πληθυσμό, καθώς και μεγάλο μέρος των παραδόσεων, περιλαμβανομένης της ινδικής επιρροής.

Οι Μπαβαβαρμάν και Μαχεντραβαρμάν ήταν ισχυροί μονάρχες που ολοκλήρωσαν τη μετάβαση από τη Φουνάν στη Τσένλα. Σε αντίθεση, με το προηγούμενο βασίλειο, το κέντρο του οποίου βρισκόταν στη σημερινή Καμπότζη, η Τσένλα είχε ως πρώτη πρωτεύουσα την Ισαναπούρα που ίδρυσε ο βασιλιάς Ισαναβαρμάν, περίπου το 613μ.Χ., στα περίχωρα του Σαμπόρ Πρέι Κουκ, στη σημερινή επαρχία της Καμπότζης Κομπόνγκ Τομ, περίπου 60 χιλιόμετρα νότια της Άνγκορ.

Φουνάν και Τσένλα
Άγαλμα των Χμερ αποδοσμένο με την τεχνοτροπία της Ιάβας

Επί Μπαβαβαρμάν Β’ στο βασίλειο διαδόθηκε ο βουδισμός Μαχαγιάνα, παραμερίζοντας τον ινδουισμό, όπως προκύπτει από τα μνημειακά έργα της εποχής. Επιπλέον, αναπτύχθηκε η αρχιτεκτονική, με κύριο υλικό τον ψαμμίτη, και οι ναοί εμπλουτίστηκαν με πολύτιμα αγάλματα. Έπειτα από τη προσάρτηση της Φουνάν, η Τσένλα χωρίστηκε σε δύο τμήματα, στο βόρειο και το νότιο, στην «Τσένλα της γης» και στην «Τσέλνα της θάλασσας». Πυρήνας του βόρειου τμήματος ήταν το Τσαμπασάκ, στο σύγχρονο Λάος, ενώ το νότιο τμήμα εκτεινόταν στα όρια της αρχαίας Φουνάν, στο δέλτα και κατά μήκος της ανατολικής ακτής.

Περίπου το 715μ.Χ. τα δύο τμήματα της Τσένλα χωρίστηκαν κι άλλο, γεγονός που αποδείχτηκε μοιραίο ύστερα από μια τελευταία περίοδο ακμής υπό τον Τζαγιαβαρμάν Α’. Στο μέσο του 8ου αιώνα αυτός ο μονάρχης διεύρυνε τα όρια του βασιλείου μέσα από εκστρατείες. Η απόκτηση νέων εδαφών γιορτάστηκε με την οικοδόμηση νέων ναών, ερείπια του οποίων υπάρχουν ακόμα σήμερα στην Άνγκορ. Όμως πρόκειται για μια σύντομη ένδοξη περίοδο, καθώς ο θάνατος του βασιλιά είχε ως συνέπεια πολέμους για τη διαδοχή στην Καμπούτζα, όνομα με το οποίο υποδεικνύονταν οι κεντρικές και βόρειες περιοχές της Τσένλα.

Το κλείσιμο των εμπορικών διόδων με την Ινδία σήμανε την πτώση της Τσένλα, αλλά το κυριότερο αίτιο ήταν η εμφάνιση στις ινδονησιακές ακτές μιας νέας ναυτικής δύναμης με βάση το ινδονησιακό αρχιπέλαγος. Η αυτοκρατορία Σριβιτζάγια μέσα σε λίγα χρόνια επεκτάθηκε στη χερσόνησο της Μάλακα και σε τμήμα της σημερινής νότιας Ταϊλάνδης. Από το νησί της Σουμάτρας επέκτεινε την επιρροή της σε μεγάλο μέρος της νησιωτικής Ασίας και έφτασε να επηρεάζει την Καμπότζη και το Βιετνάμ. Αυτό ήταν το μοιραίο χτύπημα για την Τσένλα αλλά και η βάση για την γέννηση της αυτοκρατορίας των Χμερ.

Την ίδια περίπου περίοδο μεγάλες περιοχές της σημερινής Μιανμάρ και της Ταϊλάνδης έγιναν υποτελείς των Μον, ενός βουδιστικού πληθυσμού που μιλούσε μια γλώσσα παρόμοια με των Χμερ. Η Τσένλα βρέθηκε αντιμέτωπη με δύο πολύ ισχυρούς αντιπάλους και μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα έχασε τον έλεγχο των εδαφών και των πληθυσμών που μέχρι τότε εξουσίαζε. Μεταξύ αυτών, ανίκανων να αντιπαθούν στην ισχυρή δύναμη της Ιάβας, υπήρχαν ομάδες Χμερ που από τις παράκτιες περιοχές αποτραβήχτηκαν σταδιακά προς την ενδοχώρα και τελικά εγκαταστάθηκαν στις πεδιάδες βορειοδυτικά της Τονλέ Σαπ, στον κάτω Μεκόνγκ, στην καρδιά της σημερινής Καμπότζης.

Η Τσένλα αποδυναμώθηκε ακόμα περισσότερο στα τέλη του 9ου αιώνα και η παρακμή της ενισχύθηκε με την δημιουργία μικρών ανεξάρτητων αλλά εύθραυστων κρατιδίων. Αυτά, και ό,τι είχε απομείνει από την Τσένλα, δεν άργησαν να γίνουν υποτελή στη Σριβιτζάγια. Η δυναστεία που ήταν στην εξουσία εκείνη την εποχή – και ισχυριζόταν ότι προερχόταν από τη Φουνάν, πιθανότατα εξαιτίας λιποταξιών προς την κοντινή Ιάβα, που τελικά εκθρονίστηκε από μια ινδική δυναστεία – κατόρθωσε να κατακτήσει τα εδάφη της σημερινής Καμπότζης, η οποία, καθώς δυτικά και βόρεια περιβαλλόταν από βουνά, πληττόταν από τους μουσώνες. Αυτή η περιοχή επιλέχτηκε από μια σημαντική προσωπικότητα, τον Τζαγιαβαρμάν Β’, ο οποίος έθεσε τις βάσεις μιας αυτοκρατορίας που έμελλε να διαρκέσει αιώνες.

Το 790 ο νεαρός πρίγκιπας επέστρεψε από την Ιάβα και μέσα σε δέκα χρόνια κατάφερε να επιβληθεί στους πληθυσμούς των Χμερ και να επεκταθεί στα εδάφη βόρεια και ανατολικά της Τσένλα, που πλέον κατέρρεαν. Για 50 χρόνια συντήρησε μια αυτοκρατορία που δεν μπορούσε να συγκριθεί με καμία άλλη, θέτοντας ταυτόχρονα τις βάσεις που οδήγησαν την Άνγκορ στην ύψιστη ακμή της. Το όνομα που ο ίδιος έδωσε στην τελευταία βασιλική έδρα του, τη μικρή Χαριχαραλάγια (η «Έδρα της Χαριχάρα», διπλή εκδοχή αρσενικού και θηλυκού, της θεότητας Βισνού), αποδεικνύει περίτρανα το ρόλο που έπαιξαν ο ινδικός πολιτισμός και οι θεότητες του στην εξουσία των Χμερ.

Με πληροφορίες από: nationalgeographic