Όταν οι Ισπανοί έφτασαν στο Φορ Κόρνερς, (Γιούτα, Κολοράντο, Αριζόνα, Νέο Μεξικό) περίπου 250 χρόνια αφότου οι Ανασάζι εγκατέλειψαν τους τόπους καταγωγής τους, στην περιοχή υπήρχαν μικρές διάσπαρτες κοινότητες από Ινδιάνους, Γιούτε, Νάβαχο και Απάτσι. Μαζί με τους πρώτους Ισπανούς εξερευνητές στα νοτιοδυτικά εδάφη έφτασαν στα ποέμπλος ιεραπόστολοι, χρυσοθήρες και κυνηγοί σκλάβων.
Το 1539 ο Μάρκος ντα Νίτσα έφτασε κοντά στους Ζούνι, αναζητώντας θησαυρούς. Επιστρέφοντας στο Μεξικό, άρχισε να διαδίδει φανταστικές περιγραφές των περιοχών που έγιναν οι θρυλικές «Εφτά Πόλεις της Τσιμπόλα». Παρουσίασε μια εντελώς διαστρεβλωμένη εικόνα των χωριών των Ζούνι, τα οποία στην πραγματικότητα δεν έκρυβαν τα πλούτη για τα οποία μιλούσαν οι ιστορίες.
Το 1540 ο κοντοτιέρης Φρανθίσκο Βάσκεθ δε Κορονάδο ξεκίνησε μια εκστρατεία στο Νέο Μεξικό, πεπεισμένος πως θα αποκτούσε εύκολα πλούσια λάφυρα. Απογοητευμένος που δεν βρήκε χρυσό αλλά μόνο χωριά στα οποία οι κάτοικοι ζούσαν καλλιεργώντας τη γη, αποφάσισε να εκδικηθεί καίγοντας τα πουέμπλος και σκοτώνοντας τον πληθυσμό. Η πράξη αυτή ήταν η αρχή μιας περιόδου καταπίεσης και κατάχρησης εξουσίας.
Το 1598 στάλθηκε μια νέα ισπανική αποστολή στην περιοχή Ρίο Γκράντε, υπό την ηγεσία του Δον Χουάν δε Ονιάτε, με την εντολή να υποτάξει τους τοπικούς πληθυσμούς. Από εκείνη τη στιγμή ξεκίνησε μια νέα φάση στην ιστορία της περιοχής, που χαρακτηρίστηκε από τη μόνιμη πλέον παρουσία των Ισπανών. Οι τελευταίοι έδωσαν στους ιθαγενείς πληθυσμούς το όνομα Πουέμπλο, για να υπογραμμίσουν την εγκατάσταση τους στους οικισμούς και για να τους διαφοροποιήσουν από τους Ινδιάνους των Μεγάλων Πεδιάδων, που τους θεωρούσαν άγριους. Οι νέοι άποικοι προσπάθησαν να ελέγξουν τις διάφορες αυτόχθονες κοινότητες, ξεκινώντας ιεραποστολές στα χωριά και περιορίζοντας τους σε συγκεκριμένες περιοχές.
Ανάμεσα στο 1680 και το 1690 οι Πουέμπλο εξεγέρθηκαν ενάντια στους εισβολείς, όμως το αποτέλεσμα ήταν ένα λουτρό αίματος. Ο Δον Ντιέγκο δε Βάργκας, ο οποίος το 1692 ηγήθηκε της εκστρατείας για την ανάκτηση των εδαφών του Νέου Μεξικό, αποκατέστησε την κυριαρχία στους αυτόχθονες λαούς. Μολονότι οι πληθυσμοί της περιοχής υποτάχθηκαν επισήμως, κάποιες κοινότητες συνέχισαν να διαφεύγουν από τον έλεγχο των αποίκων και έκαναν επιδρομές και πλιάτσικο σε βάρος των πουέμπλο και των ίδιων των Ισπανών.
Το 1804 έφτασε στο Τσέγι Κάνιον, όπου κατοικούσαν Ζούνι και Νάβαχο, ο λοχαγός Αντόνιο Ναρμπόνα, ο οποίος έπιασε 100 γυναίκες και παιδιά μέσα στην κρυψώνα τους στα βράχια και τους σκότωσε όλους. Το 1921, όταν ο αρχαιολόγος Έντουαρτ Μόρις ανακάλυψε τα λείψανα των θυμάτων του Νραμπόνα, η περιοχή πήρε το όνομα «Σπήλαιο της Σφαγής».
Το 1848 η περιοχή Φορ Κόρνερς έγινε τμήμα των Ηνωμένων Πολιτειών και το πρόβλημα της διαχείρισης των αυτόχθονων ξανατέθηκε επί τάπητος. Ο κατακερματισμός των Νάβαχο και Απάτσι σε διευρυμένες οικογενειακές ομάδες χωρίς οργάνωση υψηλού επιπέδου, τα απομεινάρια του ανοιχτού πολέμου, η προσφυγή στις επιδρομές έκαναν αυτούς του πληθυσμούς δύσκολους αντιπάλους. Στην πραγματικότητα ήταν από τα τελευταία έθνη των Ινδιάνων που θα συνθηκολογούσαν οριστικά.
Καθώς ο Αμερικανικός εμφύλιος πλησίαζε, η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών αποφάσισε να θέσει τέλος στο πρόβλημα των επιδρομών, ώστε να εξασφαλίσει την υποστήριξη της Αριζόνα και του Νέου Μεξικό. Μετέφερε τους πιο επιθετικούς πληθυσμούς, με πρώτους από όλους τους Νάβαχο, στην Προστατευμένη Περιοχή Μπόσκε Ρεδόνδο, στο Νέο Μεξικό. Η επιχείρηση, της οποίας επικεφαλής ήταν ο στρατηγός Κρίστοφερ Κάρσον, σύμφωνα με το σχέδιο, θα έπρεπε να εξελιχθεί ειρηνικά, με διαπαραγματεύσεις.
Όμως, αμέσως διαφάνηκε η δυσκολία των δπαραγματεύσεων με μια κοινωνία διασπασμένη και διασκορπισμένη σε ένα αχανές έδαφος, με αποτέλεσμα το ξέσπασμα του πολέμου (μεταξύ 1863-1864) με καταστροφική έκβαση. Κατά τη διάρκεια του πολέμου 1.000 Νάβαχο σκοτώθηκαν και άλλοι 8.000 κατέληξαν στη φυλακή του φρουρίου Σάμερ.
Αυτή η αναγκαστική πορεία 500 χιλιομέτρων, την οποία έκαναν περπατώντας και στη διάρκεια της οποίας έχασαν τη ζωή τους τα πιο καταβεβλημένα άτομα, από την πείνα και την εξάντληση, έμεινε στην ιστορία ως «δρόμος των δακρύων». Ο εγκλεισμός στο Μπόσκε Ρεδόνδο διήρκεσε πέντε χρόνια και η ανάμνηση του αποτελεί την πιο μαύρη σελίδα στην ιστορία των Νάβαχο.
Η προστατευμένη περιοχή βρισκόταν σε ένα ανθυγιεινό περιβάλλον, σχεδόν δίχως βλάστηση και ακατάλληλο για την γεωργία. Οι προμήθειες που τους είχε υποσχεθεί ο στρατός ήταν ελάχιστες και χειρίστης ποιότητας, και ήταν συχνές οι μάχες με τους Μεσκαλέρο, με τους οποίους οι Νάβαχο μοιράζονταν το έδαφος της περιοχής.
Με την επιστροφή στα πατρογονικά εδάφη, οι Νάβαχο ξανάρχισαν τις γεωργικές δραστηριότητες, εντατικοποίησαν την εκτροφή βοοειδών και την παραγωγή χειροτεχνημάτων και εγκατέλειψαν τις επιδρομές.
Όταν, στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου έπαψαν οριστικά οι εχθρότητες ανάμεσα στην κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών και τους αυτόχθονες πληθυσμούς, ενέκυψε το πρόβλημα της διάσωσης της πολιτιστικής κληρονομιάς των ιθαγενών πληθυσμών. Κάποιες από τις προστατευμένες περιοχές φιλοξενούν τους τελευταίους απογόνους αυτών των αρχαίων πολιτισμών, που προσπαθούν να διαφυλάξουν με ζήλο τις παραδόσεις τους, παρά την φτώχεια και την προφανή δυσκολία να διατηρήσουν ένα τρόπο ζωής παρόμοιο με εκείνο τον προγόνων τους.
Οι Ζούνι είναι κατά κύριο λόγο συγκεντρωμένοι στο ομώνυμο πουέμπλο, που αριθμεί περίπου 12.000 κατοίκους. Διατηρούν πολλές από τις παραδόσεις τους και μάχονται για τη υπεράσπιση των ιερών τους τόπων. Οι Χόπι, ο πληθυσμός των οποίων κυμαίνεται μεταξύ 10.000 και 12.000 ατόμων, διατηρούν ζωντανές τις αρχαίες παραδόσεις και κάνουν τις ιερές τελετές που πέρασαν από γενιά σε γενιά.
Ο λαός των Νάβαχο σήμερα αριθμεί γύρω στα 250.000 άτομα. Αποτελεί την πιο πολυπληθή εθνοτική ομάδα ανάμεσα στους αυτόχθονες Αμερικανούς και ζει στην περιοχή της βορειοανατολικής Αριζόνα. Η περιοχή των Νάβαχο απολαμβάνει διοικητική αυτονομία και το έθνος θεωρείται ένα από τα πιο ισχυρά πραδείγματα διάσωσης της πολιτιστικής ταυτότητας στο εσωτερικό της κοινωνίας των Ηνωμένων Πολιετειών.
Αν αυτοί οι λαοί καταφέρουν να διατηρήσουν τις παραδόσεις, τη γλώσσα, τα ήθη και τα έθιμα τους και να τα μεταδώσουν στις επόμενες γενιές, ένα κομμάτι από τον αρχαίο πολιτισμό των Ανασάζι θα παραμείνει ζωντανό σε τούτη την απόμερη γη όπου κυριαρχούν τα κάνιον και οι μέσας.
Με πληροφορίες από: nationalgeographic