Την άνοιξη του 334π.Χ. ο Αλέξανδρος ξεκίνησε από την Πέλλα για τη μεγάλη εποποιΐα που πραγμάτωσε. Μέσα σε ένα χρόνο κατάφερε να φτάσει στην Ισσό της Μηδίας. Μετά την θριαμβευτική του νίκη στην Ισσό, δεν ήθελε ούτε τον πόλεμο να τερματίσει, ούτε όμως και να επιτεθεί αμέσως εναντίον του Μεγάλου Βασιλέως, ώστε να προλάβει να συντρίψει τον εχθρό προτού ανασυντάξει τις δυνάμεις του. Σκεφτόταν πως η θέση του στην Ασία δεν είχε ακόμη σταθεροποιηθεί. Επιθυμούσε να ολοκληρώσει το αρχικό του σχέδιο, να αφαιρέσει δηλαδή από τους Πέρσες κάθε δυνατότητα να χρησιμοποιήσουν ως ναυτικές βάσεις πόλεις της Φοινίκης, ιδίως την Τύρο, που τότε ήταν το ισχυρότερο λιμάνι της Μεσογείου. Εξάλλου, στο σχέδιο αυτό συμπεριλαμβναόταν και η κατάκτηση της Αιγύπτου, γιατί μόνο με αυτόν τον τρόπο θα εξασφάλιζε τα νώτα του, ώστε να προχωρήσει ήσυχος προς τη Μεσοποταμία. Αφού όρισε σατράπη της Κοίλης Συρίας τον Μένωνα, τον γιο του Κερδίμμα, παραχωρώντας του συμμαχικό ιππικό για τη φρούρηση της χώρας, ο Αλέξανδρος ξεκίνησε για τη Φοινίκη.

Ενώ ο νεαρός βασιλιάς βρισκόταν στη Μάραθο, έφθασαν εκεί πρέσβεις του Δαρείου, ο Μενίσκος και ο Αρσίμας, φέρνοντας του επιστολή του Μεγάλου Βασιλέως, στην οποία εκείνος τον παρακαλούσε να απελευθερώσει την οικογένειά του. Η επιστολή περιείχε το ιστορικό των σχέσεων των Περσών βασιλέων με το βασίλειο της Μακεδονίας. Αναφερόταν ότι ο Αρταξέρξης και ο Φίλιππος είχαν άλλοτε φιλία και συμμαχία, αλλά όταν ο διάδοχος του Αρταξέρξη Αρσής ανέβηκε στον θρόνο, παρ’ όλο που δεν είχε κάνει τίποτα εναντίον του Φιλίππου, αυτός πρώτος στράφηκε εναντίον του.
Όταν αργότερα έγινε βασιλιάς ο Δαρείος, ο Αλέξανδρος δεν του είχε στείλει απεσταλμένους για να επιβεβαιώσει την παλιά φιλία και συμμαχία, αλλά αντίθετα διάβηκε με στρατιά στην Ασία και προξένησε πολλά κακά στους Πέρσες. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Διόδωρου και του Κουρτίου Ρούφου, ο Δαρείος προσέφερε και χρηματικό ποσό ως λύτρα για την απελευθέρωση της οικογένειας του.
Ο Αλέξανδρος απάντησε στον Δαρείο επίσης με επιστολή, που ανέλαβε να παραδώσει στον Πέρση βασιλιά ο Θέρσιππος, πηγαίνοντας μαζί με τους Πέρσες απεσταλμένους. Στον Θέρσιππο έδωσε εντολή να αποφύγει κάθε σετική συζήτηση. Στην επιστολή αυτή που αναφέρεται ολόκληρη στον Αρριανό, ο Μακεδόνας βασιλιάς ανέφερε πρώτα την αδικία που οι Πέρσες είχαν κάνει τον περασμένο αιώνα, όταν επιτέθηκαν εναντίον της Ελλάδας. Παρατηρούσε επίσης πως ο ίδιος «των Ελλήνων ηγεμών κατασταθείς» ανέλαβε την εκστρατεία στην Ασία, για να τιμωρήσει τους Πέρσες για τις παλαιότερες εχθρικές ενέργειες τους.
Στη συνέχεια ανέφερε τις αδικίες των Περσών εναντίον του ίδιου του κράτους: τη βοήθεια που έδωσαν στους Περίνθιους, την αποστολή της στρατιωτικής δύναμης από τον Αρταξέρξη τον Ώχο στη Θράκη, τη συμμετοχή τους στη δολοφονία του Φίλιππου. Διαμαρτυρόταν επίσης και για την συστηματική προσπάθεια του Δαρείου να χρηματίσει τις ελληνικές πόλεις και να τις παρακινεί να πολεμήσουν εναντίον του.
Τέλος, τόνιζε ότι εφόσον ο ίδιος ήταν κύριος «της Ασίας απάσης», ο Δαρείος όφειλε να έρθει να τον συνατήσει. Αν ερχόταν, ο Αλέξανδρος θα έκανε ότι του ζητούσε, αν τον έπειθε. Δίνοντας σκόπιμα αλαζονικό τόνο στο τέλος της επιστολής, του έγραφε πως στο εξής «όταν πέμπεις παρ’ εμέ, ως προς τον βασιλέα της Ασίας πέμπε» και κατέληγε λέγοντας του πως, αν διεκδικούσε «την βασιλείαν» έπρεπε να αγωνίζεται γι΄αυτήν και να μην τρέπεται σε φυγή, γιατί θα πορευόταν εναντίον του όπου κι αν βρισκόταν.
Ο Αλέξανδρος φεύγοντας από την Μάραθο προχώρησε προς τη Βύβλο, που του παραδόθηκε και ύστερα στην Σιδώνα όπου τον κάλεσαν οι ίδιοι οι Σιδώνιοι εξαιτίας του μίσους που έτρεφαν για τους Πέρσεςκαι τον Δαρείο. Επειδή οι Σιδώνιοι τον δέχθηκαν πρόθυμα, ο Αλέξανδρος τους επέτρεψε να διατηρήσουν το πολίτευμά τους και έδειξε σεβασμό προς τη θρησκεία και τα έθιμά τους και γενικότερα τον τρόπο ζωής τους.
Ενώ βάδιζε πτρς την Τύρο, συνάντησε στον δρόμο πρέσβεις, που είχε στείλει η πόλη, για να δηλώσουν πως οι κάτοικοι της αποφάσιααν να δεχθούν τις εντολές του. Στην πρεσβεία συμμετείχε και ο γιος του βασιλιά Αζέμιλκου. Ο τελευταίος έλειπε από την πόλη γιατί πολεμούσε στο πλευρό του Πέρση Αυτοφραδάτου. Ο Αλέξανδρος τους παρήγγειλε ότι επιθυμούσε να μπει στην πόλη και να θυσιάσει τον ναό του Μέλκαρτ, που οι Έλληνες τον ταύτιζαν με τον Ηρακλή. Ο Ηρακλής εθεωρείτο ο μυθικός πρόγονος των μακεδινικής δυναστείας. Σύμφωνα όμως με τα ανατολικά ήθη, η θυσία αυτή του Αλέξανδρου θα σήμαινε για τους Τύριους ότι αναγνώριζαν τον Αλέξναδρο ως βασιλιά τους. Γι’ αυτό απάντησαν πως θα υπάκουαν στον Αλέξανδρο, αλλά δεν ήθελαν να δεχθούν μέσα στην πόλη ούτες Πέρσες ούτε Μακεδόνες.
Μαθαίνοντας αυτά ο Αλέξναδρς κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να συνεχίσει την καταδίωξη του Δαρείου πριν εξασφαλίσει τα νώτα του, δηλαδή την κυριαρχία της ανατολικής Μεσογείου. Έπεισε λοιπόν τους επιτελείς του να αρχίσει η πολιορκία της Τύρου. Η Τύρος ήταν κτισμένη σε νησί, που βρικσόταν 3.500 μέτρα περίπου ΒΔ από την Παλαιά Τύρο, εκτεινόταν παράλληλα προς την ακτή. Είχε δύο λιμάνια τον Σιδώνιο προς τα ΒΑ και τον Αιγύπτιο προς τα ΝΑ. Τα σπίτια της ήταν πολυόροφα και κοντά το ένα στο άλλο, για να εξοικονομηθεί χώρος. Περιβαλλόταν από ισχυρά τείχη, πολύ ψηλά σε όλες τις πλευρές και ιδιαίτερα την ανατολική.
Η κατάληψη της Τύρου ήταν εξαιρετικά δύσκολη, επειδή κυρίως επρόκειτο για νησί, επειδή θαλασσοκρατούσαν οι Πέρσες και επειδή οι ίδιοι οι Τύριοι, παρά την απουσία μεγάλου τμήματος του στόλου τους, είχαν στα λιμάνια τους πολλά πλοία, ενώ ο Αλέξανδρος δεν διέθετε στόλο. Το Ιανουάριο του 332 π.Χ. ξεκίνησε η πολιορκία και κράτησε έξι μήνες. Η άλωση της υπερήφανης και απόρθητης, έως τότε, Τύρου ήταν σπουδαιότατος άθλος και αποτέλεσε νέο μεγάλο πολεμικό τρόπαιο του Αλέξανδρου, που στέρωσε μετά τον θρίαμβο της Ισσού, ακόμη περισσότερο τη φήμη του ακατανίκητου στρατηλάτη.
Μετά την Τύρο σειρά ε΄χε η Γάζα, η πολιορκία της οποίας καθυστέρησε τον Αλέξανδρο δύο μήνες. Μετά τη νίκη του φρόντισε να εγκατασταθούν, όπως και στην Τύρο, και στην Γάζα πληθυσμοί από τις γύρω περιοχές για να μην διακοπεί η ζωή των σημαντικών αυτών πόλεων. Φεύγοντας από τη Γάζα ο Αλέξανδρος προχώρησε νοτιότερα αφού άφησε οδηγίες για τη διοίκησή τους. Τους παραχώρησε ένα είδος αυτοδιοίκησης, έδειξε σεβασμό στα ήθη και τα έθνιμά τους και κυρίως στη θρησκεία τους.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους