Φαναριώτες, διερμηνείς και ηγεμόνες

Μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς η αριστοκρατία του Βυζαντίου σχεδόν εξαφανίστηκε. Μέσα από τις νέες συνθήκες ξεπρόβαλε μια νέα τάξη που όφειλε την επιρροή της στην οικονομική της ευρωστία. Έμποροι από την Τραπεζούντα, την Καραμανία, τα νησιά του Αιγαίου έκαναν την εμφάνιση τους στην Πόλη, ιδίως από τον 16ο αιώνα, και την έκαναν έδρα της εμπορικής δραστηριότητας τους, αφού δεν υπήρχε ανταγωνισμός από τον κατακτητή που αδιαφορούσε για το εμπόριο. Έτσι ο σχηματισμός της νέας ελληνικής αριστοκρατίας στην Κωνσταντινούπολη οφείλεται στην οικονομική δύναμη μιας τάξεως εμπόρων και στην κοινωνική αίγλη που τους εξασφάλιζε η δύναμη αυτή. Η τάξη αυτή συσπειρώθηκε γύρω από το οικουμενικό πατριαρχείο, ώσπου τελικά εγκαταστάθηκε στην συνοικία του Φαναρίου και τα μέλη της ονομάστηκαν Φαναριώτες.

Ένα σημαντικό μέρος της δύναμης τους οι Φαναριώτες το όφειλαν στη δυνατότητα που είχαν να μεσολαβούν στην Υψηλή Πύλη και να εισηγούνται αιτήματα συμπατριωτών τους ή για να αποτρέπουν την επιβολή κυρώσεων στους υπόδουλους. Τη δυνατότητα αυτή την είχαν αποκτήσει προσφέροντας τις πολύτιμες υπηρεσίες τους στους σουλτάνους.

Φαναριώτες διερμηνείς και ηγεμόνες
Πίνακας Ηγεμόνων Βλαχίας και Μολδαβίας

Οι Φαναριώτες διερμηνείς

Η ανάγκη επαφών του οθωμανικού κράτους με τις χριστιανικές χώρες μεγάλωνε όσο μειωνόταν η κατακτητική του ορμή. Η παραχώρηση διομολογήσεων η σύναψη συνθηκών και οι σχέσεις με τις ξένες πρεσβείες έκαναν απαραίτητη την ύπαρξη μόνιμων διερμηνέων που έπρεπε μάλιστα να είναι αλλόθρησκοι, αφού ο τουρκικός νόμος απαγόρευε στους Οθωμανούς να μιλούν τις γλώσσες των απίστων. Οι διερμηνείς αυτοί αρχικά μετέφραζαν τις αναφορές των πρεσβειών και τις απαντήσεις της Υψηλής Πύλης. Κατά τον 17ο αιώνα, όμως, παρακολουθούσαν τις συζητήσεις του μεγάλου βεζίρη και των ξένων πρεσβευτών, αναλάμβαναν αποστολές στις ευρωπαϊκές αυλές ως αντιπρόσωποι του σουλτάνου και τελικά έπαιρναν μέρος κατά τις διαπραγματεύσεις των συνθηκών. Οι πρώτοι διερμηνείς ήταν Εβραίοι και Λατίνοι εξωμότες, αλλά από τον 17ο αιώνα καθιερώθηκε η παρουσία των Ελλήνων στο χώρο αυτό.

Η εμφάνιση των Φαναριωτών ως πολιτικών και κοινωνικών παραγόντων του ελληνικού έθνους πρέπει να αναχθεί στην εποχή που για πρώτη φορά ένας Έλληνας, ο Παναγιώτης Νικούσιος ή Παναγιωτάκης Νικούσης έγινε μεγάλος διερμηνέας (δραγουμάνος) της Πύλης. Ο Νικούσιος, γιος Τραπεζούντιου, είχε σπουδάσει στην Πάδοβα, όπου παρακολούθησε ιατρική, μαθηματικά και αστρονομία. Εκτός από τις δυτικές γλώσσες, γνώριζε την τουρκική, αραβική και περσική. Χάρη στα πολλά πνευματικά του προσόντα, την ευθύτητα του χαρακτήρα του και το θάρρος της γνώμης του, προσείλκυσε την προσοχή των Ευρωπαίων και μουσουλμάνων της Κωνσταντινούπολης, διορίστηκε διερμηνέας της αυστριακής πρεσβείας και αργότερα της Πύλης. Το περίεργο μάλιστα είναι ότι διατήρησε και τις δύο θέσεις ως το θάνατό του.

Ηγεμονίες Φαναριωτών

Οι Φαναριώτες φρόντιζαν να επενδύουν με σύνεση την περιουσία τους. Η γη, που αποτελούσε αντικείμενο οικονομικών ενδιαφερόντων αλλά και σύμβολο ελληνικής επικυριαρχίας, έγινε ο κύριος στόχος των φαναριώτικων επενδύσεων. Οι παραδουνάβιες ηγεμονίες της Μολδαβίας και της Βλαχίας, που απολάμβαναν ιδιαίτερα προνόμια αυτοδιοικήσεως, προσείλκυσαν από τα τέλη του 217ου αιώνα το ενδιαφέρον των Φαναριωτών. Οι τελευταίοι ως τα τέλη του 18ου αιώνα είχαν καταφέρει να γίνουν ιδιοκτήτες μεγάλων εκτάσεων γης. Οι δύο αυτές ηγεμονίες ήταν φόρου υποτελείς στους Οθωμανούς αλλά διοικούνταν από ντόπιους οσποδάρους, που πίστευαν ότι ήταν συνεχιστές της βυζαντινής παράδοσης.

Οι ηγεμόνες αυτοί προσκαλούσαν στις αυλές τους Έλληνες κληρικούς, τεχνίτες ζωγράφους και αρχιτέκτονες που ίδρυαν ναούς και μονές. Για τους Ρουμάνους οσποδάρους οι Έλληνες ήταν σοβαρό αντίρροπο στη σλαβική εκκλησιαστική και πολιτιστική επιρροή των Σέρβων, Κροατών και Βουλγάρων μοναχών που είχαν επιβάλει τη σλαβονική γλώσσα, όχι μόνο στην θρησκευτική αλλά και στην πνευματική ζωή των ηγεμονιών.

Οι Έλληνες διέθεταν ικανή παιδεία ώστε να αποτρέψουν τη σλαβική πολιτιστική επίδραση. Την παρουσία και διάδοση του ελληνικού πολιτισμού ευνοούσαν οι Μολδαβοί και Βλάχοι ηγεμόνες, αφού οι Έλληνες μοναχοί βοηθούσαν και στη διάδοση της ρουμανικής γλώσσας.

Ο τελευταίος ντόπιος οσποδάρος, Δημήτριος Cantemir, κάλεσε τον Μεγάλο Πέτρο να ελευθερώσει τις ηγεμονίες από τους Οθωμανούς. Η τρομερή αποτυχία της εκστρατείας ανάγκασε τον Cantemir να καταφύγει στη Ρωσία. Αυτό σήμανε το τέλος των Ρουμάνων ηγεμόνων στις παραδουνάβιες χώρες. Οι συνθήκες για την ανάρρηση των Φαναριωτών στους θρόνους της Μολδαβίας και Βλαχίας ήταν κάτι περισσότερο από ευνοϊκές.

Ο Νικόλαος Μαυροκορδάτος ήταν ο πρώτος Έλληνας ηγεμόνας της Βλαχίας και έπειτα της Μολδαβίας. Οι ηγεμόνες έφεραν τον τίτλο του Πρίγκιπα, τον οποίο κληρονομούσαν και στα παιδιά τους. Η αυλή τους, που διατηρούσε χαρακτηριστικά από την εποχή των Ρουμάνων προκατόχων τους, επηρεάσθηκε και από το πρότυπο του πατριαρχείου. Στην αυλή έμενε και ένας Τούρκος ο οποίος ενημέρωνε την Πύλη για τις κινήσεις των ηγεμόνων. Οι Φαναριώτες ηγεμόνες αντιπροσωπεύονταν στην Κωνσταντινούπολη από τον μπας καπουκεχαγιά, που προωθούσε εκεί τα συμφέροντα τους και τους πληροφορούσε για τις διαθέσεις της Υψηλής Πύλης.

Η ανάρρηση των Φαναριωτών ηγεμόνων θύμιζε έντονα την ενθρόνιση των βυζαντινών αυτοκρατόρων. Γινόταν μέσα στην εκκλησία του πατριαρχείου από τον πατριάρχη με την ανοχή των Τούρκων. Το μεγάλο αυτό αξίωμα είχε ως επακόλουθο τον διορισμό συγγενών ή φίλων σε διάφορες θέσεις της αυλής. Κάτι που προκαλούσε την αντιζηλία και τον μεγάλο ανταγωνισμό ανάμεσα στις οικογένειες των Φαναριωτών, και οδηγούσε ακόμη και σε μηχανορραφίες για την εξόντωση των αντιπάλων.

Με την κατάληψη των αξιωμάτων των ηγεμονιών από τους Φαναριώτες αποκρυσταλλώθηκε η φαναριώτικη τάξη σε μία χωριστή κοινωνική ομάδα με κοινούς σκοπούς και κοινά συμφέροντα, παρά τις οξείες αντιθέσεις που υπήρχαν στο χώρο της. Μέσα στον κλειστό κύκλο τους ριζώθηκε η πεποίθηση ότι αυτοί ήταν οι εκλεκτοί του έθνους και η ηγετική του τάξη. Φιλοδοξούσαν να διατηρήσουν ζωντανή την παράδοση του Βυζαντίου και ίσως έτρεφαν ελπίδες αναβίωσης της βυζαντινής αυτοκρατορίας υπό την δική τους ηγεσία.

Από τους ηγεμόνες πρέπει να μνημονευθεί ιδιαίτερα ο γιος του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου του «εξ απορρήτων», ο Νικόλαος, μορφωμένος και γλωσσομαθής, όπως ο πατέρας του. Ξεκίνησε ως γιατρός του σουλτάνου και διερμηνέας, αλλά γρήγορα εκτιμήθηκε η μόρφωση του και ανέβηκε στο αξίωμα του ηγεμόνος των παραδουνάβιων χωρών. Αξιοσημείωτη υπήρξε η δραστηριότητα του Νικολάου στον τομέα της παιδείας. Αναδιοργάνωσε τη σχολή του Ιασίου και ίδρυσε την ελληνική ή αυθεντική Ακαδημία. Η ποιότητα της εργασίας που γινόταν στη Ακαδημία ήταν ανάλογη προς τα άλλα μεγάλα κέντρα του Ελληνισμού, προς την Ακαδημία του Βουκουρεστίου και τη Μεγάλη του Γένους Σχολή στην Κωνσταντινούπολη.

Μετά τους Μαυροκορδάτους σημαντικότερη οικογένεια των παραδουνάβιων χωρών ήταν η οικογένεια Υψηλάντη, με επιφανέστερο τον Αλέξανδρο Υψηλάντη (παππού του ήρωα της Ελληνικής Επανάστασης), που ηγεμόνευσε μετά τον ρωσοτουρκικό πόλεμο στη Βλαχία πρώτα και έπειτα στη Μολδαβία. Επί Αλέξανδρου Υψηλάντη σημειώθηκε άνοδος του πνευματικού και πολιτιστικού επιπέδου των παραδουνάβιων ηγεμονιών. Ο ίδιος οργάνωσε τα σχολεία και τα δικαστήρια και εξεδωσε το «Συνταγμάτιον Νομικόν».

Η παρουσία των Φαναριωτών στις παραδουνάβιες ηγεμονίες αποτέλεσε κίνητρο για την αποδημία των κατατρεγμένων Ελλήνων. Σχεδόν χωρίς εξαίρεση οι Φαναριώτες διατηρούσαν ζωντανή την ιδέα του Γένους και την ελληνική τους ταυτότητα. Πίστευαν ότι, αν και σκλάβοι των Οθωμανών, προέρχονταν από το γένος που έδωσε στην Ευρώπη τον πολιτισμό και που ήταν γραφτό να μεγαλουργήσει και πάλι.

Με πληροφορίες από: https://www.ekdotikeathenon.gr/istopia-toy-ellhnikoy-ethnoys-p16.html

2 Σχόλια

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *