Ήδη πριν την κατάρρευση του μετώπου τον Αύγουστο του 1922 σε πολλές περιοχές της Μικράς Ασίας οι ελληνικοί πληθυσμοί είχαν υποστεί διωγμούς βιαιοπραγίες από τους Τούρκους και είχαν αρχίσει να εγκαταλείπουν τις πόλεις και τα χωριά τους. Στην Σμύρνη η κατάσταση επιδεινώθηκε, όταν στις 15 Αυγούστου, μια σύντομη ανακοίνωση ανέφερε την εκκένωση από τον ελληνικό στρατό του Αφιόν Καραχισάρ. Ταχύτατα άρχισαν να κυκλοφορούν σε όλη την πόλη φήμες για καταστροφή.
Η ανησυχία δεν είχε καταλάβει μόνο τον πληθυσμό, αλλά και ολόκληρο το επιτελείο, καθώς και τον ύπατο αρμοστή Στεργιάδη. Ο τελευταίος στις 19 Αυγούστου έστειλε διαταγή στους αντιπροσώπους της ύπατης Αρμοστείας στις πόλεις Σόμα, Αδραμύττιο, Πάνορμο, Αρτάκη, Μουδανιά, Κίο, Μπάλια, Σαλιχλί και Φιλαδέλφεια, «να συσκευάσουν τα αρχεία και πάντες οι δημόσιοι υπάλληλοι να είναι έτοιμοι προς αναχώρησιν». Στο τηλεγράφημα του συμπλήρωνε ότι η διαταγή αυτή πρέπει να τηρηθεί απόλυτα μυστική από τον πληθυσμό. Στον αντιπρόσωπο μάλιστα της Κίου, ο οποίος του ανέφερε ότι ο ελληνικόςπληθυσμός ήταν πανικόβλητος, η απάντηση της ύπατης Αρμοστείας ήταν: «να φροντίσητε να ενθαρύνητε κατοίκους, παρεμποδίζοντας αναχώρησιν τούτων».
Στο μεταξύ η ένταση και η ανησυχία στην Σμύρνη συνεχώς μεγάλωναν, καθώς έφταναν από το εσωτερικό της Μικράς Ασίας τρένα κατάμεστα από πρόσφυγες και στρατιώτες, ενώ πάμπολλοι άλλοι κατέκλυζαν τους δρόμους που οδηγούσαν στη Σμύρνη και στα άλλα παραλιακά κέντρα. Οι Αμερικανοί υπολόγιζαν ότι οι πρόσφυγες από το εσωτερικό έφθαναν στην Σμύρνη με ρυθμό 30.000 ατόμων την ημέρα και έβρισκαν καταφύγιο στις εκκλησίες, στα νεκροταφεία ή στο ύπαιθρο, ενώ οι πιο τυχεροί βολεύονταν πρόχειρα στα σπίτια συγγενών τους στην πόλη.
Μέσα σε αυτήν την ατμόσφαιρα και γνωρίζοντας ότι σύντομα θα έφταναν οι Τούρκοι, οι Μ. Δυνάμεις έστελναν στη Σμύρνη πλοία για να προστατεύσουν τους ομοεθνείς τους, ενώ παράλληλα οι πρόξενοι Αγγλίας, Γαλλίας, Ιταλίας και Ηνωμένων Πολιτειών επισκέφθηκαν στον Χατζανέστη για να πληροφορηθούν τι μέτρα θα έπαιρνε, ώστε να εξασφαλισθεί η ησυχία και η τάξη στην πόλη. Εκείνος τους καθησύχασε λέγοντας τους ότι περίμενε στρατό από τη Θράκη. Στρατιωτικές δυνάμεις έφθασαν στις 23 Αυγούστου με πλοίο από την Αδριανούπολη, αλλά χωρίς ουσιαστικά αποτελέσματα.
Το πρωί της 25ξης Αυγούστου επιβιβάστηκαν και οι κατώτεροι υπάλληλοι στα επίτακτα πλοία «Αδριατικός» και «Ατρόμητος» . Ήταν η τελευταία μέρα παρουσίας των ελληνικών αρχών στην Σμύρνη. Πριν έρθει καλά το βράδυ οι δρόμοι ερημώθηκαν και μέσα στο σκοτάδι -είχε διακοπεί και η παροχή ηλεκτρικού ρεύματος- ακούγονταν μόνο ο στρατός οι άλλοι πρόσφυγες που πορεύονταν προς το Τσεσμέ. Στην πόλη κυκλοφορούσαν μόνο χωροφύλακες και Έλληνες και Αρμένιοι της πολιτοφυλακής. Η ίδια κατάσταση συνεχίστηκε και την επόμενη μέρα.
Η Σμύρνη είχε κατακλυστεί από στρατό, που συνέχισε να πορεύεται προς το ίδιο άκρο της Ερυθραίας. Οι Έλληνες στρατιώτες, σύμφωνα με την μαρτυρία του Αμερικανού πρόξενου στην Σμύρνη George Horton, που έφθαναν στην πόλη προχωρούσαν αμίλητοι σαν φαντάσματα, με το βλέμμα καρφωμένο ίσια μπροστά τους χωρίς να κοιτάζουν ούτε δεξιά ούτε αριστερά «σαν άνθρωποι που περπατούν στον ύπνο τους».
Το πρωί της 26ης όλα τα στρατιωτικά καταστήματα, οι στρατώνες, τα νοσοκομεία και το φρουραρχείο είχαν εκκενωθεί. Όλοι μαζεύονταν στην προκυμαία ελπίζοντας να βρουν θέση σε ένα από τα τελευταία πλοία που έφευγαν από τη Σμύρνη. Από τους τελευτάιους έφυγε με το επιτελείο του και ο στρατηγός Πολυμενάκος (που είχε αντικαταστήσει τον Χατζανέστη), που είχε μία και μόνο σκέψη, να εκκενώσει όσο το δυνατόν γρηγορότερα την Μικρά Ασία. Την ίδια μέρα έφυγαν με το «Νάξος» και όλοι οι ανώτεροι αξιωματικοί και υπάλληλοι της Αρμοστείας μεταφέροντας στην Ελλάδα και τα αρχεία.
Μόλις βράδιασε τα ελληνικά πολεμικά σήκωσαν άγκυρα και απέπλευσαν με κατεύθυνση προς την χερσόνησο της Ερυθραίας, όπου ήταν συγκεντρωμένος ο ελληνικός στρατός. Τελευταίο πλοίο που εγκατέλειψε τη Σμύρνη ήταν το «’Ελλη». Το πλήθος απελπισμένο στην προκυμαία έβλεπε να εγκαταλείπεται οριστικά στην τύχη του.
Τελευταίος αναχώρησε γύρω στις 7 το απόγευμα ο ύπατος Αρμοστής Στεργιάδης. Αμίλητος έφθασε στη αποβάθρα, όπου επιβιβάσθηκε σε μια βάρκα και κατευθύνθηκε στο αγγλικό πολεμικό «Iron Duke». Η αναχώρηση του Στεργιάδη σήμαινε τυπικά και το τέλος της ελληνικής κατοχής στη Μικρά Ασία. Ο Στεργιάδης δεν ξαναπάτησε το πόδι του ούτε σε ελληνικό ούτε σε τουρκικό έδαφος. Την επόμενη μέρα με ρουμανικό πλοίο έφυγε μέσω Κωνσταντινούπολης για τη Ρουμανία και από εκεί για τη Γαλλία, όπου παρέμεινε ως το τέλος της ζωής του.
Στο μεταξύ και άλλοι πρόσφυγες συνέχιζαν να καταφθάνουν από το εσωτερικό, καθώς και μεμονωμένοι στρατιώτες και βοϊδάμαξες με στρατιωτικό υλικό που τραβούσαν για το Τσεσμέ. Όταν βράδιασε το πλήθος άρχισε να αποτραβιέται προς το εσωτερικό της πόλης, αναζητώντας πρόχειρο καταφύγιο σε σπίτια Ευρωπαίων, στο προαύλιο της Αγίας Φωτεινής, καθώς και σε διάφορα οικήματα της αμερικανικής αποστολής. Αρκετοί στρατιώτες που κατέφυγαν σε σπίτια Σμυρναίων, έβγαζαν τη στολή τους και φορούσαν πολιτική περιβολή. Έτσι κύλησε η νύχτα της 26ης προς την 27η Αυγούστου μέσα στην αγρυπνία και την αγωνία. Το μεγάλο ερώτημα, όπως αναφέρει ο Horton, ήταν πως θα συμπεριφέρονταν οι Τούρκοι όταν θα έμπαιναν στην Σμύρνη.