Το πρωί της 18ης Αυγούστου όλες οι μονάδες της ομάδας Φράγκου βρίσκονταν σε υποχώρηση. Ο στρατηγός Φράγκου αναγκάστηκε να διατάξει νέα σύμπτυξη στην τοποθεσία νότια του Καπλακάρ. Διαταγή της Στρατιάς που έφθασε σε λίγο όριζε σύμπτυξη στην ίδια τοποθεσία. Η μεραρχία εγκαταστάθηκε στη νέα γραμμή στις 6 το απόγευμα, η 7η μεραρχία το πρωί της επόμενης, 19 Αυγούστου. Η 2η μεραρχία συμπτύχθηκε εξαιτίας εχθρικής πίεσης και δοκιμάσθηκε σοβαρά.
Τη νύχτα ο στρατηγός Φράγκου πληροφορήθηκε ότι η 5η μεραρχία, που δεν ήταν σε καλή κατάσταση, και υπολείμματα άλλων μεραρχιών του Β’ Σώματος βάδιζαν από το Χαν προς Ουσάκ. Το απόσπασμα Πλαστήρα έφθασε τις πρωινές ώρες της 18ης Αυγούστου, ύστερα από κοπιωδέστατη πορεία, στα υψώματα βορείως Χαλατζιλάρ. Στις 11:30 τη νύχτα έφθασε στο Ντερμιλέρ.
Το μεσημέρι της 19ης Αυγούτσου το 4ο σύνταγμα εγκατέλειψε τον τομέα του σε πλήρη αταξία. Τότε έφθανε και ο Πλαστήρας με το τμήμα του κατάκοπο. Προσφέρθηκε να αναλάβει προσωρινά τη διοίκηση του 4ου συντάγματος. Ο στρατηγός Φράγκου το ενέκρινε και ο Πλαστήρας το οδήγησε στην ανακατάληψη των θέσεων που είχε εγκαταλείψει.
Στις 20 με 21Αυγούστου, σύμφωνα διαταγή της Στρατιάς, οι μεραρχίες του Α’ και Β’ Σώματος Στρατού συμπτύσσονταν προς δυσμάς, αποφεύγοντας επαφή με τον εχθρό, με αντικειμενικό σκοπό να καταφέρουν να φθάσουν στις μικρασιατικές ακτές. Έδωσαν ωστόσο σκληρές μάχες, με σπουδαιότερη αυτή του Σαλιχλί στις 23 Αυγούστου που με αυτή την ελληνική νίκη άνοιξε ο δρόμος για τη συνέχιση της υποχώρησης και τις μάχες γύρω από το Ντερέκιοϊ και Μπιν Τεπέ την ίδια μέρα.
Το 5ο τουρκικό Σώμα Ιππικού μετά τη μάχη του Σαλικλί δεν βρισκόταν σε καλή κατάσταση, εξαιτίας υπερκόπωσης και απωλειών, αλλά και αδυναμίας ανεφοδιασμού του. Έτσι σταμάτησε την καταδίωξη των ελληνικών δυνάμεων. Προσπάθησε να τις υπερκεράσει από βορρά, αλλά προσέκρουσε στην αντίσταση του αποσπάσματος του συνταγματάρχη Λούφα, που απέτρεψε την υπερκέραση.
Η ελληνική κυβέρνηση, ύστερα από την τραγική εξέλιξη της κατάστασης, αποφάσισε να αντικαταστήσει τον αρχιστράτηγο με τον στρατηγό Τρικούπη. Μόλις όμως πληροφορήθηκε την αιχμαλωσία του, ανέθεσε καθήκοντα διοικητή Στρταιάς στον αντιστράτηγο Πολυμενάκο, που έφθασε στη Σμύρνη το πρωί της 24ης Αυγούστου, μαζί με τον υπουργό των Στρατιωτικών Θεοτόκη, τους στρατηγούς Δούσμανη και Πάλλη και τον συνταγματάρχη Σαρηγιάννη.
Ο νέος διοικητής της Στρατιάς εξέδωσε διαταγή, που καθόριζε, εκτός των άλλων, ο στρατηγός Φράγκου να απαγορεύσει την προέλαση των Τούρκων προς τη Σμύρνη από την κοιλάδα του Νυμφαίου και από διάβαση της Μαινεμένης. Όταν όμως πληροφορήθηκε την επομένη από τον σύνδεσμο της Στρατιάς στην ομάδα του Φράγκου ότι η κατάσταση των μονάδων της δεν επέτρεπε την ανάθεση σε αυτές καμίας πολεμικής ενέργειας, διέταξε την εσπευσμένη σύμπτυξη από τη Ερυθραία προς το Τσεσμέ, όπου οι μονάδες θα επιβιβάζονταν σε πλοία προς μεταφορά στα γειτονικά νησιά. Για την άμυνα της χερσονήσου διατέθηκε μοίρα του ελληνικού στόλου.
Οι μονάδες που υποχωρούσαν από το Νυμφαίο στις 26 Αυγούστου και τη Σμύρνη ως το πρωί της 27ης Αυγούστου και έκτοτε από την Ερυθραία ως το Τσεσμέ. Ως οπισθοφυλακή όλων των μονάδων ορίσθηκε το απόσπασμα Πλαστήρα, ενισχυμένο από το 3ο σύνταγμα ιππικού, με εντολή να επιβραδύνει την επέλαση του εχθρού. Το απόσπασμα έμεινε στον αυχένα Ζεϊντιλή ως την 1η Σεπτεμβρίου και ως το πρωί της επόμενης. Απέκρουσε αλλεπάλληλες επιθέσεις των Τούρκων που είχαν πολλές απώλειες. Όχι μόνο τους διεσκόρπισε, αλλά συνέλαβε και αιχμαλώτους.
Στο μεταξύ το απόσπασμα του συνταγματάρχη Ζεγγίνη με 4.500 άνδρες, συμπτυσόμενο από την περιοχή του μαιάνδρου βλήθηκε από εχθρικό πυροβολικό και διασκορπίστηκε. Η κύρια φάλαγγα του με τον διοικητή του συντάγματος αιχμαλωτίστηκε. Ένα τμήμα με 700 άνδρες και 25 αξιωματούς υπό τον ταγματάρχη Βαμβακόπουλο στράφηκε προς την Ερυθραία και διασώθηκε.
Στις 31 Αυγούστου άρχισε η επιβίβαση στο Τσεσμέ πρώτα των μεραρχιών του Β’ Σώματος Στρατού. Το Α’ Σώμα επιβιβάστηκε στις 2 Σπετεμβρίου ως τα μεσάνυχτα και τελευταίο το απόσπασμα Μαρούλη που είχε καλύψει την σύμπτυξη Πλαστήρα. Στη 1:15 της 3η Σεπτεμβρίου περατώθηκε η επιβίβαση. Τελευταίοι επιβιβάσθηκαν ο αντισυνταγματάρχης Μαρούλης με τον μητροπολίτη Τσεσμέ.
Η ανεξάρτητη μεραρχία στις 20 Αυγούστου κατευθυνόταν στο Τσεντίζ. Πήρε ερματσιμένο φάκελο που της έριξε ο ο αεροπόρος λοχαγός, Γ. Ξηρός. Ήταν ειδοποίση της Στρατιάς, που την κατατόπιζε γαι τις εξελίξεις όπως μπορούσε. Ο διοικητής της μεραρχίας Δ. Θεοτόκης, οι διοκητές των συνταγμάτων της, Ι. Κωνσταντίνου, Ν. Σκύρος και ο Ν. Τσίπουρας, και οι άλλοι αξιωματικοί της σε πλήρη σύμπνοια με τους άνδρες, που τους κατατόπισαν για την κατάσταση, πέτυχαν, διανύοντας για 15 μέρες 600 χιλιόμετρα σε χώρα εχθρική, με συνεχείς προσβολές του τουρκικού ιππικού και των Τούρκων κατοίκων, να φθάσει στο Δικελί και να μεταφρεθεί με πλοία στη Μυτιλήνη την 31η Αυγούστου, σώζοντας και τους Έλληνες και τους Αρμένιους κατοίκους της περιοχής.
Το Γ’ Σώμα Στρατού διατάχθηκε από τη Στρατιά στις 16 Αυγούστου να αποχωρήσει στην παλαιά οχυρωμένη γραμμή της Προύσας. Αφού προέβη σε κατατσροφή ττης ιδηροδρομικής γραμμής και σε πολλές άλλες, αποχώρησε από Εσκί Σεχίρ το βράδυ της 18ης Αυγούστου και έφθασε στην οχυρωμένη γραμμής της Προύσας τη νύχτα της 23ης προς την 24η Αυγούστου. Τρεις μέρες αργότερα, διατάχθηκε από την Στρατιά να μετακινηθεί στους λιμένες Πανόρμου και Κυζίκου προς επιβίβαση. Από τις μεραρχίες του Σώματος η 3η και η 10η έφθασαν έγκαιρα στους λιμένες επιβίβασης με τάξη.
Αντίθετα η 11η μεραρχία ακολούθησε ορεινό δρομολόγιο με αποτέλεσμα να επιβραδυνθεί η κίνηση της. Τα συντάγματα της 17ο και 45ο συνήψαν μάχη κατά την σύμπτυξη τους στα Μουδανιά με τουρκικό ιππικό, χωρίς να μπορέσουν να το απωθήσουν. Η διοίκηση της μεραρχίας έχασε χρόνο σε άγονες συζητήσεις με τος εκεί Γάλλους, και έτσι κυκλώθηκε από τους Τούρκους και αναγκάστηκε να παραδοθεί με το πυροβολικό και το υλικό της.
Ο συνταγματάρχης Ζήρας αγνόησε τους Γάλλους, πέρασε με το απόσπασμα έγκαιρα και το διέσωσε. Επίσης αξιωματικοί και οπλίτες της μεραρχίας διέφυγαν από τις τάξεις και διεσώθηκαν. Η επιβίβαση του Γ’ Σώματος στα πλοία περατώθηκε το πρωί της 5ης Σεπτεμβρίου. Η δύναμη του Σώματος που ανερχόταν σε 60.000 άνδρες αποβιβάστηκε με όλο το υλικό της στη Ραιδεστό.