Η Τσακωνιά αποτελείται από τα χωριά Καστάνιτσα, Σίταινα, Πραστός, Λεωνίδιο, Μελανό και Δερό καθώς και τα καλύβια του Αγίου Ανδρέα. Τα μοναστήρια της Τσακωνιάς είναι η Κονδολίνα στην περιοχή της Καστάνιτσας και Ορθοκωστά, Ροδινό, Καρυά, Κλεισούρα, Σίνζα και Ελώνα στην περιοχή του Πραστού.
Η Καστάνιτσα ήταν η πιο σημαντική πόλη στην Τσακωνιά. Τώρα, όμως, έχουν μείνει μόνο 100 οικογένειες. Πολλά από τα σπίτια είναι άδεια και οι κάτοικοι έχουν μεταναστεύσει στην Ύδρα, στις Σπέτσες και την Κωνσταντινούπολη. Ο Πραστός έχει συγκεντρώσει τώρα όλο τον πλούτο και τον πληθυσμό των γύρω περιοχών. ήταν κάποτε τόσο κατώτερος, όπως λένε οι κάτοικοι της Καστάνιτσας, από τη δική τους πόλη, σαν να ήταν τα καλύβια της. Τα σπίτια τους είναι ευρύχωρα, καλά χτισμένα και με ωραία έπιπλα. Τα μεγαλύτερα έχουν τρία πατώματα από τα οποία το κατώτερο είναι ο στάβλος, το μεσαίο ένα είδος έκθεσης και επίδειξης των επίπλων και των όπλων, που αυτοί οι ορεσίβιοι έχουν αρκετά. Τα πάνω πάτωμα αποτελείται από δύο αίθουσες από τις οποίες η εσωτερική έχει τζάκι και η εξωτερική έναν καναπέ, αφού θεωρείται το δωμάτιο υποδοχής.
Τα τσακώνικα είναι διάλεκτος, που ομιλείται μόνο στα χωριά που αποτελούν την Τσακωνιά. Οι Έλληνες πιστεύουν ότι έχει διατηρήσει πολλούς αρχαίους δωρικούς τύπους. Μου είπαν ότι η λέξη «αμέρα», δηλαδή «ημέρα», ήταν αρχαία τσακώνικα, που δεν περιλαμβάνεται στην κοινή ελληνική, πράγμα που δε σημαίνει τίποτα παραπάνω από το ότι πρόκειται για έναν αρχαίο δωρικό τύπο. Είναι βέβαιο ότι υπάρχουν μερικές δωρικές λέξεις σε καθημερινή χρήση, όπως «νεμά» (βοσκή) και «ταν πορείαν» (δρόμος).
Η διάλεκτος της Τσακωνιάς φαίνεται να είναι σημαντική, επειδή έχει διατηρήσει λέξεις της κοινής ελληνικής σε μεγαλύτερο αριθμό από αυτές που βρίσκονται σε άλλες περιοχές της Ελλάδας. Οι παρακάτω ελληνισμοί είναι σε κοινή χρήση στην Τσακωνιά: «όρα» (βλέπε), «νομείς» (βοσκοί), «ερίφια» (κατσίκια), «παρήτε» (ελάτε). Μερικές από τις παραπάνω λέξεις αποτελούν δείγματα ελληνισμών αν όχι δωρισμών. Άλλες πάλι μπορεί να είναι παραφθορά των ελληνικών τύπων: «προύατα» (πρόβατα), «τζούα» (δρυς), «ίον» )νερό), «βότζια» (σταφύλια), «ατζάπο» (άνθρωπος).
Μερικοί τύποι των θεωρούμενων δωρικών τύπων των τσακώνικων είναι εφεύρεση των διδασκάλων. Με λίγα λόγια, καθώς τα πραγματικά τσακώνικα σπάνια γράφτηκαν ή δεν γράφτηκαν ποτέ και καθώς η κοινή ελληνική χρησιμοποιείται σε όλες τις συναλλαγές που χρειάζονται γραφή, αφού είναι που καταλαβαίνει ο απλός κόσμος και αυτή είναι που ομιλείται από τους λογίους είναι αναμφίβολο ότι οι ιδιομορφίες αυτής της μικρής περιοχής γρήγορα θα ξεχαστούν, ενώ οι λέξεις της κοινής ελληνικής που διατηρεί θα αποκτήσουν γενική χρήση με την πρόοδο της γλώσσας στην Ελλάδα.
Οι κάτοικοι της περιοχής με διαβεβαίωσαν ότι μόνο οι προαναφερθείσες περιοχές θεωρούνται Τσακωνιά. Μπορεί κανείς εύκολα να αντιληφθεί ότι το όνομα «Τσακωνιά» είναι παραφθορά του ονόματος «Λακωνία». και ίσως αρχικά να κάλυπτε μεγαλύτερο γεωγραφικό χώρο, και ότι τα σύνορα της συρρικνώθηκαν, καθώς η διάλεκτος που διέκρινε τους αρχικούς κατοίκους σταδιακά εκτοπίστηκε από αποίκους από την Αλβανία, τη Βουλγαρία, τα νησιά ή από την Ελλάδα πάνω από τον Ισθμό.
Το έδαφος της Καστάνιτσας δεν παράγει λάδι, ούτε σιτάρι, ούτε κριθάρι, παρά μόνο μήλα, κάστανα, σταφύλια και σίκαλη. Η τελευταία φύεται σε μερικά από τα ψηλότερα μέρη στα βουνά, όπου τη θερίζουν τον Αύγουστο και σπέρνουν κατευθείαν. Οι κάτοικοι κερδίζουν τα προς το ζην διατηρώντας μαγαζιά στο Μυστρά στο Ναύπλιο, στην Τριπολιτσά, στις Σπέτσες και στην Κωνσταντινούπολη. Μερικοί φτάνουν μέχρι τη Ρωσία, ενώ άλλοι δουλεύουν σε σπετσιώτικα πλοία, ως ναύτες. Δεν εκμεταλλεύονται καθόλου τα δάση ελάτου του όρους Πάρνωνα.