Μολονότι η Αθήνα είχε ηττηθεί στον Πελοποννησιακό πόλεμο και είχε παραδοθεί άοπλη, ο Λύσανδρος και οι εντόπιοι ολιγαρχικοί χρειάσθηκαν να χρησιμοποιοήσουν σειρά από ελιγμούς και ακόμη την απειλή βίας για να μπορέσουν να κάμψουν προοδευτικά την αντίσταση της πλειοψηφίας των πολιτών στην προώθηση του σχεδίου τους να εγκαταστήσουν στην Αθήνα ένα ολιγαρχικό πολίτευμα, που έμεινε στην ιστορία γνωστό ως Τριάκοντα Τύραννοι.
Σε τούτο το σημείο είχαν συμφωνήσει μεταξύ τους ακόμη από την παράδοση της πόλης, αλλά απέκρυψαν τις προθέσεις τους από τον λαό και υπέβαλαν στην Εκκλησία του δήμου ένα κείμενο συνθηκολόγησης, όπου αναγραφόταν ότι οι Αθηναίοι θα είχαν το πατροπαράδοτο πολίτευμα. Η δημοκρατική πλειοψηφία δέχτηκε εκείνο το κείμενο πιστεύοντας ότι δεν θα επερχόταν καμία πολιτειακή αλλαγή, ενώ οι ολιγαρχικοί και ο Λύσανδρος είχαν στο νου τους να επαναφέρουν την πόλη πολλές γιενιές πίσω και αυτό εννοούσαν με τον όρο «πάτριος πολιτεία».
Κατά τις μεταπολιτεύσεις του 411π.Χ., οι Αθηναίοι ολιγαχρικοί δεν ήταν σύμφωνοι μεταξύ τους. Αρχηγός των μετριοπαθέστερων ήταν ο Θηραμένης, έχοντας συνεργάτες τους Αρχίνο, Κλειτοφώντα, Φορμίσιο. Οι ακραίοι είχαν τώρα ηγέτη τον Κριτία, γόνο μιας εκ των επιφανέστερων οικογενειών της Αθήνας, φίλο και μαθητή του Σωκράτη. Οι δύο τάσεις κατέγιναν σε συζητήσεις αναφορικά με τη μρφή του νέου πολιτεύματος σε όλο το διάστημα που ο Λύσανδρος έλειψε στη Σάμο χωρίς να μπορέσουν να συμφωνήσουν.
Όταν ο Λύσανδρος γύρισε στον Πειραιά, έδωσε την προτίμησή του στους ακραίους ολιγαρχικούς. Οι μετριοπαθείς υπέκυψαν, αλλά η δημοκρατική πλειοψηφία της Εκκλησίας του δήμου έδειξε διαθέσεις αντίστασης, όταν προσκλήθηκε ξαφνικά να εγκρίνει δύο προτάσεις που για πρώτη φορά αποκάλυψαν τα τεκταινόμενα: η πρώτη πρόταση που διατύπωσε ο Δρακοντίδης, έλεγε ότι η Εκκλησία του δήμου ενέκρινε να μεταβληθεί το πολίτευμα, η δεύτερη που εισήγαγε ο Θηραμένης, όριζε ότι θα εκλέγονταν άμεσα τριάντα πολίτες, για να συντάξουν το νέο πολίτευμα και να κυβερνήσουν την πόλη ως την αποπεράτωση του συντακτικού έργου.
Μολονότι αιφνιδιάστηκαν, δημοκρατικοί ρήτορες, αντέτειναν ότι αυτές οι προτάσεις ήταν αντίθετες με τον όρο της συνθήκης που είχε εγκρίνει η Εκκλησία, σύμφωνα με τον οποίο οι Αθηναίοι θα διατηρούσαν την «πάτριον πολιτεία». Επειδή έγινε φανερό ότι η πλειοψηφία της Εκκλησίας του δήμου επικροτούσε αυτή τη γνώμη, πήρε το λόγο ο ίδιος ο Λύσανδρος. Θεωρώντας περιττό να υποστηρίξει ότο ο όρος «πάτριος πολιτεία» δεν σήμαινε την δημοκρατία αλλά την προσολώνεια ολογαρχία, κατήγγειλε τους Αθηναίους ως παρασπόνδους, επειδή αποπεράτωσαν την κατεδάφιση των τειχών λίγες μέρες μετά τη προθεσμία που όριζε η συνθήκη παράδοσης, και από εκεί άντλησε το δικαίωμα να τους απειλήσει ότι αν δεν δεχθούν τις προτάσεις, θα χρησιμοποιήσει τη βία.
Πραγματικά οι Αθηναίοι, χωρίς όπλα, πλοία και τείχη, ήταν έρμαιά του. Φοβισμένοι από τη ωμότητα και το απροσχημάτιστο της απειλής, άλλοι από τους δημοκρατικούς πολίτες αποχώρησαν από την Εκκλησία, άλλοι, που έμειναν, ψήφισαν μαζί με τους εχθρούς της δημοκρατίας υπέρ της αποδοχής των δύο προτάσεων. Στη συνέχεια ζητήθηκε από Εκκλησία να εκλέξει τους τριάκοντα άρχοντες. Ακόμη και σε αυτό το σημείο εμποδίστηκε να ασκήσει τα κυριαρχικά της δικαιώματα και αναγκάστηκε να ψηφίσει δέκα πρόσωπα που πρότεινε η ομάδα του Κριτία, άλλα τόσα που πρότεινε η ομάδα του Θηραμένη και μόνο τα υπόλοιπα μέλη εξελέγησαν ανάμεσα στους παρόντες (Αύγουστος ή Σεπτέμβριος του 404π.Χ.).
Οι Τριάκοντα Τύραννοι, μόλις ανέλαβαν καθήκοντα απέδωσαν στον Άρειο Πάγο τα δικαιώματα που είχε πριν από τις μεταρρυθμίσεις του Εφιάλτη και του Αρχέστρατου, κατήργησαν τα δικαστήρια των ενόρκων πολιτών, παραχώρησαν στη Βουλή των πεντακοσίων αρμοδιότητες ποινικού δικαστηρίου. Συγχρόνως κατήρτισαν ένα κατάλογο έμπιστων προσώπων, τα οποία διόρισαν άρχοντες μέλη της Βουλής και 300 έμμισθους μαστιγοφόρους. Έχοντας σκοπό να παρατείνουν την εξουσία τους απεριόριστα ανέβαλαν την σύνταξη νέου συντάγματος, μολονότι ήταν ο πρωταρχικός σκοπός της αποστολής τους.
Μία από τις πρώτες πράξεις της διοίκησης ήταν η δικαστική δολοφονία των δημοκρατικών αρχηγών. Συγκεκριμένα τους εισήγαγαν σε δίκη ενώπιον της Βουλής των πεντακοσίων και υποχρέωσαν τα μέλη της να ψηφίσουν και θάνατο ακόμη, για να μην τολμήσει κανείς από τους βουλευτές να παραβεί την εντολή τους, τούς διέταξαν να καταθέσουν τις ψήφους τους φανερά, σε ένα τραπέζι τις θανατικές και ένα δεύτερο τις άλλες, ενώ οι ίδιοι οι Τριάκοντα Τύρρανοι κάθονταν πίσω από αυτά.
Οι Τριάκοντα Τύραννοι αν και κατέλαβαν την εξουσία με συνδασμό βίας και πανουργίας και δεν επιδόθηκαν στα καθήκοντα που δήλωσαν ότι αναλαμβάνουν, διακήρυξαν ότι θα εκκαθαρίσουν την Αθήνα από τους διεφθαρμένους και θα καλλιεργήσουν την αρετή και τη δικαιοσύνη. Για ένα διάστημα καταδίωξαν δικαστικά άτομα που τον καιρό της δημοκρατίας είχαν επιδοθεί σε εκβιασμούς εύπορων πολιτών και ενήργησαν ώστε να τιμωρηθούν με βαρύτατες ποινές, ακόμη και θανατικές. Έτσι απέσπασαν μερικές επιδοκιμασίες από τα κοινωνικά στρώματα που είχαν θιγεί από την δράση αυτών των ατόμων.
Αλλά πολύ γρήγορα εξάντλησαν τα δημαγωγικά μέσα που διέθεταν χωρίς να κατορθώσουν εν τω μεταξύ να διευρύνουν την βάση του καθεστώτος. Σε αντιστάθμισμα ενέτειναν τις πράξεις βίας και τρομοκρατίας εναντίον αντιφρονούντων. Οι πηγές αναφέρουν ότι στο διάστημα της τυραννίας των Τριάκοντα, δηλαδή μέσα σε ένα χρόνο θανατώθηκαν 1.500 ή και περισσότεροι Αθηναίοι και μέτοικοι και εκπατρίστηκαν 5.000.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους