Ως Τρεις Ιεράρχες αναφέρονται τρεις άγιοι και Θεολόγοι της Ορθόδοξης Χριστιανικής Θρησκείας, προστάτες των γραμμάτων και των μαθητών, ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο Βασίλειος ο Μέγας και ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός ή Θεολόγος.
Αναδείχθηκαν Πατέρες της Εκκλησίας και Άγιοι. Η σοφία και η δράση τους, τους έδωσε τον τίτλο των Μεγίστων Φωστήρων, όπως ψέλνεται και στο τροπάριό τους: «Τους Τρεις Μεγίστους Φωστήρας Της Τρισηλίου Θεότητος…».
Η καθιέρωση της εορτής των Τριών Ιεραρχών ανάγεται στα βυζαντινά χρόνια, γύρω στα 1100 μ.Χ. στους χρόνους των Κομνηνών, προκειμένου να καταπαύσει μία διαμάχη ως προς την αξία ενός εκάστου εξ αυτών. Σημαντικό ρόλο έπαιξε τότε η προσωπικότητα του Ιωάννου Μαυρόποδος, Επισκόπου Ευχαϊτων.
Το έτος 1842 η Πανεπιστημιακή Σύγκλητος του Εθνικού και Καποδοστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών καθιέρωσε για πρώτη φορά την εορτή των Τριών Ιεραρχών ως ημέρα της Ελληνικής Παιδείας και των Γραμμάτων γενικότερα.
Κάθε χρόνο, λοιπόν, την 30ή Ιανουαρίου εορτάζουμε περίλαμπρα την εορτή των Τριών μεγίστων φωστήρων της Τρισηλίου Θεότητος, Βασίλειο τον Μέγα, Γρηγόριο τον Θεολόγο και Ιωάννη τον Χρυσόστομο, τα πάγχρυσα αυτά στόματα του ελληνικού και χριστιανικού λόγου, που κατά τον Υμνογράφο τους κατάρδευσαν όλη την οικουμένη με νάματα θεογνωσίας.
Οι Τρεις Ιεράρχες
Η αιτία για την εισαγωγή της εορτής των Τριών Ιεραρχών στην Εκκλησία είναι το εξής γεγονός: Κατά τους χρόνους της βασιλείας του Αλεξίου του Κομνηνού, ο οποίος διαδέχτηκε στη βασιλική εξουσία τον Βοτανειάτη, έγινε στην Κωνσταντινούπολη φιλονικία ανάμεσα σε λόγιους και ενάρετους άνδρες. Άλλοι θεωρούσαν ανώτερο τον Μέγα Βασίλειο, χαρακτηρίζοντάς τον μεγαλοφυΐα και υπέροχη φυσιογνωμία, αφού με τις ομιλίες του ερεύνησε σε βάθος τη φύση των όντων, με τις αρετές του αμιλλούνταν με τους ἀγγέλους, δεν συγχωρούσε πρόχειρα και εύκολα τους αμαρτάνοντες και αφού κατά τό ήθος ήταν σοβαρός και δεν είχε τίποτε το γήνινο. Τον θείο Χρυσόστομο τον υποβίβαζαν, με την αιτιολογία ότι, σε ἀντίθεση προς τον Μέγα Βασίλειο, συγχωρούσε τους αμαρτάνοντες εύκολα, χωρίς τον επιβαλλόμενο έλεγχο.
Άλλοι τοποθετούσαν ψηλά τον θείο Χρυσόστομο και τον θεωρούσαν ανώτερο από τον Μέγα Βασίλειο και τον Γρηγόριο με την αιτιολογία, ότι ήταν πιο συγκαταβατικός στις διδασκαλίες του, ότι με την ωραία και σαφή διατύπωση των νοημάτων και σκέψεών του καθοδηγούσε αποτελεσματικά τους ανθρώπους και τους προσέλκυε στη μετάνοια, ότι είχε συγγράψει πλήθος μελίρρυτους λόγους και ότι διακρινόταν για τη ρητορική του δεινότητα.
Και, τέλος, άλλοι προκείμενοι στο Γρηγόριο το Θεολόγο, θεωρούσαν αυτόν ανώτερο από τους δύο άλλους, δηλαδή από τον Βασίλειο και τον Χρυσόστομο. Καί τούτο, γιατί, όπως έλεγαν, με την κομψή και ποικιλμένη φράση του, τους βαθυστόχαστους λόγους του και το γοητευτικό και πλούσιο λεξιλόγιό του υπερέβη όλους τούς ξακουστούς για την ελληνική παιδεία και φιλοσοφική συγκρότηση και όλους τους διακρινόμενους για την εκκλησιαστική παιδεία και θεολογική κατάρτιση.
Η φιλονικία αυτή είχε ως αποτέλεσμα να διαιρεθούν τα πλήθη των χριστιανών και άλλοι ονομάζονταν Ιωαννίτες, άλλοι Βασιλείτες και άλλοι Γρηγορίτες.
Γύρω λοιπόν από τα ονόματα αυτά συνεχιζόταν η φιλονικία και κάθε ομάδα έμενε σταθερή στη θέση της.
Ο επίσκοπος Ιωάννης επέβαλε την ηρεμία και τη γαλήνη και στο πλήθος και στους φιλονικούντες λογίους και ενάρετους άνδρες και εισήγαγε στην Εκκλησία την εορτή των Τριών Ιεραρχών, ώστε να εορτάζονται από κοινού και να δοξάζεται ο Θεός.
Επειδή μέσα στον Ιανουάριο υπήρχαν εορτές και για τους τρεις αυτούς Αγίους, στην 1 Ιανουαρίου για το Μέγα Βασίλειο, στις 25 για τον θείο Γρηγόριο και στις 27 για τον θείο Χρυσόστομο, ο Ιωάννης τους ένωσε και σε μια κοινή εορτή, στις 30 Ιανουαρίου, την οποία και στόλισε με κανόνες και τροπάρια και λόγους εγκωμιαστικούς, όπως τους ταίριαζε. Και τα άσματα της ακολουθίας αυτής τα συνέθεσε ο Ιωάννης κατά νεύση και φωτισμό των Τριών Αγίων Ιεραρχών, και έτσι όχι μόνο δεν υπολείπονται σε τίποτε από παρόμοια που έχουν σκοπό τον έπαινο Αγίων, αλλά είναι ανώτερα από όλα αυτά και θα είναι και ανώτερα από όσα μελλοντικά θα συνταχθούν.
Το νόημα της γιορτής των Τριών Ιεραρχών
Κατά την εορτή των Τριών Ιεραρχών πανηγυρίζουμε συγχρόνως και περί του αθανάτου Ελληνοχριστιανικού Πολιτισμού, αριστουργηματικού στην Παιδεία, την αισθητική, τα ιδανικά και γενικώς το Ελληνοχριστιανικό πνεύμα.
Η αρμονική σύζευξις του αρχαίου και του νέου, της ένδοξης πολιτισμικής παράδοσης του γεραρού παρελθόντος και του ηγιασμένου ρηξικελεύθου παρόντος, που του ανήκε ανέσπερο το μέλλον, του αισθητικώς ωραίου και της ηθικής καθαρότητος, της πνευματικής καλλιέργειας και της γνήσιας πνευματικότητας, του επιγείου και του επουρανίου, του κλασικού ανθρώπινου και του ενανθρωπήσαντος θείου στον νέο και ενιαίο πλέον Ελληνοχριστιανικό Πολιτισμό απέβη εν τέλει σε όφελος και των δύο μεγεθών που το στοιχειοθέτησαν. Και εν πρώτοις ο Ελληνισμός ιστορικώς δικαιώθηκε πλήρως με την πανηγυρική πλέον αναγνώριση της τόσο σπουδαίας προσφοράς του και του μοναδικού του ρόλου στη διάδοση και εδραίωση του Χριστιανισμού. Δεν διεσώθηκε μόνο, αλλά και αναζωογονήθηκε από το ζείδωρον χριστιανικό πνεύμα. Αποκαθάρθηκε, εξηγιάσθηκε και έτσι αξιοποιήθηκε άριστα όλο το πλουσιώτατο δυναμικό του. Αφού με τη σύζευξη αυτή υπερνίκησε τις εγγενείς αδυναμίες του, αφόπλισε τη δίκαιη επιφυλακτικότητα των καλοπροαίρετων αντιτιθεμένων σε αυτόν.